Είναι ένας ηθοποιός με φυσική ευγένεια, αλλά με μια στιβαρή καλλιτεχνική υπόσταση που δεν αγαπά τα πολλά λόγια . Άλλωστε “μιλά” με τις συνεργασίες και τις δουλειές που επιλέγει στο θέατρο.
Ο Γιωργής Τσαμπουράκης,με καταγωγή από την Αυγενική, έχει στο βιογραφικό του σημαντικές συνεργασίες με κριτήριο επιλογής αυτό που θα τον ωφελήσει καλλιτεχνικά και ψυχικά, όπως ο Σπύρος Ευαγγελάτος, η Λυδία Κονιόρδου και ο Bob Wilson”.
Οι καλλιτέχνες αυτοί – τονίζει μιλώντας στην ”Π” μου πρόσφεραν αυτό που αναζητούσα σε καλλιτεχνικό επίπεδο, και είμαι πραγματικά τυχερός που βρέθηκαν στον δρόμο μου. Συνήθως ωφελείσαι, όμως, αραιά και πού, όχι συνέχεια, έτσι δεν είναι; Άλλωστε, εγώ αγαπώ πολύ και τη σιωπή. Κι αυτή ωφελεί, δεν νομίζετε;”
Γι αυτό κι αντιμετώπισε την καραντίνα με υπομονή και καρτερικότητα αντιμετωπίζοντας την ως μια παράδοξη ευκαιρία για περισυλλογή και αυτοκριτική.
Μάλιστα μιλώντας για τις αλλαγες που θα φέρει η πανδημία στα ελληνικά καλλιτεχνικά πράγματα επισημαίνει χαρακτηριστικά: “Ό χώρος του θεάματος πλήττεται περισσότερο εν μέσω της πανδημίας, γιατί έγιναν φανερά τα χρόνια προβλήματά του.
Αν κάνουμε υπομονή, επιδείξουμε σύνεση και είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, τα πράγματα θα ημερεύσουν. Ας έχουμε την πίστη ότι το θέαμα δεν μπορεί να πεθάνει, γιατί είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη.
Απλώς θα οδηγηθεί και αυτό, επίσημα και όχι περιφερειακά, στην ψηφιακή εποχή”. Ο γνωστός ηθοποιός που αυτή την εποχή πρωταγωνιστεί σε ένα από τα δύο σήριαλ που ξεχώρισαν “Το κόκκινο ποτάμι’” του Μανούσου Μανουσάκη με τον οποίο έχει μια εξαιρετική συνεργασία.
Στη συνεντευξη του στην “Π” ο Γιωργής Τσαμπουράκης μιλά ακόμα για την αγαπημένη του Αυγενική, για τη σχολή Θεάτρου που δημιούργησε στο Ηράκλειο, αλλά και για τα επόμενα θεατρικά του σχέδια.
Άλλωστε, όπως λέει χαρακτηριστικά “Τώρα μπορώ να πω ότι στο θέατρο δεν εισήλθα τυχαία και ότι η κατεύθυνσή μου προς αυτό πήγαζε από μια έντονη εσωτερική επιθυμία μου γι’ αυτό”.
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΥΣΟ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
«Ο Αλί στο “Κόκκινο ποτάμι” είναι ένας θετικός ήρωας»
-Γιατί πιστεύετε ότι το κοινό δείχνει προτίμηση σε σίριαλ εποχής;
Μήπως γιατί θέλει να πολιτογραφήσει τον εαυτό του και σε άλλες εποχές και κοινωνίες, για να βρει την ταυτότητά του -και όχι μόνο την εθνική; Πιθανό φαίνεται.
-Πώς προέκυψε ο ρόλος του Τούρκου Αλί και πώς τον προσεγγίσατε δεδομένης της όλης ατμόσφαιρας, αφού το σίριαλ μιλά για τη γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού;
Ο Αλί δεν ήταν ο Τούρκος όπως συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε τον όρο με την εθνική ακρότητα που κάποτε-κάποτε ή/και συχνά μας χαρακτηρίζει.
Ήταν κρυπτοχριστιανός, συναισθηματικός, με διάφανο πρόσωπο και καθαρά μάτια, μανιακός με την αγάπη και την προσφορά, ατυχής και μοιραία προκαθορισμένος να πεθάνει υπερασπιζόμενος αυτήν του την τάση ως επιλογή.
Ήταν ένας θετικός ήρωας μέσα στο έργο, γι’ αυτό και έτυχε να τον βρει ο θάνατος από τον ίδιο εχθρό που καταδίωκε και τον ποντιακό λαό.
-Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Μανούσο Μανουσάκη;
Εξαιρετική. Είναι ένας άνθρωπος με απαστράπτουσα ευγένεια, δυνατό κριτήριο, έξυπνο βλέμμα στα πνευματικά πράγματα, επαγγελματισμό και τεράστια καλλιτεχνική ουσία.
“Η καραντίνα ήταν μια παράδοξη ευκαιρία για περισυλλογή και αυτοκριτική”
-Κύριε Τσαμπουράκη, πώς βιώσατε τον εγκλεισμό και την καραντίνα;
Νομίζω όπως όλος ο κόσμος, με καρτερικότητα και υπομονή. Θα έλεγα ότι ήταν μια παράδοξη ευκαιρία για περισυλλογή και αυτοκριτική.
-Ο πολιτισμός είναι ένας από τους τομείς που πλήττεται ιδιαιτέρως. Μάλιστα δημιουργήθηκε το κίνημα «Support art workers». Η πανδημία επηρέασε τη δική σας δουλειά και σε ποιον βαθμό;
Ο παγκόσμιος πολιτισμός πλήττεται γιατί η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη για «νέους τρόπους έκφρασης», όπως έλεγε και ο Τσέχοφ στον Γλάρο του.
Οι περισσότερες, όμως, χώρες, μεταξύ άλλων και η δική μας, δεν ήταν έτοιμες να δεχθούν ούτε πως μια επανάσταση στον χώρο των τεχνών δεν έρχεται μόνο από τους ανθρώπους και τις κοινωνίες ούτε πως ο πολιτισμός είναι και αποτέλεσμα διαχείρισης κρίσεων.
Η πρόκληση είναι αυτό ακριβώς. Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά πράγματα, ο χώρος του θεάματος πλήττεται περισσότερο εν μέσω της πανδημίας, γιατί έγιναν φανερά τα χρόνια προβλήματά του. Αν κάνουμε υπομονή, επιδείξουμε σύνεση και είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, τα πράγματα θα ημερεύσουν.
Ας έχουμε την πίστη ότι το θέαμα δεν μπορεί να πεθάνει γιατί είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη. Απλώς θα οδηγηθεί και αυτό, επίσημα και όχι περιφερειακά, στην ψηφιακή εποχή.
-Συμμετέχετε σε μια από τις δύο σειρές που ξεχώρισαν φέτος στο τηλεοπτικό τοπίο, στο «Κόκκινο ποτάμι». Είχατε σταματήσει κι εσείς λόγω κοροναϊού. Η συμμετοχή σας όμως στο σίριαλ ήταν για σας μια δικλείδα ασφαλείας σε όλο αυτό το κλίμα της ανασφάλειας;
Η δική μας ανασφάλεια στο «Κόκκινο ποτάμι» ήταν της ίδιας τάξης με όλων των ανθρώπων των οποίων επλήγησαν τα εισοδήματα και οι δραστηριότητες. Κανένας δεν ήταν σε καλύτερη ή/και ασφαλέστερη θέση, άλλωστε ούτε τα δικά μας γυρίσματα είχαν ολοκληρωθεί.
Το γεγονός ότι το επάγγελμά μας βασίζεται στην επικοινωνία μεταξύ των συναδέλφων θα μπορούσε να μας κάνει περισσότερο ανασφαλείς, αλλά δεν μας έκανε ούτε περισσότερο ανασφαλείς ούτε λιγότερο ασφαλείς, γιατί το τηλεοπτικό κοινό ήταν τότε -και λογικά – περισσότερο προσανατολισμένο σε… άλλα τηλεοπτικά προγράμματα, κυρίως στις έξι κάθε απόγευμα.
Αν τώρα εννοείτε ότι θα έπρεπε να αισθάνομαι πιο ασφαλής επειδή η τηλεόραση δεν έχει τόση άμεση επαφή με το κοινό, όπως συμβαίνει στο θέατρο, ούτε και πάλι αυτό ισχύει, γιατί όπως διακόπηκαν οι παραστάσεις έτσι διακόπηκαν και οι προβολές των επεισοδίων. Η μόνη ασφάλεια, και μας είπαν και θεωρήσαμε, ήταν να μείνεις σπίτι σου «ασφαλής», βλέποντας επαναλήψεις και παραστάσεις αρχείου, στο οποίο επιδοθήκαμε λίγο-πολύ όλοι μας. Επιδοθήκαμε όλοι μας στην Εκπαιδευτική τηλεόραση, για την ακρίβεια στον «Εκπαιδευτικό υπολογιστή».
Αγαπώ το χωριό του πατέρα μου,
την Αυγενική. Θυμάμαι να
περνάω με τη γιαγιά μου τα καλοκαίρια,
ήταν το καταφύγιό μου. Ήταν μια
μαγική για μένα εκείνη η εποχή
Γιατί δεν έμεινε στην Κρήτη, όπου μετακόμισε οικογενειακώς την εποχή της κρίσης
-Ποιος είναι ο τόπος καταγωγής σας;
Είμαι Κρητικός στην καταγωγή, αλλά έχω γεννηθεί στη Γερμανία, στο Ντίσελντορφ. Ζω και δραστηριοποιούμαι στην Αθήνα. Πολλοί τόποι, πολλές ταυτότητες, καταλαβαίνετε…
-Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις που έχετε από το νησί μας;
Αγαπώ το χωριό του πατέρα μου, την Αυγενική Ηρακλείου. Θυμάμαι να περνάω με τη γιαγιά μου τα καλοκαίρια, ήταν το καταφύγιό μου. Ήταν μια μαγική για μένα εκείνη η εποχή.
– Για κάποιο διάστημα, μέσα στην οικονομική κρίση, μετακομίσατε με την οικογένειά σας στην Κρήτη. Γιατί δεν έγινε μόνιμη κατοικία σας, όπως ήταν η αρχική σας πρόθεση;
Για επαγγελματικούς λόγους, που προέκυψαν εκτάκτως. Και πάλι όμως δεν μου λείπει η Κρήτη, γιατί την επισκέπτομαι πολύ συχνά και για επαγγελματικές υποχρεώσεις, και λόγω της ενασχόλησής μου με την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης «Νότος» και για αναψυχή.
«Ο Νότος” είναι μια Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης κι ένα σοβαρό βήμα σ’ ό,τι αφορά τον επαγγελματισμό»
“Ιδρύσαμε πριν από μερικά χρόνια με τις συνεργάτιδές μου Αντιγόνη και Μαρία Ανδρεαδάκη και τη σκηνογράφο Άννα Μαχαιριανάκη την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης «Νότος».
Κάναμε, θεωρώ, ένα σοβαρό βήμα σε ό,τι αφορά τον επαγγελματισμό στον τομέα του θεάτρου στον ελληνικό νότο.
Παρά τις πολλές δυσκολίες να μεταφέρουμε το μήνυμα της χρησιμότητας της Σχολής μας στο τοπικό περιβάλλον, σήμερα μπορούμε να είμαστε περήφανοι που μας προσεγγίζει το ανθρώπινο δυναμικό της Κρήτης που πιστεύει στο θέατρο και στις αρετές του. Εμείς προσπαθούμε, με ό,τι μέσο διαθέτουμε –εμπειρία, καλλιτεχνικότητα, πνευματικότητα, αγάπη για την τέχνη και τον ανθρωπισμό– να αποφοιτήσουν σημαντικοί και ευγενείς ηθοποιοί και άνθρωποι από τον εκπαιδευτικό και καλλιτεχνικό μας οργανισμό.
Αγαπώ πολύ και τη σιωπή.
Κι αυτή ωφελεί, δεν νομίζετε;
«Τώρα μπορώ να πω ότι στο θέατρο δεν εισήλθα τυχαία, αλλά από μια έντονη εσωτερική επιθυμία»
-Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να ακολουθήσετε τη συγκεκριμένη πορεία στον χώρο της τέχνης;
Η αναζήτηση του εαυτού μου και της αληθινής εικόνας μου, αλλά και μιας οργανικής θέσης μέσα στο θέατρο. Τώρα μπορώ να πω ότι στο θέατρο δεν εισήλθα τυχαία και ότι η κατεύθυνσή μου προς αυτό πήγαζε από μια έντονη εσωτερική επιθυμία μου γι’ αυτό.
-Θεατρικά, κοιτώντας κάποιος το βιογραφικό σας, βλέπει αξιόλογες δουλειές και συνεργασίες, με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, τη Λυδία Κονιόρδου, τον Bob Wilson και άλλους. Ποιες είναι οι βασικές κατευθύνσεις που ακολουθείτε για να επιλέξετε τις συνεργασίες σας;
Συνηθίζω να επιλέγω αυτό που θα με ωφελήσει καλλιτεχνικά και ψυχικά. Οι καλλιτέχνες που αναφέρατε μου πρόσφεραν αυτό που αναζητούσα σε καλλιτεχνικό επίπεδο, και είμαι πραγματικά τυχερός που βρέθηκαν στον δρόμο μου. Συνήθως ωφελείσαι, όμως, αραιά και πού, όχι συνέχεια, έτσι δεν είναι; Άλλωστε, εγώ αγαπώ πολύ και τη σιωπή. Κι αυτή ωφελεί, δεν νομίζετε;
Συμμετείχατε και στην παράσταση της «Οδύσσειας» σε σκηνοθεσία του Robert Wilson. Τι κρατάτε και τι θυμάστε απ’ αυτήν τη συνεργασία;
Θυμάμαι την καλλιτεχνική αύρα του Bob Wilson, ενός ευγενούς ανθρώπου που έκανε παρατηρήσεις καίριες και έδινε χρώμα, φως και ύλη στο άψυχο. Η συνεργασία μου μαζί του ήταν ένα όνειρο ζωής.
-Σε μια συνέντευξή σας είχατε αναφέρει ότι διατηρείτε ένα μαγαζί εστίασης στα Άνω Πετράλωνα. Πώς προέκυψε;
Μου αρέσει το επιχειρείν γενικά…
-Παρά την κρίση λόγω ιού ποια είναι τα καλλιτεχνικά σχέδιά σας;
Κοροναϊού επιτρέποντος, θα ερμηνεύσω τον ρόλο που έπαιξε ο Αλέκος Αλεξανδράκης στην ταινία «Συνοικία το όνειρο» το 1961. Την ταινία διασκευάζει για το θέατρο ο Σωτήρης Χατζάκης, ο οποίος και σκηνοθετεί την παράστασή μας.
Το σενάριο είναι του Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά, και η παράσταση θα ανέβει το φθινόπωρο στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στην Αθήνα, με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
Η παράσταση θα πλαισιωθεί από ιδιαίτερα σημαντικούς καλλιτέχνες. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σε σχέση με την εποχή σχέδιο, που το αποδεικνύει τουλάχιστον ο πολυμελής θίασος της παράστασης.