Κάνοντας ακροβατικά οι πυροσβέστες κατάφεραν να προσεγγίσουν το σημείο που είχε εκδηλωθεί φωτιά στο γκαράζ του επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «Ελ. Βενιζέλος» λίγα λεπτά μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά τα ξημερώματα της Τετάρτης 29 Αυγούστου.
Ο τρόπος που ήταν σταθμευμένα τα οχήματα, οι νταλίκες κυρίως, στο γκαράζ δεν έδιναν, όπως αναφέρει το «Βήμα» τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης. Προσπαθούσαν να φτάσουν στον χώρο πηδώντας πάνω από νταλίκες, περπατώντας στριμωγμένοι ανάμεσα σε βαριά οχήματα, περνώντας ακόμη και κάτω από αυτά. Την ίδια στιγμή συνάδελφοί τους συνέδραμαν στην ασφαλή αποβίβαση των 875 επιβατών και μελών του πληρώματος.
«Καταφέραμε σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να καταπλεύσει με ασφάλεια το πλοίο, να αποβιβαστεί ο κόσμος, να γίνει εκφόρτωση των οχημάτων στέλνοντας το μήνυμα πως το λιμάνι του Πειραιά έχει τη δυνατότητα να εγγυηθεί την ασφάλεια ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, όπως μια τέτοια πυρκαγιά» σημείωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο πρόεδρος της Ένωσης Αξιωματικών Πυροσβεστικού Σώματος και διοικητής των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Πειραιά κ. Γιάννης Σταμούλης, ο οποίος βρέθηκε από τη πρώτη στιγμή στο σημείο.
«Από τις δυσκολότερες επιχειρήσεις»
Οπως ανέφερε, έχοντας πλέον ολοκληρωθεί η διαδικασία κατάσβεσης, «επρόκειτο για μια από τις δυσκολότερες επιχειρήσεις που μπορούσε να αντιμετωπίσει το Πυροσβεστικό Σώμα και αυτό γιατί είχαμε ένα πλοίο το οποίο ερχόταν στο λιμάνι του Πειραιά με εκατοντάδες ανθρώπους και με πυρκαγιά σε εξέλιξη.
Από την έναρξη της επιχείρησης στείλαμε δυο πυροσβεστικά πλοιάρια να φτάσουν στο σημείο που ήταν το πλοίο για να το συνοδεύσουν μέχρι τον Πειραιά και όταν κατέπλευσε ξεκίνησε η επέμβαση από τις επίγειες δυνάμεις. Είχε προηγηθεί ένας καλός συντονισμός μεταξύ των λιμενικών Αρχών, του ΟΛΠ, ενώ υπήρξε και τηλεφωνική επικοινωνία κατά τη διάρκεια της επέμβασης με τον καπετάνιο του πλοίου, που μας πληροφόρησε για το σημείο της πυρκαγιάς, τις συνθήκες που επικρατούσαν στον χώρο, αλλά και την πρότασήτου για το πώς θα διασώζαμε τον κόσμο.
Εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με μια απλή αποβίβαση των επιβατών αλλά για διάσωση, καθώς στο πλοίο είχε εκδηλωθεί πυρκαγιά που ήταν σε εξέλιξη». Και πρόσθεσε: «Οταν έφτασε το πλοίο και έδεσε με ασφάλεια στην πύλη Ε12 της κρουαζιέρας, το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να έχουμε έτοιμες δυνάμεις για να εισέλθουν στο πλοίο και να ξεκινήσει η πυρόσβεση και παράλληλα να δούμε το σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα αποβιβαζόταν ο κόσμος με ασφάλεια.
Στην αρχή επιχειρήσαμε με δικό μας κλιμακοφόρο όχημα να ανεβάσουμε πυροσβέστες, οι οποίοι ξεκίνησαν από το πρώτο λεπτό την επιχείρηση κατάσβεσης και παράλληλα να μπει φορητή κλίμακα η οποία “κούμπωσε” πάνω στην πόρτα που είχε στο πλοίο για να ξεκινήσει με ασφάλεια η αποβίβαση των επιβατών.
Παράλληλα είχαμε σε ετοιμότητα κλιμακοφόρα και καλαθοφόρα οχήματα για να πάρουν τυχόν κόσμο από άλλα σημεία του πλοίου αν υπήρχε ανάγκη, δυνάμεις του ΕΚΑΒ ήταν σε επιφυλακή αν χρειαζόταν η παροχή υγειονομικής περίθαλψης, ενώ μια μεγάλη αίθουσα είχε ανοιχτεί δίπλα για να υποδεχθεί τον κόσμο».
«Δεν μπορούσες ούτε καν να αγγίξεις τα μέταλλα»
Αναφερόμενος στις δυσκολίες που συνάντησαν επεσήμανε ότι «ήταν ιδιαίτερα δύσκολα τα σημεία που έπρεπε να κατέβουν οι πυροσβέστες για να “προσβάλουν” τη φωτιά. Από τη στιγμή που δεν είχαμε τη δυνατότητα να μπούμε από τον καταπέλτη του πλοίου, επιλέχθηκε να φτάσουμε στα σημεία της πυρκαγιάς από τα εσωτερικά κλιμακοστάσια του πλοίου.
Ήταν εξαιρετικά δύσκολο, διότι στον χώρο που ήταν η κύρια εστία οι θερμοκρασίες ήταν υψηλότατες στην αρχή και δεν μπορούσες ούτε καν να αγγίξεις τα μέταλλα στα σημεία αυτά, ενώ οι καπνοί ήταν πνιγηροί και καυτοί. Καταφέραμε να κατεβεί το επίπεδο της θερμοκρασίας και της φλόγας ώστε να διασφαλίσουμε την ασφαλή αποβίβαση των επιβατών χωρίς να αντιμετωπίσουν αναπνευστικά προβλήματα από τους καπνούς».
Είπε ακόμη ότι «δοκιμάσαμε τακτικές που δεν είχαμε εφαρμόσει ξανά, όπως ότι χρειάστηκε να υποστηρίξουμε με αναπνευστικές συσκευές προσωπικό μηχανημάτων που μπήκε στο πλοίο και το συνοδεύαμε για ασφάλεια, ανοίχτηκαν με τη συνεργασία των πληρωμάτων των ρυμουλκών τρύπες στην πλευρά του πλοίου από τη θάλασσα από τη μια για να μπορούν να φεύγουν τα νερά και να επιτευχθεί και η ευστάθεια του πλοίου, ενώ κάποια στιγμή χρειάστηκε να ρίξουμε αφρό ώστε να κατακλύσουμε την περιοχή και να μειώσουμε το θερμικό φορτίο από άλλες τρύπες που ανοίχτηκαν σε ψηλότερο σημείο. Αυτές ήταν ειδικευμένες εργασίες οι οποίες υποστήριξαν την πυρόσβεση».
Η κύρια επιχείρηση, όπως εξήγησε, ξεκίνησε στις 10 το πρωί, όταν άνοιξε ο καταπέλτης του πλοίου και άρχισαν σταδιακά να απομακρύνονται τα οχήματα που υπήρχαν στο γκαράζ και κυρίως οι νταλίκες από την πλευρά που ήταν η πυρκαγιά.