Η δημοσιογραφία της απάτης, η δημοσιογραφία του εντυπωσιασμού, η δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας, της τρομολαγνίας, της παραπλάνησης, του χρηματισμού, του εκβιασμού, της διαπόμπευσης.
“Γιατί ένα ζεστό, καλοκαιρινό βράδυ του 2015 τόσες πολλές χιλιάδες άνθρωποι φώναξαν μαζικά το σύνθημα “Αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι”; Και γιατί τα ελληνικά ΜΜΕ συγκεντρώνουν τον πιο χαμηλό δείκτη εμπιστοσύνης ανάμεσα σε 38 χώρες παγκοσμίως;
Οι 20 + 1 ιστορίες επιχειρούν μερικές απαντήσεις. Τις συναντάμε στις άθλιες διαπομπεύσεις οροθετικών γυναικών. Στον πατέρα που αυτοκτόνησε μετά τις αβάσιμες κατηγορίες τηλεοπτικής εκπομπής ότι βίασε την κόρη του. Στους 14 ανύποπτους πολίτες που πληροφορήθηκαν από εφημερίδα πως είναι τρομοκράτες.
Στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ πολέμου που μεταδόθηκαν από μια ειρηνική περιοχή. Στον “αυριανισμό” που χαρακτήριζε τον Μάνο Χατζιδάκι “σκουλικιασμένο τομάρι”. Στα κατασκευασμένα ρεπορτάζ για γεγονότα που δεν συνέβησαν.
Στον αφανισμό προσωπικών ζωών για χάρη της τηλεθέασης. Στα πτώματα των πρώτων σελίδων. Στα fake news που διαδόθηκαν από ΜΜΕ και κατέβασαν ανθρώπους στους δρόμους.
Στους δημοσιογράφους εκβιαστές και σε άλλους που προώθησαν την ομοφοβία και τον ρατσισμό. Στη σύλληψη της “τρομοκράτισσας” που προανήγγειλαν κανάλια χωρίς να είναι καν ύποπτη. Στους “τηλεβιασμούς” κατ’ εξακολούθηση. Στην αγωνία καναλαρχών να στηρίξουν με κάθε τρόπο τις πολιτικές τους επιλογές” αναφέρεται στην παρουσίαση του οπισθόφυλλου.
Ο δημοσιογράφος Γιάννης Παντελάκης ένιωσε την ανάγκη να γράψει ένα βιβλίο για τη “χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας”, 20+1 ιστορίες κιτρινισμού και του έκανε εντύπωση η μεγάλη αποδοχή που είχε το βιβλίο του από τους ίδιους τους δημοσιογράφους.
“Δύσκολα οι δημοσιογράφοι γράφουν και λένε καλά λόγια για συναδέλφους τους και επιπλέον με το βιβλίο αγγίζω ένα θέμα που θίγει πολλούς εκπροσώπους του κλάδου, αφού όλες οι ιστορίες που κατέγραψα μετά από έρευνα 2 ετών έχουν ονοματεπώνυμα” αναφέρει.
Ο Γιάννης Παντελάκης, ο οποίος φωτίζει ιστορίες δημοσιογραφικής αγριότητας, που διέσυραν ανθρώπους με περιορισμένες δυνατότητες άμυνας οδηγώντας τους στον εξευτελισμό ακόμη και σε αυτοκτονίες, τονίζει ότι δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι.
“Η δημοσιογραφία είναι μια υπέροχη δουλειά και η κακοποίηση δεν προέρχεται παρά από λίγους συναδέλφους” λέει στη συνέντευξή του στην “Π” με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου από τις εκδόσεις “Θεμέλιο”.
-Σε τι ηλικία και γιατί αποφασίσατε να γίνετε δημοσιογράφος;
“Από σχετικά μικρή ηλικία σκεφτόμουν δυο πράγματα: ή να ταξιδεύω με καράβια ή να γράφω. Δεν ήξερα τι, αλλά να γράφω. Είχα μια μικρή περιπέτεια με το πρώτο, τελικά διάλεξα το δεύτερο.
Μπήκα σε μια Σχολή Δημοσιογραφίας και πριν την τελειώσω άνοιγε μια εφημερίδα. Ένας εξαιρετικός δημοσιογράφος της εποχής, ο Κάρολος Μπρούσαλης, που δίδασκε στη σχολή, με επέλεξε μαζί με μερικούς άλλους για μια νέα εφημερίδα. Κάπως έτσι μπήκα στο χώρο. Ήμουν 22 ή 23 χρόνων”.
-Ποιοι ήταν οι άνθρωποι που διαμόρφωσαν την πορεία σας σ’ αυτή τη δουλειά και τι μάθατε από αυτούς;
“Χρωστάω πολλά σε πολλούς ανθρώπους. Σίγουρα ένας από αυτούς ήταν ο Μπρούσαλης, ακόμα ο Σ. Απέργης, ο Αρ. Μανωλάκος, ο Γ. Βότσης από τους παλαιότερους και αρκετοί απο τους νεότερους. Αυτό που έμαθα απο τα πρώτα χρόνια και μάλλον το πιο σημαντικό, ήταν πως οι δημοσιογράφοι πρέπει να βρίσκονται απέναντι από την εξουσία, να την ελέγχουν και σε καμιά περίπτωση να μην βαδίζουν μαζί με αυτήν”.
-Εκείνα τα χρόνια ήταν ένα επάγγελμα με αίγλη; Οι άνθρωποι σέβονταν τους δημοσιογράφους;
“Η κοινωνία ειχε καλή εικόνα για μας. Αυτή άρχισε ν’ αλλοιώνεται σιγά-σιγά ιδιαίτερα με την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Για την πλειονότητα των πολιτών η υπογραφή σε μια εφημερίδα που είχε κύρος και αξιοπιστία αντικαταστάθηκε απο δημοσιογράφους της τηλεόρασης, οι οποίοι και λόγω του έντονου ανταγωνισμού αλλά και των παρεπόμενων οφελημάτων (όπως οι μεγάλες οικονομικές απολαβές) έκαναν τα πάντα για να διατηρήσουν μια θέση στον τηλεοπτικό χάρτη. Φυσικά ήταν λίγοι αυτοί -η πλειονότητα των συναδέλφων έκανε καλά τη δουλειά της- αλλά αυτοί οι λίγοι συντέλεσαν στη δημιουργία μιας αρνητικής εικόνας για το σύνολο”.
Περισσότερες πηγές, χειρότερη η πληροφόρηση
-Από τότε που εσείς μπήκατε στον κόσμο της δημοσιογραφίας μέχρι σήμερα τι έχει αλλάξει δραματικά και πώς φτάσαμε στο «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι;»
“Στον χώρο των media έχουν συμβεί θεαματικές αλλαγές. Μέχρι το 1989-90 μοναδικές πηγές πληροφόρησης ήταν οι εφημερίδες και η δημόσια ραδιοτηλεόραση. Σήμερα έχουν προστεθεί πολλά επιπλέον Μέσα, με το διαδίκτυο πια να κυριαρχεί.
Στη διάρκεια αυτών των αλλαγών όχι μόνο με ευθύνη των δημοσιογράφων (αλλά και των πολιτικών εξουσιών που έδωσαν σε πανίσχυρους εκδότες της εποχής τις άδειες για τηλεοπτικά κανάλια δημιουργώντας μια υπερσυγκέντρωση των Μέσων στα χέρια λίγων) δημιουργήθηκε μια χαοτική κατάσταση, η οποία απαξίωσε το επάγγελμα σε σημαντικό βαθμό.
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους είναι ότι δεν φροντίσαμε εμείς οι ίδιοι να βάλουμε στο περιθώριο αυτούς τους λίγους που δυσφημούσαν το επάγγελμα.
Η πολύπλευρη κρίση των τελευταίων χρόνων ήρθε να δώσει ενός είδους χαριστική βολή, αφού σε σημαντικό βαθμό στα ΜΜΕ είχε δημιουργηθεί μια ‘’φούσκα’’.
Πολλές εφημερίδες με κυκλοφορίες εξαιρετικά χαμηλές, τηλεοπτικοί σταθμοί που εξυπηρετούσαν διάφορες σκοπιμότητες και τα τελευταία χρόνια διαδικτυακοί τόποι ενημέρωσης που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια με άγνωστους τους τρόπους οικονομικής επιβίωσης και χωρίς την τήρηση στοιχειωδών κανόνων δεοντολογίας. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως ενώ σήμερα οι πολίτες εχουν απείρως περισσότερες πηγές πληροφόρησης, αυτή δεν είναι καλύτερης ποιότητας απ’ ό,τι κάποια χρόνια πριν.
Αυτή η ‘’μολυσμένη ενημέρωση’’, όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Ραμονέ, ιστορικός διευθυντής της Μοντ Ντιπλοματίκ, δεν περιορίζεται μόνο στη χώρα μας αλλα σχεδόν παντού. Τα fake news απειλούν την ίδια τη Δημοκρατία”.
-Γιατί αποφασίσετε να γράψετε αυτό το βιβλίο με ονοματεπώνυμα;
“Ένας λόγος είναι για να πω οτι οι δημοσιογράφοι δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης ειναι συγκεκριμένοι και έχουν ονοματεπώνυμο. Ένας δεύτερος, να προσπαθήσω να βάλω ένα λιθαράκι για να ξεκινήσει μια συζήτηση για το τι δημοσιογραφία έχουμε και τι θέλουμε”.
Ιστορίες ντροπής και αγριότητας
-Ποιες είναι για εσάς οι χειρότερες ιστορίες ντροπής για την ελληνική δημοσιογραφία;
“Είναι πολλές και οι πιο σημαντικές κατά τη γνώμη μου περιλαμβάνονται στο βιβλίο, ωστόσο οι χειρότερες θεωρώ πως είναι αυτές ιδιαίτερα που διασύρουν ανθρώπους με περιορισμένες δυνατότητες άμυνας οδηγώντας τους στον εξευτελισμό, ακόμα και σε αυτοκτονίες. Αυτές έχουν τα περισσότερα χαρακτηριστικά αγριότητας”.
-Μετά την κυκλοφορία του, επικοινώνησαν μαζί σας δημοσιογράφοι που συνέβαλαν στην “χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας”, για να ζητήσουν τον λόγο, να διαμαρτυρηθούν, να πουν ότι τους αδικήσατε;
“Όχι, δεν είχα καμία σχετική επικοινωνία ή διαμαρτυρία και μάλλον είναι δύσκολο να συμβεί αυτό. Οι ιστορίες έχουν καταγραφεί όπως συνέβησαν με συγκεκριμένα στοιχεία και χωρίς υπερβολές ή δραματοποιήσεις”.
-Γιατί δεν περιμένατε να έχει τόση αποδοχή το βιβλίο σας από τους ίδιους τους δημοσιογράφους;
“Γιατί θα γνωρίζετε πως δύσκολα δημοσιογράφοι λένε ή γράφουν καλά λόγια για δημοσιογράφους. Αλλά και γιατί με το βιβλίο αγγίζω ένα θέμα που θίγει πολλούς συναδέλφους, κάτι το οποίο εως τώρα είχε συμβεί μόνο αποσπασματικά”.
Σημασία έχει μόνο η αλήθεια
-Ακόμη κι εμείς οι δημοσιογράφοι, όταν προσπαθούμε να ενημερωθούμε από το διαδίκτυο για ένα θέμα, το «ψάχνουμε» από πολλές πηγές, για να μην πέσουμε θύματα παραπληροφόρησης; Εσείς πώς ενημερώνεστε;
“Προφανώς ιδιαίτερα στην εποχή της κυριαρχίας των fake news έχουμε επιπλέον λόγους για ν’ αναζητούμε την αλήθεια μιας είδησης μέσα από διαφορετικές πηγές. Η ενημέρωσή μου προέρχεται από πολλά και διαφορετικά Μέσα. Νομίζω πως ειναι η καλύτερη επιλογή”.
-Γιατί το αγαπάτε αυτό το επάγγελμα, παρά το γεγονός ότι έχει κακοποιηθεί τόσο πολύ και τι θα λέγατε σε ένα νέο παιδί που θέλει να το ακολουθήσει; Ότι αδιαπραγμάτευτες αρχές του καλού και έντιμου δημοσιογράφου πρέπει να είναι…;
“Η δημοσιογραφία είναι μια υπέροχη δουλειά και η κακοποίηση δεν προέρχεται παρά από λίγους συναδέλφους. Σ’ ένα νέο παιδί δεν έχω να πω πολλά, δεν νιώθω ικανός για συμβουλές παρά μόνο να το προτρέψω, αν ακολουθήσει αυτή τη δουλειά, να κυνηγάει την αλήθεια ενός γεγονότος που θα δημοσιοποιήσει στον κόσμο. Μόνο αυτό”.
Η πιο δύσκολη ερώτηση…
-Και αν το παιδί αυτό, που έχει πιθανόν τις καλύτερες των προθέσεων, ‘’εξαναγκαστεί’’ από τους ανωτέρους του να γράψει ή να πει κάτι άλλο από αυτό που είδε, άκουσε ή κατάλαβε, ποια πρέπει να είναι η στάση του, λαμβάνοντας υπόψη και τους δύσκολους οικονομικούς καιρούς που ζούμε;
“Η πιο δύσκολη ερώτηση! Νομίζω πως η πλάστιγγα πρέπει να γείρει προς τα εκεί που του λέει η συνείδησή του”.