Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Γεωργόπουλου με τίτλο «Δεμένα Σώματα» σηματοδοτεί ένα ακόμα αποφασιστικό βήμα στον χώρο της συγγραφής που εμπεριέχει το καταστάλαγμα μιας εσωτερικής επεξεργασίας όλων των βασανιστικών ερωτημάτων που αφορούν στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Η ποίησή του έχει κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπηρετεί κάποια πολιτική μπροσούρα ή πλατφόρμα όπως εξηγεί με συνέντευξη του στην «Π» υπογραμμίζοντας ωστόσο την ανάγκη της αναπόδραστης ευθύνης αλλά και προσωπικής ανάγκης συνάμα στην απόδοση του χρέους της μνήμης της δικαιοσύνης που, όπως σημειώνει, δεν επιτρέπει στους νεκρούς μας να ησυχάσουν.
Ο Νίκος Γεωργόπουλος περπατά σε κοινό βηματισμό στον χώρο της ποίησης με τη σπουδαία Σοφία Κολοτούρου, η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή της «Η τρίτη γενιά». Αναλυτικότερα η συνέντευξη του Νίκου Γεωργόπουλου έχει ως εξής:
Με ποιες σκέψεις οδηγηθήκατε στη δεύτερη ποιητική σας συλλογή και τι ακριβώς σηματοδοτεί για σας;
«Η έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής ουσιαστικά λειτούργησε ως έναυσμα για επανεκκίνηση της συγγραφικής μου δραστηριότητας.
Η καθημερινή μου επαφή τα τελευταία χρόνια, λόγω της Σοφίας, με τη διαδικτυακή ποιητική ανθολογία «Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό» και το έργο πολλών και σημαντικών ποιητών με βοήθησαν να εστιάσω και να βελτιώσω την γραφή μου.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το υλικό που μαζεύτηκε μέσα σε αυτά τα τρία τελευταία χρόνια να μου δώσει την δυνατότητα να κάνω μια επιλογή που κατά την αξιολόγηση και παρότρυνση φίλων ποιητών άξιζε να εκδοθεί.
Όσο για το τι σηματοδοτεί; Μια ευθύνη, μια συνέχεια ή μάλλον μια προτροπή: να βελτιώσω περαιτέρω τη γραφή μου και να υπάρξω πιο συνεπής και πιο εργατικός με αυτό που μου αρέσει να κάνω».
Θέλω να μας περιγράψετε τι σημαίνει για σας ποίηση και γιατί νιώθετε την ανάγκη να εκφραστείτε μέσα από αυτή;
«Θα απαντήσω έμμεσα αντιστρέφοντας το ερώτημα. Τι δεν σημαίνει για εμένα ποίηση ή μάλλον τι δεν με συγκινεί στην ποίηση που κυκλοφορεί; Η υπερβολή σε σημείο εξιδανίκευσης του λυρισμού από τη μια και του «πεζολόγηματος» χωρίς μέτρο και ρυθμό από την άλλη, ο χωρίς όρια διακειμενισμός σε σημείο το ποίημα να είναι συρραφή άλλων, η συγγραφή με το λεξικό σε βάρος της έμπνευσης και του νοήματος, η αποθέωση της ατάκας, η εμμονή στην αποδόμηση των παραδοσιακών μορφών ως ξεπερασμένων, η αταβιστική δηθενιά και η κοινωνική αποστασιοποίηση του περιεχομένου και γενικότερα οποιαδήποτε γραφή ξιπάζεται, μαϊμουδίζει και καμώνεται. Όσο για την ανάγκη της ποιητικής έκφρασης, νομίζω ότι είναι εγγενής σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα, που πραγματώνεται όμως ως τέχνη διαμέσου του ταλέντου, της τεχνικής και της όσμωσης με το κοινό».
Παρατηρώ ότι η πλειονότητα των ποιημάτων σας εστιάζει στην πολιτική πραγματικότητα που μας περιβάλλει και θα ήθελα να μας μιλήσετε γι’ αυτό και το πώς αντιμετωπίζετε το βάρος της ευθύνης να εκφραστείτε με τρόπο παρεμβατικό.
«Όλα μου τα ποιήματα, θέλω να πιστεύω, έχουν ως αφετηρία την ύπαρξη. Αυτή είναι η αφετηρία όλων των βασανιστικών ερωτημάτων μου που βρίσκουν διέξοδο και στην ποίηση.
Η αξία της ύπαρξης και πώς αυτή διαμεσολαβείται –κατασκευάζεται σε ιστορικά οργανωμένες κοινωνίες είναι μια διάσταση που δεν την αποσιωπώ στο όνομα της όποιας καθαρότητας της τέχνης. Είμαστε κοινωνικές υπάρξεις που αλληλεπιδρούν καθημερινά μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους (και η ποίηση συνομιλεί δημιουργικά με τις άλλες τέχνες).
Είναι αδι-ανόητο λοιπόν να προβάλει κάποιος το επιχείρημα της «καθαρής έκφρασης» πάνω και έξω από αυτή τη διάσταση. Είναι άλλο πράγμα η δημιουργική υπέρβαση των υφιστάμενων γλωσσικών στεγανών μιας κυρίαρχης αφήγησης και διαφορετικό πράγμα η κοινωνική αποστασιοποίηση χάριν μιας ελιτίστικης υπαρξιακής αυταρέσκειας.
Το δεύτερο είναι μια μονήρης κατάσταση που δεν δημιουργεί, δεν εξελίσσει, δεν «επικονιάζει» το περιβάλλον της, για να χρησιμοποιήσω και μια λέξη που αγαπώ ιδιαίτερα. Με βάση αυτό το σκεπτικό φυσικά και η ποίησή μου έχει κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπηρετεί κάποια πολιτική μπροσούρα ή πλατφόρμα».
Στα «Δεμένα Σώματα», ένα από τα ποιήματα που ξεχώρισα ήταν οι «άταφες μνήμες» που είναι αφιερωμένο σε ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Νίκο Τεμπονέρα. Θα θέλαμε να μας μιλήσετε περισσότερο γι αυτό.
«Το ποίημα δεν είναι αφιερωμένο μόνο στον Νίκο. Είναι επίσης αφιερωμένο και στη Μαργέλη Βιτάλη, φιλόλογο, συνοδοι- πόρο και συντρόφισσα του Νίκου, που επίσης δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Και τα δύο πρόσωπα υπήρξαν για εμένα δάσκαλοι, φίλοι και σύντροφοι.
Και οι δύο ήταν πάντα δίπλα μου, δίπλα στους μαθητές τους και στους καταπιεσμένους.
Το πρωινό της δολοφονίας του Νίκου ανταλλάξαμε μια καλημέρα και με τους δύο έξω από το σχολείο (ποιος θα φανταζότανε ότι το βράδυ θα αντίκριζα τα μυαλά του χυμένα στο πεζοδρόμιο;).
Το ποίημα «Άταφες μνήμες» αποτελεί βασικά μια υπενθύμιση στη γενιά μου και στις νέες γενιές ότι ο αγώνας μας και οι νεκροί μας δεν δικαιώνονται στην ατζέντα του πολιτικού αμοραλισμού και αριβισμού.
Εκκρεμεί ένα αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει στους νεκρούς μας να ησυχάσουν.
Επιπροσθέτως νιώθω μέσα μου ως χρέος κάποια στιγμή να αποκαταστήσω, στο προσωπικό μου εικονοστάσι αν μη τι άλλο, και κάποιες άλλες “μορφές – μνήμες” που μαρτύρησαν εκείνο το μοιραίο βράδυ, αλλά στο όνομα του “πολιτικού ρεαλισμού” εντέχνως αποσιωπήθηκαν».
Διαβάζω ένα στίχο σας που λέει χαρακτηριστικά: «Δύσκολες εποχές για να αποδράσεις. Ακόμα και μέσα σου να ξεφύγεις, πνίγεσαι…». Θα έχει ενδιαφέρον ένα σχόλιό σας γι’ αυτό.
«Μια υπαρξιακή αγωνία είναι, εν μέρει βιωματική. Αλλά συνάμα και η απόδοση μιας προσλαμβάνουσας κραυγής εγκλωβισμένης στις επίμονες αρνήσεις της. Αρνήσεις που έχουν να κάνουν με εμμονές που αναπαράγουν αδιέξοδα».
Παρατηρώ ότι τα «Δεμένα Σώματα» τα έχετε αφιερώσει σε δύο γυναίκες και συγκεκριμένα στη μητέρα σας και την σύζυγό σας. Θέλετε να μας μιλήσετε γι αυτό;
«Η μάνα μου: ο ορισμός της μάνας – κουράγιο. Προσωποποίηση της προσφοράς, του αγώνα, της δύναμης, του σθένους, της ανιδιοτέλειας, της αγάπης. Αν και μικρή το δέμας αποτελεί τεράστιο μέγεθος ποιοτικής παρέμβασης στο χαρακτήρα και την προσωπικότητα μου.
Η γυναίκα μου από την άλλη: πλάσμα όμορφο, αυτόφωτο, εξαιρετικά ευφυές με έργο και δράσεις που αφήνουν κοινωνικό αποτύπωμα. Παραλαμβάνοντας την σκυτάλη της αγάπης από τα χέρια της μάνας μου, μου προσφέρει ένα συναισθηματικό περιβάλλον που μπορώ να ανθίζω και να καρποφορώ».
Να εστιάσουμε λίγο περισσότερο στη σύζυγό σας, η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή της «Η τρίτη γενιά». Ξέρω καταρχάς ότι είστε πολύ περήφανος γι’ αυτό, αλλά θα ήθελα να ρωτήσω πώς αλληλεπιδράτε στο συγκεκριμένο πεδίο όπου ο καθένας ακολουθεί τη δική του διαδρομή.
«Περήφανος… Δεν ξέρω αν είναι η σωστή λέξη να περιγράψει αυτό που νιώθω για τη Σοφία. Θα έλεγα καλύτερα ότι νιώθω ευλογημένος. Η Σοφία υπάρχει στη ζωή μου ως η απάντηση στις προσευχές μου. Είναι ένα δώρο αγάπης που αξιώθηκα και συνεχίζω να αξιώνομαι. Κάτω από αυτή την οπτική και συναισθηματική γωνία η αλληλεπίδραση αποκτά ουσία και περιεχόμενο.
Προσωπικά δίπλα της διαρκώς μαθαίνω, βελτιώνομαι, εξελίσσομαι. Όπως λέω συχνά χαριτολογώντας «όταν κοιμηθείς με κουφό, το λιγότερο θα ξυπνήσεις… βαρήκοος!»
Ποιος είναι
Ο Νίκος Γεωργόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1966. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και εργάστηκε για πολλά χρόνια ως οικονομικός αξιωματικός σε πλοία του Εμπορικού Ναυτικού.
Το 2012 έτυχε της τιμής δύο ποιήματα του («Ανυπότακτα στοιχειά» και «Πτώση») να μελοποιηθούν από τον B.DFoxmoorτων ActiveMember. Το 2015 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «τα αγαθά κόποις φλέγονται».
Την ίδια χρονιά το λογοτεχνικό περιοδικό «Εμβόλιμον» συμπεριέλαβε στην ύλη του ένα μικρό διήγημα με τίτλο «η φαλτσέτα και η τραγουδίστρια». Σήμερα ζει στην Αθήνα και εργάζεται στον χώρο της Πληροφορικής.