Δύσκολο αναμένεται το φετινό φθινόπωρο σε σχέση με τις ανατιμήσεις που αναμένονται σε μια σειρά από βασικά αγαθά, αλλά και με τις τιμές καυσίμων και ενέργειας, οι οποίες ήδη προκαλούν πονοκέφαλο σε επιχειρηματίες και ιδιώτες.
Ήδη στην καθημερινότητα των πολιτών έχουν φανεί μια σειρά ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα, όπως είναι το λάδι, το ρύζι, η ζάχαρη, τα αλλαντικά και τα υγρά καύσιμα. Στα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα ωστόσο φαίνεται πως οι τιμές δεν έχουν πιάσει «ταβάνι» αφού τόσο οι ελλείψεις που υπάρχουν σε κάποια ήδη, όσο και οι πιέσεις των λεγόμενων «ισχυρών», δημιουργούν ένα πολύ αρνητικό μίγμα για την κοινωνία και τους πολίτες που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν ακόμα και βασικά έξοδα καθημερινότητας.
Όπως έχει ήδη πει ο πρόεδρος του Επιστημονικού Σωματείου Logistics Νεκτάριος Κανακαράκης, αναμένονται πρόσθετες αυξήσεις στο ρύζι, που συνολικά θα αγγίξουν το 5%, αυξήσεις στη ζάχαρη και τα αλλαντικά, ενώ οι αυξήσεις στα φυτικά έλαια θα αγγίξουν το 15%.
Η μεγαλύτερη αναλογικά αύξηση που παρατηρείται είναι αυτή της τιμής του ελαιολάδου, η οποία στην ευρωπαϊκή αγορά τουλάχιστον έχει εκτοξευθεί κατά 30% έως και 33% λόγω της τεράστιας έλλειψης ποσοτήτων που παρατηρείται συνολικά.
Παρήγορο είναι το γεγονός πως μετά τις 16 Αυγούστου παρατηρήθηκε μια σχετική συγκράτηση τιμών, μετά από μια κούρσα ανόδου ωστόσο στα άλευρα.
Αντίστοιχες είναι οι αυξήσεις και στα καύσιμα, με την τιμή της απλής αμόλυβδης βενζίνης να διαμορφώνεται σταθερά πάνω από τα 2 ευρώ ανά λίτρο για την Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου, ενώ την αμόλυβδη 98 οκτανίων ή 100 να εκτοξεύονται έως και πάνω από τα 2.3 ευρώ ανά λίτρο, ανάλογα με την εταιρία.
«Τους τελευταίους δύο μήνες δεν έχει υπάρξει ούτε μία ημέρα που να έχουμε μείωση τιμής» αναφέρει με δηλώσεις του ο πρόεδρος του Συλλόγου Πρατηριούχων Ηρακλείου κ. Λυκούργος Σαμόλης, ο οποίος και προσθέτει:
«Τώρα σε μία εβδομάδα είδαμε μια αύξηση της τάξεως των 7 δολαρίων στο αργό πετρέλαιο, με το brend να διαμορφώνεται στα 90 δολάρια το βαρέλι, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για ακραίες αυξήσεις μέσα στο χειμώνα».
Αυτή η εξέλιξη προβληματίζει και αναφορικά με την έναρξη τιμής πώλησης του πετρελαίου θέρμανσης, σε έναν χειμώνα μάλιστα, που σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, δεν αναμένεται καθόλου ήπιος για την Ελλάδα και την Κρήτη.
Είναι προφανές πως οι διεθνείς πιέσεις θα κινηθούν προς την κατεύθυνση αυξήσεων των τιμών, ωστόσο η πολλή χαμηλή ζήτηση σε συνδυασμό με τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν την περσυνή χρονιά συνηγορούν στο γεγονός πως θα υπάρξει μια στοιχειώδεις έστω, συγκράτηση τιμών.
«Είναι πολύ νωρίς για να πούμε ακόμα τι θα γίνει με το πετρέλαιο, αλλά αν η διάθεση του άρχιζε αύριο, για παράδειγμα, η τιμή του θα ήταν πολύ υψηλή» αναφέρει ο κ. Σαμόλης προσθέτοντας:
«Περιμένουμε τις εξελίξεις και το πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση.
Προς το παρόν, παρά τις υψηλές τιμές κίνηση υπάρχει, ίσως διότι είναι ακόμα καλοκαίρι και δεν έχουν αρχίσει τα μεγάλα έξοδα. Ευχόμαστε όμως να υπάρξει κάποια αποκλιμάκωση διότι είμαστε δύο μήνες τώρα που δεν έχουμε δει ούτε μία ελάχιστη μείωση στις τιμές».
Αντίστοιχες ανησυχίες υπάρχουν και αναφορικά με τις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας για τον χειμώνα, με τους ειδικούς να ισχυρίζονται ότι θα υπάρχουν αυξομειώσεις, οι οποίες θα κινηθούν σε ένα λογικό πλαίσιο όμως τόσο ως προς τις αυξήσεις όσο και ως προς τις μειώσεις.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τους λογαριασμούς των νοικοκυριών, ο χειμώνας σε γενικές γραμμές εκτιμάται να είναι στα ίδια με τα τωρινά επίπεδα. Η κιλοβατώρα όμως δεν θα επιστρέψει σε εκείνα τα επίπεδα της άνοιξης του 2021.
Με βάση τις εκτιμήσεις των ειδικών, επειδή η Ευρώπη παραμένει ευάλωτη λόγω της έλλειψης ποσοτήτων του ρωσικού αερίου, οι τιμές δεν πρόκειται να μετακινηθούν από τα 30 έως 50 ευρώ τη μεγαβατόρα.
Για τον επερχόμενο χειμώνα, η εκτίμηση είναι πως σε γενικές γραμμές η Ευρώπη δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα επάρκειας ενεργειακού εφοδιασμού αλλά ούτε και ζήτημα αυξημένων ενεργειακών τιμών πάντως.
Αναφορικά με το φυσικό αέριο, η αποθήκευση στην Ευρώπη βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας πενταετίας, ενώ οι αποθήκες είναι ήδη σχεδόν πλήρως γεμάτες.
Με δεδομένες μάλιστα τις διεθνείς συνθήκες και τη μειωμένη ζήτηση, εκτιμάται ότι η τιμή στη συγκεκριμένη αγορά θα παραμείνει κοντά στα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις προβληματίζουν έντονα κυβέρνηση και καταναλωτές, με την κυβέρνηση να αναζητά τις λύσεις σε διάφορες μορφές pass και τους καταναλωτές να αναζητούν τη «χρυσή τομή» στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούν στοιχειωδώς να διαχειρίζονται τα αυξημένα έξοδά τους.