Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν πάρει τις αποφάσεις τους. Πρόκειται για την πρώτη χαλάρωση της αυστηρής νομισματικής πολιτικής μετά από δύο χρόνια.
Στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ τον Απρίλιο, οι κεντρικοί τραπεζίτες εξέφρασαν αισιοδοξία ότι θα μπορούσαν να αρχίσουν να «μειώνουν τους περιορισμούς της νομισματικής πολιτικής» στις 6 Ιουνίου, σύμφωνα με τα πρακτικά.
Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ είναι κάτω από το 3% εδώ και έξι μήνες, πολύ χαμηλότερος από ό,τι τα τελευταία δύο χρόνια. Από τη σκοπιά των νομισματικών αρχών, προφανώς ήρθε η ώρα να υιοθετήσουν μια πιο χαλαρή προσέγγιση της προσφοράς χρήματος.
Φυσικά, η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν έχει τελειώσει. Τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι ο ρυθμός αύξησης των τιμών στη ζώνη του ευρώ ήταν 2,6% τον Μάιο -από 2,5% που περίμενε η αγορά- έναντι 2,4% τον Απρίλιο. Είναι η υψηλότερη τιμή από τον Φεβρουάριο – και εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ του 2%.
Οι υπηρεσίες ειδικότερα έχουν γίνει ακριβότερες, κατά 4,1% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, ιδίως λόγω των αυξήσεων των μισθών που καλύπτουν τη διαφορά μετά την απώλεια αγοραστικής δύναμης που προκλήθηκε από τον πληθωρισμό. Οι αυξήσεις των τιμών ήταν πρόσφατα και πάλι υψηλότερες στα μισά κράτη μέλη του ευρώ.
Τα επιτόκια πάνω από τον πληθωρισμό
Σίγουρα, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι δεν έχει σημασία αν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ είναι κατά ένα τέταρτο της εκατοστιαίας μονάδας υψηλότερα ή χαμηλότερα. Σε κάθε περίπτωση, παραμένουν πάνω από τον βασικό πληθωρισμό, άρα τείνουν να είναι περιοριστικά και η νομισματική πολιτική θα συνεχίσει να επιβραδύνει την οικονομία.
Ο Φίλιπ Λέιν, ο «οικονομικός εγκέφαλος» της ΕΚΤ, έχει ξεκάθαρη άποψη ότι οι ρυθμοί αύξησης των τιμών έχουν πτωτική τάση. Η επιστροφή στην κανονικότητα πάντως θα είναι «ανώμαλη και σταδιακή». Συνεπώς, τα επιτόκια θα μειώνονται μόνο σε μικρά βήματα και πάντα «ανάλογα με τα δεδομένα», από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Οι τιμές εξακολουθούν να είναι σημαντικά υψηλότερες από τα επίπεδα των ετών χαμηλού πληθωρισμού 2001 έως 2021 – δηλαδή περίπου τέσσερις φορές υψηλότερες από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Ένδειξη ότι βρισκόμαστε ακόμη στη μέση ενός «καθεστώτος υψηλού πληθωρισμού» και ότι οι ψυχολογικές πτυχές έχουν αντίστοιχη βαρύτητα.
Έρευνες που χρησιμοποιεί η ίδια η ΕΚΤ για να καταγράψει τις προσδοκίες των πολιτών για τον πληθωρισμό δείχνουν επίσης σημαντική επιμονή: Πιο πρόσφατα, όσοι συμμετείχαν στην έρευνα ανέμεναν τιμές που θα παραμείνουν πολύ πάνω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ. Οι κάτοικοι της ευρωζώνης δεν φαίνεται να έχουν πειστεί πλήρως από τις προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό – τουλάχιστον όχι ακόμη.
Ανακούφιση στα χρηματιστήρια
«Τα μακροοικονομικά στοιχεία δεν έδειξαν πάντως σε αυτήν την περίοδο μια ύφεση όπως το 2001 ή το 2008. Η αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ και η κατάσταση είναι πλέον αισθητά καλύτερη και για τα χρηματιστήρια», λέει ο καθηγητής του OBS Business School, Χάμε Μαρτίνεθ Τασκόν.
«Η αρχή ενός κύκλου μειώσεων επιτοκίων θα πρέπει να σημαίνει νέα ανακούφιση για την αγορά μετοχών αυτή τη φορά», εξηγεί ο Φρανσουά Ρεϊνό, αναλυτής της Edmond Rothschil AM.
Οι προσδοκίες της αγοράς
Όμως, οι προσδοκίες της αγοράς, καθώς και οι προβλέψεις οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή η ίδια η ΕΚΤ, δεν προβλέπουν μια κατάρρευση της οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Αν και φέτος το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα αυξηθεί κατά 0,7%, σύμφωνα με τους ειδικούς, το 2025 η οικονομία θα επεκταθεί κατά 1,4% σε ετήσια βάση και το ίδιο και το επόμενο έτος. Και όλα αυτά χωρίς να καταστραφούν θέσεις εργασίας ή το ποσοστό της ανεργίας να αυξάνεται, που θα είναι γύρω στο 6,5% κατά μέσο όρο.
Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ότι η οικονομική κατάσταση στην ευρωζώνη θα διαφέρει από αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών και τα επόμενα χρόνια, γεγονός που θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να βαθύνει ακόμη και τις μειώσεις των επιτοκίων πέρα από αυτή που αναμένεται την Πέμπτη, χωρίς η Fed να έχει ξεκινήσει με τα δικά της.
Οι αναλυτές της Edmond Rothschil AM θεωρούν μάλιστα ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν συνολικά τέσσερις περικοπές των επιτοκίων από την ΕΚΤ των 25 μονάδων βάσης, ξεκινώντας από την Πέμπτη. «Η πιστωτική ανάπτυξη είναι εξαιρετικά αδύναμη, που υποδηλώνει ότι η πολιτική της ΕΚΤ περιορίζει τη δραστηριότητα», εξηγούν οι αναλυτές.