Ελλάδα, η χώρα με το χαμηλότερη δείκτη ισότητας ανδρών και γυναικών

Η ΕΠΙΚΟΥΡΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ.ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΑΚΗ ΜΙΛΑ ΣΤΗΝ “Π”

Συνέντευξη στην Κατερίνα Μυλωνά

«Τα γονεϊκά πρότυπα μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά, τα λάθη ανακυκλώνονται, η κουλτούρα μας διατηρείται και διαιωνίζεται με τα θετικά της και τα αρνητικά της».  Το παραπάνω αναφέρει, σε συνέντευξή της στην «Π» η επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, διευθύντρια του Εργαστηρίου Μελέτης Συμπεριφορών Υγείας και Οδικής Ασφάλειας, κ. Μαρία Παπαδακάκη.

Ακόμα, παρουσιάζει το Κέντρο Συμβουλευτικής και Ψυχοκοινωνικής Στήριξης του ΕΛΜΕΠΑ και σχολιάζει τις καταγγελίες στον χώρο της τέχνης.

Το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:

Μιλήστε μας για τους στόχους του Κέντρου Συμβουλευτικής και Ψυχοκοινωνικής Στήριξης. Πώς θα βοηθηθούν οι φοιτητές μέσα από αυτό;

«Η εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο σηματοδοτεί για πολλούς νέους τη μετάβαση σε μια νέα καθημερινότητα. Η αυτονόμηση από τους γονείς, η δημιουργία του δικού τους φοιτητικού νοικοκυριού και η ευθύνη για τη φροντίδα του εαυτού σε συνδυασμό με τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις είναι πρωτόγνωρες καταστάσεις για τις οποίες δεν είναι όλοι κατάλληλα προετοιμασμένοι. Δεν είναι λίγοι οι φοιτητές που έχουν να διαχειριστούν την απώλεια ενός αγαπημένου φίλου που μένει πίσω, ένα διαζύγιο των γονιών, μια σοβαρή ασθένεια ή το θάνατο ενός συγγενικού προσώπου. Πολλοί είναι και εκείνοι που δημιουργούν τις πρώτες ερωτικές τους σχέσεις και ξεκινούν τη σεξουαλική τους ζωή με αρκετές ανησυχίες, άγχος και απορίες. Οι συναναστροφές με νέα πρόσωπα και η αναζήτηση φιλικών σχέσεων δεν είναι επίσης εύκολη υπόθεση για όλους και συχνά αντλεί μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, παρατηρούμε δυσκολίες οικονομικής φύσεως, οι οποίες δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την καθημερινότητα των φοιτητών, καθώς δεν είναι λίγοι αυτοί που αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και αναγκάζονται να καταλάβουν χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους υποχρεώσεις.

Η προσαρμογή στη νέα αυτή πραγματικότητα αποτελεί για πολλούς φοιτητές μια μεγάλη πρόκληση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική σωματική και ψυχοσυναισθηματική επιβάρυνση. Οι φοιτητές βρίσκονται μακριά από το ασφαλές περιβάλλον της οικογένειας τους και βιώνουν μόνοι τους τις δυσκολίες. Κάποιοι δεν είχαν ποτέ μια στενή σχέση με τους γονείς τους προκειμένου να επιδιώξουν έστω και εξ’ αποστάσεως να αναζητήσουν τη συμβουλή και την υποστήριξή τους. Κάποιοι άλλοι αισθάνονται την ανάγκη να αποδείξουν στους γονείς τους ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους και δεν αναζητούν βοήθεια όταν βιώνουν σημαντικές δυσκολίες.

Το ΚΕΣΥΨΥ δημιουργήθηκε για να υποστηρίζει τους φοιτητές σε όλες αυτές τις προσωπικές, οικογενειακές, κοινωνικές, και ακαδημαϊκές προκλήσεις που καθημερινά αντιμετωπίζουν. Στο ΚΕΣΥΨΥ, αυτό που επιδιώκουμε πρωτίστως είναι να προσφέρουμε έναν σημείο επαφής με έμπειρους επαγγελματίες, όπου ο φοιτητής θα έρθει να μοιραστεί την ανησυχία του, με εμπιστευτικότητα, χωρίς να αισθάνεται φόβο ή ντροπή. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει ο φοιτητής ότι θα έρθει να αποκαλύψει αυτό που τον βαρύνει με ασφάλεια και χωρίς αρνητική κριτική, είτε αυτό αφορά στη σεξουαλικότητα του, στη δυσκολία του να διαχειριστεί τις προκλήσεις μιας φιλικής ή ερωτικής σχέσης, στη σύγκρουση με τους γονείς και τα αδέρφια του για την οποία αισθάνεται θυμό ή ενοχή, στην ανησυχία του για την ασθένεια ή τον επικείμενο θάνατο ενός κοντινού προσώπου, ή στις δυσκολίες διαχείρισης των ακαδημαϊκών απαιτήσεων. Τα στελέχη του Κέντρου (ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί) είναι δίπλα στους φοιτητές, τους ακούνε με προσοχή, τους βοηθούν να προσδιορίσουν την ανησυχία τους, να αναγνωρίσουν την αιτία, να εκφράσουν τα συναισθήματά τους χωρίς ντροπή ή ενοχή και να τα επεξεργαστούν με τη βοήθεια τους. Εκτός από τις ατομικές συνεδρίες με τους φοιτητές στο ΚΕΣΥΨΥ οργανώνουμε ομάδες προσωπικής ανάπτυξης, προκειμένου οι φοιτητές μας να βελτιώσουν τις δεξιότητες επικοινωνίας τους, να μάθουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους και γενικότερα να αποκτήσουν μια θετική στάση ζωής που θα τους βοηθά να αντιμετωπίζουν τις καθημερινές προκλήσεις με τρόπο αποτελεσματικό.

Το Κέντρο Συμβουλευτικής και Ψυχολογικής Υποστήριξης (ΚΕ.ΣΥ.ΨΥ) αποτελεί τμήμα της Μονάδας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, η οποία λαμβάνει χρηματοδότηση μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση». Εκτός από το ΚΕΣΥΨΥ, η Μονάδα περιλαμβάνει Ιατρείο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (με ιατρό και νοσηλεύτρια), και Κέντρο Εκπαιδευτικής Υποστήριξης (με ειδικούς παιδαγωγούς) για την υποστήριξη των φοιτητών που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες».

Το ΕΛΜΕΠΑ πραγματοποιεί δράσεις που αγγίζουν την κοινωνία, όπως είναι τα προγράμματα που αφορούν στην οδική ασφάλεια. Μέχρι σήμερα, θεωρείτε πως κάτι έχει αλλάξει μέσα από αυτά;

«Το ΕΛΜΕΠΑ διαθέτει ένα πολύ δραστήριο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας με αξιόλογα θεσμοθετημένα ερευνητικά Εργαστήρια που έχουν καταφέρει τα τελευταία χρόνια να βρίσκονται κοντά στην τοπική κοινωνία, να αφουγκράζονται τις ανάγκες της και να αναπτύσσουν κατάλληλες παρεμβάσεις προκειμένου να υποστηρίξουν τόσο τον απλό πολίτη όσο και την τοπική αυτοδιοίκηση. Η οικογένεια βρίσκεται στο επίκεντρο των παρεμβάσεων μας. Είναι πολλές οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σημερινή οικογένεια και ελάχιστες οι διέξοδοι που έχουν τα μέλη της για ολοκληρωμένη φροντίδα στην κοινότητα.

Μια ολόκληρη δεκαετία οικονομικής κρίσης έχει αφήσει πολλά κατάλοιπα πίσω της. Έχουμε οικογένειες με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, οι οποίες βρέθηκαν απρόσμενα να βιώνουν την ακραία φτώχεια, με έντονο αίσθημα ντροπής, ενοχής και απελπισίας. Οικογένειες στις οποίες και οι δύο γονείς βιώνουν την ανεργία και ως συνέπεια αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους υποχρεώσεις. Υπάρχουν οικογένειες με υπερήλικα εξαρτημένα μέλη που χρήζουν καθημερινής εντατικής φροντίδας γεγονός που συχνά καταλήγει σε οικογενειακά και εργασιακά αδιέξοδα. Οικογένειες με σοβαρά προβλήματα υγείας ενός ή περισσότερων μελών, οι οποίες βιώνουν καθημερινά το δικό τους “Γολγοθά”, με όλες τις πρακτικές δυσκολίες και τα αδιέξοδα στην αναζήτησή φροντίδας και την πρόσβαση σε υπηρεσίες και πηγές υποστήριξης. Υπάρχουν οικογένειες με μικρά παιδιά που οι γονείς έχουν ανάγκη να εργαστούν και αδυνατούν να ισορροπήσουν τις εργασιακές με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε οικονομικά αδιέξοδα και σε ενδοοικογενειακές εντάσεις. Όταν μια οικογένεια έχει να διαχειριστεί περισσότερες από μια δυσκολίες ταυτόχρονα, η κατάσταση δεν είναι εύκολα ελεγχόμενη. Για παράδειγμα, έχουμε πολλές περιπτώσεις μονογονεϊκών οικογενειών, που έχουν τη φροντίδα μικρών παιδιών και υπερηλίκων μελών ταυτόχρονα και δυσκολεύονται να εργαστούν και να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους.

Στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του ΕΛΜΕΠΑ παρακολουθούμε και μελετάμε τις ανάγκες αυτές και αναπτύσσουμε κατάλληλες παρεμβάσεις για να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής όλης της οικογένειας. Έχουμε δημιουργήσει οδηγούς για γονείς και υλοποιούμε σχολές γονέων στην κοινότητα για να βοηθήσουμε τους γονείς να αναπτύξουν υγιή επικοινωνία με τα παιδιά τους και μια σχέση εμπιστοσύνης. Έχουμε δημιουργήσει οδηγούς και επιμορφωτικά προγράμματα για επαγγελματίες προκειμένου να τους μεταδώσουμε σύγχρονες γνώσεις και μεθοδολογίες και να τους βοηθήσουμε να αναπτύξουν δεξιότητες για να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες αυτές στην καθ’ ημέρα επαγγελματική πράξη. Παράλληλα αναπτύσσουμε συστάσεις προς την πολιτεία προκειμένου να επισημάνουμε τις ανάγκες αυτές των ανθρώπων και να υποδείξουμε τις αναγκαίες παρεμβάσεις που πρέπει να μεταφραστούν σε πολιτικές που να αντανακλούν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες αυτές.

Οι παρεμβάσεις μας όλα αυτά τα χρόνια έχουν συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση των στάσεων και στην αλλαγή της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Παρόλα αυτά, δε λησμονούμε να υπογραμμίζουμε διαρκώς την ανάγκη για ανάπτυξη στοχευμένων παρεμβάσεων στην κοινότητα που να απευθύνονται στην οικογένεια ως σύστημα και να καλύπτουν τις ανάγκες της ολιστικά».

Ποια είναι η εικόνα που έχουμε για την ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να ανοίξουν τα στόματα των θυμάτων;

«Μέσα στον κυκεώνα των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν πολλές οικογένειες σήμερα, παρατηρείται μια έντονη διατάραξη των ενδοοικογενειακών σχέσεων με σημαντικές προεκτάσεις για την υγεία και την ασφάλεια των μελών τους. Βλέπουμε παιδιά παραμελημένα από γονείς που είναι απορροφημένοι από τη δύσκολη καθημερινότητά τους και αμελούν τις ανάγκες των παιδιών τους μέχρι να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα σοβαρό σύμπτωμα που θα έρθει να τους ξυπνήσει από τη χειμερία νάρκη τους. Άλλα παιδιά βιώνουν ακραίες συμπεριφορές στην προσπάθεια των γονιών να επιβάλουν τους κανόνες τους. Πολλοί γονείς βρίσκονται σε απόγνωση εξαιτίας της αδυναμίας τους να κατανοήσουν τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών τους, να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά μαζί τους και να διαχειριστούν το συναίσθημα και τη συμπεριφορά τους. Τα γονεϊκά πρότυπα μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά, τα λάθη ανακυκλώνονται, η κουλτούρα μας διατηρείται και διαιωνίζεται με τα θετικά της και τα αρνητικά της. Πολλοί γονείς αναζητούν συμβουλές όταν εμφανιστεί κάποιο σύμπτωμα στο παιδί τους και πλέον δε μπορούν να το διαχειριστούν. Το τραύμα ωστόσο στην ψυχή των παιδιών είναι μεγάλο.

Εκτός αυτού, ως κοινωνία εξακολουθούμε να συντηρούμε πολλές ανισότητες. Είμαστε η τελευταία χώρα στην Ευρώπη στο δείκτη ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και αυτό προφανώς συνδέεται με υψηλή ανασφάλεια των γυναικών να διεκδικήσουν καλύτερη θέση και αντιμετώπιση σε διαφορετικούς τομείς της καθημερινότητας, μεταξύ των οποίων και στην οικογενειακή σφαίρα. Η ανισότητα δημιουργεί υποτακτικούς ανθρώπους που δέχονται συμπεριφορές ως φυσική απόρροια της κατώτερης θέσης τους. Σε γενικές γραμμές είμαστε ένας λαός με υψηλή ανοχή σε συμπεριφορές βίας. Πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να διατηρούν πεποιθήσεις υποστηρικτικές της βίας όπως “μη μεγαλοποιείς τα πράγματα…δεν είναι πια τόσο σοβαρό αυτό που σου έκανε” ή “μα αφού το προκάλεσες…τι να κάνει κι αυτός”. Τείνουμε να κατονομάζουμε ως βίαιες μόνο τις συμπεριφορές που είναι ακραίες και αφήνουν έντονο το σωματικό αποτύπωμα και να δικαιολογούμε τις βίαιες αντιδράσεις ενός ανθρώπου μεταθέτοντας την ευθύνη στο θύμα. Πώς να αντιδράσει μια γυναίκα όταν γνωρίζει ότι θα θεωρηθεί υπεύθυνη; Πώς να αντιδράσει όταν γνωρίζει ότι το συγγενικό της περιβάλλον και η κοινωνία στο σύνολο της θα στραφεί εναντίον της;  Εκτός αυτού, εξακολουθούμε να υστερούμε σε κοινωνικές πολιτικές που να είναι υποστηρικτικές των ατόμων που βιώνουν τέτοιες καταστάσεις. Πώς περιμένουμε να αντιδράσει μια γυναίκα όταν γνωρίζει ότι θα βιώσει μακροχρόνια ανεργία ή ότι θα είναι δύσκολο αν βρεθεί μόνη της να ισορροπήσει την εργασία και τη φροντίδα των παιδιών σε μια χώρα με ελλιπείς προβλέψεις για τα ζητήματα αυτά; Πώς περιμένουμε να ανοίγουν στόματα κάτω από αυτές τις συνθήκες;»


“Θέλουμε παιδιά με ισχυρούς εαυτούς για ν’ αντισταθούν σε ισχυρούς ανθρώπους”

Τις τελευταίες βδομάδες έχουμε «βροχή» καταγγελιών από τον χώρο του αθλητισμού και της τέχνης για σεξουαλικές επιθέσεις και βίαιες συμπεριφορές. Πού οφείλεται αυτή η κατάσταση; Τι μπορούμε να κάνουμε για να αλλάξει; Για να είναι διαφορετικές οι επόμενες γενιές;

«Είναι θλιβερό να πληροφορούμαστε για γεγονότα που συνέβαιναν επί δεκαετίες, σε χώρους, οι οποίοι θα έπρεπε να αποτελούν φρούρια για τα παιδιά μας και από ανθρώπους υπεράνω κάθε υποψίας που θα έπρεπε να διδάσκουν αξίες και ήθος, ανθρώπους καταξιωμένους στο χώρο τους με ευρεία αναγνώριση. Και ξαφνικά φαίνεται ότι όλοι γνωρίζαμε αλλά κανένας δε μιλούσε. Η συγκέντρωση δόξας και δύναμης στα χέρια των λίγων, η έλλειψη διαδικασιών αξιολόγησης και η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών, η απουσία μηχανισμών ανώνυμης καταγγελίας, η ανοχή που επιδεικνύει η κοινωνία, η ελλιπής ενημέρωση των μικρών παιδιών σχετικά με τα όρια και τη συναίνεση, όλα μαζί δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για ανάλογα γεγονότα.

Αλήθεια, πώς περιμένουμε τα παιδιά μας να σκεφτούν ότι οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να πράττουν κακώς; Πώς περιμένουμε τα παιδιά μας να αμφισβητήσουν τις αυθεντίες που απολαμβάνουν δύναμη, πλούτο και την αποδοχή όλου του κόσμου; Όταν εμείς οι ίδιοι αποδεχόμαστε άκριτα αυτούς τους ανθρώπους και παραδίδουμε άνευ όρων τα παιδιά μας στα χέρια τους; Όταν δε συμμετέχουμε ενεργά σε αυτό που εκείνοι ορίζουν και δεν παρακολουθούμε στενά τη δουλειά που γίνεται με το παιδί μας; Πώς περιμένουμε τα παιδιά μας να αναγνωρίσουν το σχέδιο που έχει καταστρωθεί εναντίον τους, όταν μάλιστα αυτό περιλαμβάνει φροντίδα, αγάπη, ενδιαφέρον και όλα αυτά τα στοιχεία που ένα παιδί χρειάζεται και πιθανόν να μην τα απολαμβάνει μέσα στην οικογένεια του, στο βαθμό που θα ήθελε;

Αν θεωρήσουμε ότι τέτοιες παθογένειες είναι αναμενόμενες στην κοινωνία μας, πρέπει να αναλογιστούμε αν έχουμε φροντίσει να προετοιμάσουμε τα παιδιά μας ώστε να τις διαχειριστούν αποτελεσματικά. Έχουμε μάθει στα παιδιά μας να επικοινωνούν σε μας καταστάσεις που τους προκαλούν αισθήματα δυσφορίας; Έχουμε δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας ώστε να μας επιλέγουν τα παιδιά μας για να τα πληροφορήσουμε σε ζητήματα που θεωρούνται “δύσκολα” ή “ταμπού” ή μήπως θα απογοητευτούμε ή θα θυμώσουμε ή θα ανησυχήσουμε υπερβολικά όταν μάθουμε ότι το παιδί μας δε διαχειρίστηκε μια κατάσταση όπως του είχαμε υποδείξει ή όπως εμείς θα θέλαμε; Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά επιλέγουν εμάς πρώτα και δοκιμάζουν την ανοχή μας και τις αντιδράσεις μας από πολύ νωρίς. Μας επικοινωνούν λεκτικά ή μη λεκτικά “δύσκολες” πληροφορίες από το σχολείο, από τις φιλικές τους σχέσεις, από τους δασκάλους τους και καταγράφουν τις αντιδράσεις μας. Αν βιώσουν δύσκολα συναισθήματα εξαιτίας της αντίδρασής μας, είναι πολύ πιθανό να αποφύγουν να μας προσεγγίσουν ξανά και θα αναζητήσουν άλλους τρόπους διαχείρισης των “δύσκολων” αυτών θεμάτων. Κάποια παιδιά θα το μοιραστούν με φίλους, κάποια θα το κρατήσουν μέσα τους, κάποια θα το διαχειριστούν διαφορετικά.

Είναι συνεπώς σημαντικό να συμβάλουμε ώστε τα παιδιά μας να έχουν ένα ισχυρό εαυτό ώστε να αντιστέκονται σε ισχυρούς ανθρώπους από τους οποίους θα εξαρτηθούν μελλοντικά οι σπουδές τους, η εργασία τους ή κάτι άλλο. Είναι σημαντικό να τους δίνουμε αγάπη ώστε να μην την αναζητούν απεγνωσμένα αλλού. Να διατηρούμε μια υγιή επικοινωνία με τα παιδιά μας και να παρατηρούμε τα μηνύματα που μας στέλνουν. Να σταματήσουμε να επιβάλλουμε στα παιδιά μας καταστάσεις και συμπεριφορές που πιθανόν να μην έχουν κατανοήσει, ούτε καν αποδεχτεί, επειδή έτσι θεωρούμε ότι πρέπει να γίνονται τα πράγματα, όπως τα κάνουμε κι εμείς. Προπάντων, να μεριμνήσουμε ώστε τα παιδιά μας να μην είναι παθητικοί αποδέκτες των αποφάσεων μας αλλά ενεργά μέλη της οικογένειάς μας».