Ειδικότερα, ο κ. Κεφαλογιάννης απέδωσε τα κενά που καταγράφηκαν φέτος στις στρατιωτικές σχολές στον οικονομικό παράγοντα, «δεδομένης και της αύξησης του κόστους ζωής» και στο γεγονός ότι «οι νέοι και οι νέες μας που -ενώ θα ήθελαν δεν επιλέγουν τις στρατιωτικές σχολές των αξιωματικών και των υπαξιωματικών- είναι σε θέση πια να κάνουν προβολή στο μέλλον τη ζωή τους σε μια σειρά από καταστάσεις, από τις συνθήκες εργασίας, τη μέριμνα γι’ αυτούς και την οικογένειά τους, τη στρατιωτική και ακαδημαϊκή τους εξέλιξη. Πρόκειται για ζητήματα που πρέπει να τα ξαναδούμε και -το κυριότερο ίσως- πρέπει να τα επικοινωνήσουμε αφενός με τον κατάλληλο τρόπο αφετέρου μέσα από τα κατάλληλα μέσα επικοινωνίας. Οι Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται τους καλύτερους και πρέπει να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τους κερδίσουμε».
Για την πρόσφατη τουρκική προκλητικότητα νότια της Κάσου και της Καρπάθου, με την παρουσία πέντε πολεμικών πλοίων, ο υφυπουργός σχολίασε ότι «αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από το περιστατικό της Κάσου είναι ότι ασκήσαμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα ολοκληρώνοντας την έρευνα για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου όχι μόνο στα χωρικά μας ύδατα, αλλά και στα διεθνή ύδατα της ελληνικής ΑΟΖ. Χάρη στους διπλωματικούς διαύλους επικοινωνίας που έχουμε εγκαταστήσει, στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου, υπήρξε, ωστόσο, άμεση εκτόνωση της έντασης.
Με αφορμή, δε, τη σταθερη επιθετική ρητορική της γείτονος, ο Κεφαλογιάννης επανέλαβε «δεν έχουμε αυταπάτες. Υπάρχουν πεπερασμένα όρια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα οποία προσδιορίζονται από τις θεμελιώδεις διαφορές μας στα ζητήματα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Γνωρίζουμε καλά ότι η άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων επί του πεδίου αποτελούν ευκαιρίες για παρόμοια “statements” προβολής ισχύος από την πλευρά της Τουρκίας. Η ελληνική διπλωματία και οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι προϊδεασμένες και απολύτως έτοιμες για την αντιμετώπιση τέτοιων προκλήσεων. Όλες οι καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση με βασικό γνώμονα τα συμφέροντα της χώρας και χωρίς την παραμικρή υποχώρηση από τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».
Όσον αφορά τη διάθεση στρατιωτικών γιατρών για την κάλυψη της «υποστελέχωσης πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δομών υγείας του ΕΣΥ», ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας γνωστοποίησε ότι «χωρίς να διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία των μονάδων έχουμε διαθέσει τον τελευταίο χρόνο 28 οπλίτες ιατρούς σε ισάριθμες δομές πρωτοβάθμιας υγείας ανά τη χώρα. Επιπλέον, 25 οπλίτες ιατροί συνδυάζουν τον τελευταίο χρόνο τη στρατιωτική τους θητεία με την υπηρεσία υπαίθρου και έχουν τοποθετηθεί σε δομές κυρίως μικρών νησιών που διαχρονικά δεν υπάρχει ζήτηση. Περισσότεροι από 60 ειδικοί ιατροί όλων των ειδικοτήτων έχουν διατεθεί για την κάλυψη αναγκών των νοσοκομείων του ΕΣΥ, από την Ξάνθη και τη Δράμα μέχρι την Κέρκυρα και την Κω, ενώ άλλα 180 περίπου στελέχη έχουν διατεθεί στις επτά Υγειονομικές Περιφέρειες της χώρας για τις ανάγκες του ΕΚΑΒ».
Σχετικά με τον χρόνο εφαρμογής της εθελοντικής στράτευσης των γυναικών ανήγγειλε την έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης με ορίζοντα το τέλος του έτους «για την προκήρυξη ειδικών προγραμμάτων θητείας που συνδυάζουν προπτυχιακή και μεταπτυχιακή φοίτηση στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα με στρατιωτική εκπαίδευση. Τα προγράμματα αυτά απευθύνονται τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες και στοχεύουν στην προσέλκυση νέων επιστημόνων που θα μεταφέρουν επ’ αμοιβή τεχνογνωσία σε μονάδες/υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων σε αντικείμενο και ειδικότητες συναφείς με τις σπουδές τους».
Για τη Διοίκηση Κατασκευών και Αντιμετώπισης Φυσικών Καταστροφών (ΔΙ.Κ.Α.Φ.ΚΑ), ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας ανέφερε ότι πρόκειται για μία νέα διοικητική δομή, η οποία ενεργοποιεί υφιστάμενες μονάδες με σκοπό «να εκμηδενίσουμε τον χρόνο απόκρισής μας σε συμβάντα πολιτικής προστασίας και δεύτερο να βελτιστοποιήσουμε τη συνδρομή μας».
Τέλος, σχολιάζοντας τις αιτιάσεις ότι με αυτόν τον τρόπο οι Ένοπλες Δυνάμεις μετατρέπονται σε δυνάμεις πολιτικής προστασίας, ο κ. Κεφαλογιάννης τόνισε ότι «η αυξητική τάση του πλήθους, της έντασης και της έκτασης των φυσικών καταστροφών απαιτούν να αναθεωρήσουμε όχι τον ρόλο αλλά τον τρόπο συνδρομής των Ενόπλων Δυνάμεων στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Οι οργανωτικές και επιχειρησιακές αλλαγές (σ.σ. η ΔΙΚΑΦΚΑ) δεν υποκαθιστούν την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων εμπλοκής των Ενόπλων Δυνάμεων, εμπλοκή η οποία διατηρεί τον επικουρικό της χαρακτήρα. Όταν η πατρίδα χρειάζεται την εμπειρία, τον επαγγελματισμό, την τεχνογνωσία και την αποτελεσματικότητα και των Ενόπλων Δυνάμεων, αυτές δεν μπορούν να παραμείνουν αμέτοχες. Σκεφτείτε να απαντούσαμε στους συμπολίτες μας στη Θεσσαλία που καταστράφηκαν από τον “Daniel” ότι δεν θα τους συνδράμουμε γιατί αυτό δεν εμπίπτει στην αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων. Ας σοβαρευτούμε».