«Εφιάλτης σε πίξελ»: Ένα συγκλονιστικό διήγημα για τα Τέμπη

Η μητέρα του ηθοποιού Θοδωρή Ελευθεριάδη, ήταν ανάμεσα στα θύματα της σύγκρουσης των τρένων στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου του 2023.

Την Παρασκευή (21/02) κυκλοφόρησε το διήγημα του ηθοποιού με τίτλο «Εφιάλτης σε πίξελ», με αφορμή την επέτειο δύο ετών από την τραγωδία.

Με βάση το διήγημα δημιουργήθηκαν και οι τρεις graphic εικόνες, που το συνοδεύουν.

Ακολουθεί το διήγημα όπως δημοσιεύτηκε στο theuntold.gr

Βρέθηκε στο σημείο μηδέν. Ο αέρας μύριζε καμένο σίδερο και βενζίνη. Οι επιβάτες δεν ήταν πια άνθρωποι – τα σώματά τους είχαν ενωθεί με τα καθίσματα των τρένων, σαν να ήταν μέρος τους από πάντα. Οι φωνές τους ήταν ψίθυροι που έλεγαν το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά: «Ο χρόνος είναι πεινασμένος».

Γνώριζε ότι ο χρόνος δεν ήταν ευθύγραμμος. Ήταν μια ζωντανή, αναπνέουσα οντότητα, γεμάτη πτυχώσεις και ρωγμές, μια σάρκα που έτρεφε τα μυστικά της με τις ζωές των ανθρώπων. Το είχε νιώσει τη μέρα που η μητέρα του χάθηκε στη σύγκρουση των τρένων. Εκείνη τη μέρα, ο χρόνος δεν είχε απλώς κυλήσει – είχε κατασπαράξει.

Δύο χρόνια μετά την τραγωδία, βρήκε τον εαυτό του βυθισμένο μπροστά στον υπολογιστή να διαβάζει ξανά τη δικογραφία και τις πραγματογνωμοσύνες, προσπαθώντας να αποφασίσει τι θα γράψει στις προγραμματισμένες ομιλίες του τις επόμενες μέρες. Η οθόνη τρεμόπαιξε και ακούστηκε ένα βουητό από τα ηχεία σαν να τον καλούσε κάτι.

Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Όταν άνοιξε τα μάτια δεν ήταν πια στο γραφείο του. Ήταν σε έναν κακοφωτισμένο διάδρομο γεμάτο σκιές. Αποφάσισε να τις ακολουθήσει και τον οδήγησαν σε ένα κτίριο που δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο: οι τοίχοι του ήταν φτιαγμένοι από κάτι που θύμιζε δέρμα, και οι πόρτες του έμοιαζαν να αναπνέουν.

Μέσα στο κτίριο βρήκε έναν άντρα χωρίς πρόσωπο. Ή μάλλον, το πρόσωπό του άλλαζε συνεχώς – ένα μωρό, ένας γέρος, μια γυναίκα με μάτια που έσταζαν μαύρο υγρό. Τα ήξερε αυτά τα πρόσωπα. Ήξερε τα ονόματά τους.

«Θέλεις να τη φέρεις πίσω;» είπε η φωνή του, που ακουγόταν σαν να ερχόταν από παντού και από πουθενά.

 «Ναι», ψιθύρισε.

«Ο χρόνος απαιτεί σάρκα», απάντησε η φωνή.

«Θα πρέπει να δώσεις κάτι από τον εαυτό σου».

Ξαφνικά το τοπίο άλλαξε πάλι.

Βρέθηκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες που δεν αντανακλούσαν τίποτα. Στάθηκε στο κέντρο και άκουσε τις οδηγίες: έπρεπε να θυμηθεί τη στιγμή που αγαπούσε περισσότερο μαζί της και να την προσφέρει στον χρόνο. Έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε ένα καλοκαιρινό απόγευμα όταν ήταν παιδί – τη θυμήθηκε να γελάει καθώς τον κυνηγούσε στην παραλία.

Όταν άνοιξε τα μάτια του ξανά, οι καθρέφτες είχαν γεμίσει με εικόνες: το πρόσωπό του διαλυόταν, η μητέρα του ζούσε ξανά, αλλά ο κόσμος γύρω της ήταν διαφορετικός. Οι άνθρωποι είχαν δέρμα που έμοιαζε με λιωμένο κερί, οι πόλεις ήταν ζωντανές, με κτίρια που ανέπνεαν και δρόμους που έτρεμαν σαν μυς. Ξαφνικά άρχισαν τα πάντα γύρω του να γίνονται πίξελ και να αλλάζουν μορφή.

Βρέθηκε στο σημείο μηδέν. Ο αέρας μύριζε καμένο σίδερο και βενζίνη. Οι επιβάτες δεν ήταν πια άνθρωποι – τα σώματά τους είχαν ενωθεί με τα καθίσματα των τρένων, σαν να ήταν μέρος τους από πάντα. Οι φωνές τους ήταν ψίθυροι που έλεγαν το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά: «Ο χρόνος είναι πεινασμένος».

Την είδε. Καθόταν στο παράθυρο, ανέγγιχτη από την παραμόρφωση γύρω της. Όμως όταν πλησίασε, είδε ότι τα χέρια της είχαν γίνει διάφανα – μπορούσε να δει τις φλέβες της σαν ρίζες δέντρων μέσα σε γυαλί.

«Μαμά!», φώναξε.

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα αγάπη αλλά και τρόμο.

«Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ», είπε.

Την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε έξω. Τα τρένα συγκρούστηκαν πίσω τους, αλλά αντί για φωτιά και μέταλλο, αυτό που εξερράγη ήταν κάτι ζωντανό: ένας ποταμός από αίμα και κόκαλα ξεχύθηκε από τα βαγόνια, με έναν ήχο σαν ουρλιαχτό.

Ήταν ζωντανή στην αγκαλιά του, αλλά κάτι μέσα του είχε αλλάξει. Ένιωθε το δέρμα του να σφίγγει πάνω στα κόκαλά του σαν να μην ανήκε πια εκεί.

«Τι συνέβη;» τον ρώτησε.

«Δεν ξέρω», είπε. Αλλά ήξερε.

Ξαφνικά όλα άρχισαν να διαλύονται γύρω τους και να ξανάγιναν πίξελ.

Άρχισε να ζαλίζεται μέχρι τα πίξελ να σχηματίζουν ξανά το περιβάλλον γύρω του. Βρέθηκε στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη. Οι φωτογραφίες στους τοίχους είχαν αντικατασταθεί με εικόνες που δεν αναγνώριζε: μια γυναίκα που κρατούσε έναν ήλιο στα χέρια της· έναν άντρα χωρίς δέρμα που χαμογελούσε. Ο κόσμος έξω από το παράθυρο δεν υπήρχε πια, μόνο ένας ατελείωτος ουρανός γεμάτος μάτια που παρακολουθούσαν κάθε κίνηση.

«Τι κάναμε;» του ψιθύρισε.

«Σώθηκες», της απάντησε.

Ξαφνικά άρχισαν όλα γύρω του να γαληνεύουν. Ένιωσε τον κόσμο γύρω του να γίνεται όλο και πιο ζωντανός. Τα αντικείμενα μιλούσαν· οι τοίχοι αναστέναζαν· οι σκιές στους διαδρόμους χόρευαν σαν εραστές σε αιώνιο πάθος.

Ξαφνικά όλα γύρω του γίναν και πάλι πίξελ.

Εγκλωβισμένος μέσα στο κάδρο ο ίδιος πια, παρατήρησε τη μητέρα του, τα δάκρυά της να κυλούν αργά, σαν να προσπαθούν να σβήσουν την αίσθηση της απώλειας που πνίγει την καρδιά της.

«Τα κατάφερα, πήρα τη θέση της», σκέφτηκε.

Το κάδρο, μια φυλακή του χρόνου και του πόνου, αρχίζει να ραγίζει, αποκαλύπτοντας μια άλλη διάσταση, όπου οι ψυχές των νεκρών περιπλανώνται.

«Δεν είσαι νεκρός», του ψιθύρισε, «είσαι εδώ μαζί μου».

Τα λόγια της αντήχησαν μέσα στο δωμάτιο και αισθάνθηκε την παρουσία της, σαν ένα ζεστό άγγιγμα που τον συνέδεε ξανά με τη ζωή.

Καθώς το κάδρο ράγιζε ολοένα και περισσότερο, οι αναμνήσεις τους άρχισαν να ξεπηδούν από τις γωνίες του.

Με μια τελευταία κραυγή αγάπης, το κάδρο έσπασε.

Η μητέρα του στεκόταν μπροστά σε ένα κενό κάδρο, αλλά δεν ήταν πια μόνη. Στην καρδιά της έφερε τη μνήμη του γιου της, ζωντανή και αθάνατη. Το κλάμα της μετατράπηκε σε χαμόγελο καθώς συνειδητοποίησε ότι η αγάπη τους θα διαρκέσει για πάντα, ανεξάρτητα από το αν οι ψυχές τους βρίσκονται σε διαφορετικούς κόσμους.

ΤΕΛΟΣ

Εικονογράφηση: Βασίλης Γκογκτζιλάς