Για την εξυπνάδα που δεν τον διέκρινε, αλλά και για την καλοσύνη που τον κατέκλυζε, αγαπήθηκε από όλους όσοι τον γνώρισαν, ο Ραβελάκος. Το μη σπινθηροβόλο βλέμμα του, που έμοιαζε με εκείνο ήρωα σε ιαπωνικό καρτούν, ήταν το μεγάλο του «όπλο». Κοιτούσε με απορία κάτι, που ακόμα κι ένας αχινός στα βράχια, θα μπορούσε να καταλάβει και να ανταποκριθεί.
Ήταν όμως αυτή του η αφέλεια, και η μεγάλη του γοητεία…
Ο φιλαράκος μας που δεν θα κατεβαίνει πια τα σκαλιά της εφημερίδας για να βοηθήσει – με την παρουσία του- να κάνουμε τη δουλειά μας, δεν ήταν απλώς ένα όμορφο λαμπραντόρ, με λαμπερό τρίχωμα.
Ξεχώριζε, γιατί είχε και καλούς τρόπους… Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, σε δύο διαρρήξεις που έγιναν στο σπίτι όπου έμενε, βοήθησε τους κακοποιούς να μεταφέρουν τα κλοπιμαία, πιστεύοντας ότι είναι φίλοι της οικογένειας.
Στα καλά του, όταν ήταν ακόμη νέος και πριν ο αναγκαίος ευνουχισμός τον μετατρέψει σε «Καστράτο», ο Ραβέλ, θα μπορούσε να πει κάποιος που πιστεύει στη μετεμψύχωση, ότι ήταν ένα λευκό προβατάκι. Πηδούσε ακανόνιστα όταν χαιρόταν και αφού τα αστεία πηδηματάκια ολοκληρώνονταν, άπλωνε την αρίδα του, και όλοι εμείς στην εφημερίδα, μαζί και τα άτομα με τα οποία συνομιλούσαμε στο τηλέφωνο, ακούγαμε το ροχαλητό του.
Η κηδεμόνας του, η Άννα μας, σαν άλλη υπερήφανη κουκουβάγια, πίστευε ότι ο Ραβέλ ήταν ένα λαγωνικό πρώτης γραμμής: «Του κρύβω τις μπάλες στα πιο απίθανα σημεία και πάντα τις βρίσκει» μου έλεγε χαμογελώντας και φουσκώνοντας σαν παγώνι από υπερηφάνεια. Έλα όμως που ο Ραβέλ ήταν ειλικρινής και δεν μπορούσε να κρύψει την αλήθεια.
Πολλά πρωινά στο γραφείο, του κρύβαμε το κίτρινο μπαλάκι του τένις και του ζητούσαμε να το βρει. Τον δικαιολογούσαμε όταν δεν τα κατάφερνε. Άλλες φορές πάλι τον βοηθούσαμε, δείχνοντάς του πού το έχουμε κρύψει. Εκείνος όμως, λες και ήθελε να τον καψουρευτούμε ακόμα περισσότερο, πήγαινε προς την άλλη κατεύθυνση…
Ο Ραβέλ μας, ήταν ευτυχισμένος όταν το ακατόρθωτο το έκανε κατορθωτό. Και τι μπορεί να ήταν αυτό; Μάλλον ούτε και ο ίδιος ήξερε. Χαιρόταν απλώς, όταν η Άννα του τραγουδούσε «ΤΙ ΡΙ ΡΙ, ΤΙ ΡΙ ΡΙ , ΤΙ ΠΑΙΖΙ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ;» και την κοιτούσε μέσα στα μάτια, ξέροντας ότι τέτοια αγάπη δε θα ξαναβρεί.
Ο Ραβέλ είχε όμως και επίπεδο. Μπορεί να μην έκανε σπουδές στη μουσική, όπως ο συνθέτης από τον οποίο πήρε το όνομά του και όπως επιθυμούσαμε οι … οικείοι του, έκανε ,όμως, άλλα πράγματα, εξίσου σημαντικά. Έγινε μουσειοπαιδαγωγός – το οφείλει στη Λένα, τη μέντορά του- και πριν κλείσει αυτά τα υπέροχα υγρά και μελαγχολικά ματάκια του, στις βόλτες συναντούσε φίλους του που τον είχαν γνωρίσει από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, όπου «δίδαξε». Ήταν η αύρα του, η θετική ενέργεια που έβγαζε προς όλους, κυρίως στα παιδιά, αλλά και στα ζώα. Τα τελευταία – ακόμη και οι γάτες- θα στεναχωρηθούν που δε θα βλέπουν το Ραβελάκο να σουλατσάρει στους δρόμους της πόλης. Ως gentleman που ήταν, άφηνε τα άλλα ζώα να φάνε πρώτα και να πιούν νερό και μετά εκείνος. Και τα ζώα, δεν είναι αχάριστα και δεν ξεχνούν.
Ραβέλ μου, αν ήσουν άνθρωπος θα έλεγα να είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει. Τώρα, αυτό που σκέφτομαι και εύχομαι ,είναι εκεί που πας να βρίσκεις μόνο λιχουδιές, φίλους και κρυμμένα μπαλάκια.