Δικογραφία σε βάρος 27 συνολικά ατόμων, ορισμένοι από τους οποίους δικηγόροι, ψυχίατροι αλλά και κρατικοί αξιωματούχοι σχημάτισε η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών για συμμετοχή σε κύκλωμα παραγωγής πλαστών ιατρικών πιστοποιητικών για αποφυλακίσεις ή ευνοϊκή μεταχείριση κρατουμένων.
Στο σχετικό έγγραφο που συνέταξε στις 19 Ιουνίου 2019 η αντιεισαγγελέας Εφετών κ. Ελένη Ζαφειριάδου προσδιορίζονται οι ευθύνες των κατηγορουμένων που φέρεται να συμμετέχουν σε εγκληματική οργάνωση.
Πρόκειται για μια έρευνα που είχε ξεκινήσει την άνοιξη του 2018 από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών ύστερα από εξάρθρωση κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών κι επεκτάθηκε από την έρευνα των δικαστικών αρχών. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. διαπίστωσαν στη διάρκεια της παρακολούθησης τηλεφωνικών συνομιλιών μελών της σπείρας – πολλοί από τους οποίους ήταν ήδη κρατούμενοι στις φυλακές Κορυδαλλού – ότι προχωρούσαν σε συνεννοήσεις με γιατρούς και κρατικούς υπαλλήλους ώστε να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης. Έτσι συνέχισαν την έρευνά τους και την παρακολούθηση των τηλεφώνων και μετά τον σχηματισμό της δικογραφίας για την υπόθεση των ναρκωτικών. Μάλιστα, κατέγραψαν και τέσσερα βίντεο από τις συναντήσεις για τον χρηματισμό.
Σύμφωνα με την εφημερίδα το «Βήμα», από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι κύκλωμα παρήγε εκατοντάδες ψεύτικες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες, ενώ προσέφερε και άλλες διευκολύνσεις στους συλληφθέντες. Έτσι οι ποινικοί «αγόραζαν» πιστοποιητικά ότι είναι τοξικομανείς για να εξασφαλίσουν τη «νοσηλεία» τους στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού που θεωρείται ότι έχει καλύτερες συνθήκες κράτησης αλλά και για να αποφυλακισθούν πρόωρα. Με αποτέλεσμα την ανακύκλωση της εγκληματικότητας με τα «κόλπα» των ψεύτικων πιστοποιητικών και των υποτιθέμενων ψυχιατρικών προβλημάτων. Μάλιστα είχε διαπιστωθεί ότι ένα από τα κύρια πρόσωπα του συγκεκριμένου κυκλώματος είχε προχωρήσει παλαιότερα σε υποβοηθητικές γνωματεύσεις για αλβανούς κακοποιούς, ορισμένοι από τους οποίους ενεπλάκησαν στη δολοφονία του δικηγόρου Μιχάλη Ζαφειρόπουλου το 2017 στην οδό Ασκληπιού.
Το καλοκαίρι του 2018 το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αφαίρεσε τη δικογραφία της υπόθεσης από τη δικαστική λειτουργό που τη χειριζόταν αρχικά, ύστερα από την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. Η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου βασίσθηκε σε μηνύματα προσωπικού τύπου που αντήλλασσαν -μέχρι τα τέλη του 2017- μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Viber η δικαστική λειτουργός και ένας αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. (με την ιδιότητα του ψυχιάτρου) που εμφανιζόταν εμπλεκόμενος στο κύκλωμα. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, «η εμφανιζόμενη στα ανταλλαγέντα μηνύματα υφισταμένη κοινωνική σχέση, πέραν της υπηρεσιακής, δύναται να προκαλέσει υπόνοιες μεροληψίας στο πρόσωπο της ανωτέρω δικαστικής λειτουργού».
Η πλευρά του αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ. χαρακτηρίζει τη δίωξη σε βάρος του «σκόπιμη και εκδικητική ενέργεια για προσωπικούς λόγους με αποτέλεσμα να εκτεθεί υπηρεσιακά και κοινωνικά». Το όνομα του εν λόγω αξιωματικού μνημονεύεται στην εν λόγω δικογραφία που ολοκληρώθηκε τις τελευταίες ημέρες, με απαλλακτική όμως εισήγηση της δικαστικής λειτουργού.