-
Γιατί στις μέρες μας οι άνθρωποι επιστρέφουν στις βεγγέρες;
-
Γιατί προσπαθούν να ξεφύγουν από τον κόσμο της “εμφιαλωμένης” διασκέδασης;
-
Τι ανάγκες καλύπτουν όταν κάθονται όλοι μαζί σ’ ένα μεγάλο τραπέζι για να μοιραστούν το φαγητό τους;
Μας εξηγεί ο κ. Γιάννης Ζαϊμάκης, καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου.
Ερ.: Η συντροφικότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη πόσο βοηθάει τους ανθρώπους πέρα από το πρακτικό επίπεδο; Πόσο σημαντικό είναι να ξέρουμε ότι έχουμε γύρω μας ανθρώπους που μπορούμε να μιλήσουμε, να κάνουμε παρέες, να αλληλοϋποστηριχθούμε σε απλά, ή πιο σύνθετα θέματα;
Απ.: Η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη είναι στοιχεία που εντοπίζουμε σε όλους τους πολιτισμούς, είναι αξιακά πρότυπα και μορφές συμπεριφοράς που ενισχύουν τους κοινωνικούς δεσμούς, την κοινωνική συνοχή και το αίσθημα του συνανήκειν σε μια μικρο-κοινωνία.
Πρόκειται για ποιότητες κοινωνικής συμβίωσης που είναι απαραίτητες στις σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες έχουν διαβρωθεί από τη μανία της κατανάλωσης, τη δίψα της ατομικής διάκρισης και τον ατομοκεντρισμό. Αν θέλουμε να αξιολογούμε την εξέλιξη της κοινωνίας με όρους ποιότητας ζωής και ανθρώπινης ευτυχίας, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη είναι δύο δείκτες που πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη.
Ερ.: Το γεγονός ότι επανήλθαν οι βεγγέρες σε κάποιες γειτονιές και οι γείτονες στρώνουν τραπέζια και μοιράζονται το φαγητό τους, (κάτι που συνέβαινε παλαιότερα, κυρίως στα χωριά) πώς σας φαίνεται; Πώς εξηγείται αυτή την ανάγκη και ποιο κενό καλύπτει στις μέρες μας; Το θεωρείτε καλό να επεκταθεί και γιατί;
Απ.: Οι βεγγέρες και άλλες μορφές κοινωνικής συμβίωσης επανέρχονται ως μια από τα κάτω απάντηση της κοινωνίας στην αδυναμία των οργανωμένων μορφών εξουσίας να καλύψουν βασικές υλικές και κυρίως, πνευματικές ανάγκες των πολιτών.
Αυτές οι “πολιτικές των κοινών” στην καθημερινή μας ζωή επαναφέρουν πρότυπα προκαπιταλιστικών κοινωνιών στις οποίες η επιβίωση βασιζόταν στη διαρκή συνεργασία, τη συνέργεια, την επινοητικότητα και τη δημιουργικότητα στο επίπεδο της κοινότητας, ήταν μορφές συλλογικής δράσης που εμπεριείχαν στοιχεία κοινοτικής αλληλεγγύης, όχι με τη μορφή της φιλανθρωπίας αλλά με τη λογική του εξισωτισμού και της οριζόντιας σχέσης αλληλοαποδοχής.
Η σημερινή στροφή σε αυτές τις κοινωνικές πρακτικές του παρελθόντος φαίνεται να συνάδει με τη δίψα του κατακερματισμένου υποκειμένου της νεωτερικής κοινωνίας να βρίσκει καταφύγια κοινότητας για να απαντήσει στα αισθήματα ανασφάλειας, απομόνωσης και αποκλεισμού που διαμορφώνει η σύγχρονη ανταγωνιστική κοινωνία.
Σε κάποιο βαθμό αποτελούν και μια απάντηση στην κρίση του πολιτικού μας συστήματος και στην πεποίθηση, ολοένα και περισσότερων πολιτών, πως δεν έχουμε ανάγκη άλλους ήρωες και σωτήρες και πως οι άνθρωποι δεν είναι τελικά “το πρόβλημα αλλά η λύση στο πρόβλημα”.
Προφανώς αυτές οι πρακτικές μάς φέρνουν ξανά στο προσκήνιο βαθύτερα αιτήματα και υπαρξιακές αγωνίες και θέτουν προβληματισμούς για να σκεφτούμε εναλλακτικά μοντέλα κοινωνιών που υπερβαίνουν τις λογικές της μονοδιάστατης οικονομικής ανάπτυξης που έχει στο επίκεντρό του τον άνθρωπο-επιχείρηση, τον πολίτη της καριέρας και της συνεχούς παραγωγικότητας.
Πιστεύω πως τέτοιες μορφές συλλογικής δράσης πρέπει να ενισχυθούν και να αποτελέσουν εφαλτήρια για την αναζήτηση τρόπων ζωής που δίνουν νόημα στην καθημερινότητά μας και μας φέρνουν κοντά σε πρακτικές κοινωνικής συμβίωσης και επικοινωνίας που δεν ενσωματώνονται στον αγοραίο κόσμο της εμφιαλωμένης διασκέδασης.