«Ποτέ κανένας δεν με δωροδόκησε» αναφέρει σε ανακοίνωση του ο πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου για τον οποίον εισαγγελέας έχει εισηγηθεί την ενοχή του και μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων αναμένεται να εκδώσει την απόφαση του το δικαστήριο.
Ο πρώην υπουργός μετά την ολοκλήρωση της αγόρευσης του δικηγόρου του Μιχάλη Δημητρακόπουλου προχώρησε σε μια αναλυτική ανακοίνωση στην οποία αναφέρει τα εξής:
«Στην δίκη, που είναι σε εξέλιξη αρκετούς μήνες, ο Εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή μου σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δηλαδή να κριθώ ότι διέπραξα το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, που προέρχονται από τα βασικά αδικήματα της απιστίας και της παθητικής δωροδοκίας, των οποίων το αξιόποινο έχει παραγραφεί. Επειδή η εισαγγελική πρόταση έλαβε ευρεία δημοσιότητα, θεωρώ επιβεβλημένο να πληροφορηθεί η κοινή γνώμη -εν περιλήψει- τις θέσεις μου, όπως αυτές αναπτύχθηκαν κατά την –διάρκειας πέντε (5) ωρών- αγόρευση του πληρεξούσιου δικηγόρου μου, Μιχάλη Δημητρακόπουλου, ώστε να έχει ενημέρωση για την υπόθεση και για τον πολιτικό, που έχει εκλέξει βουλευτή και ευρωβουλευτή για πολλά χρόνια.
Το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της κατηγορίας της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, παρεμπιπτόντως εξετάζει ενδελεχώς, σύμφωνα με την νομολογία του Αρείου Πάγου, εάν έχουν διαπραχθεί τα βασικά αδικήματα της απιστίας και της παθητικής δωροδοκίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο.
Το έτος 2003, επί θητείας μου στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, έγινε κατακύρωση του προγράμματος εκσυγχρονισμού έξι (6) φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού τύπου «S» στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ως ανάδοχος, με υποκατασκευάστρια την Ολλανδική εταιρεία Thales, η οποία έχει κατασκευάσει τις συγκεκριμένες φρεγάτες. Το συμφωνηθέν τίμημα ανήλθε σε 381 εκατομμύρια € και συνοδευόταν από σημαντικά αντισταθμιστικά ωφελήματα για ελληνικές επιχειρήσεις. Ο Εισαγγελέας της έδρας χαρακτήρισε αυτόν τον εκσυγχρονισμό των έξι (6) φρεγατών ως απιστία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με βέβαιη προκληθείσα ζημία ισόποση με το άνω τίμημα, δηλαδή 381 εκατομμύρια €. Στήριξε δε τον δικανικό συλλογισμό του στο επιχείρημα ότι, αν αυτός ο εκσυγχρονισμός γινόταν στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα πλήρωνε ούτε 1 €, όλα θα γίνονταν τζάμπα.
Η απόφαση για να εκσυγχρονιστούν οι έξι (6) φρεγάτες είχε ληφθεί από την Ολομέλεια του Ανώτατου Ναυτικού Συμβουλίου (ΑΝΣ) το έτος 1998, επικαιροποιήθηκε από το ΑΝΣ στις 10.09.2002, και οι προδιαγραφές του εκσυγχρονισμού τέθηκαν από τους κλάδους του Πολεμικού Ναυτικού. Η ανάθεση στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά έγινε από προηγούμενο Υπουργό Εθνικής Άμυνας και διεξήχθη μειοδοτικός διαγωνισμός για τον υποκατασκευαστή ανάμεσα στις εταιρείες Thales και Raytheon. Οι πολυπληθείς επιτροπές τεχνικοοικονομικής αξιολόγησης και διαπραγματεύσεων επέλεξαν την εταιρεία Τhales. Τον εκσυγχρονισμό των έξι (6) φρεγατών από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και την εταιρεία Thales αντί τιμήματος 381 εκατομμυρίων € ενέκριναν επίσης όλες οι υπηρεσίες, όπως ΔΙΚΕ, ΓΓΟΣΑΕ, ΓΔΑΕ, ΔΕΞ, ΚΕΓΕΠ (όπου συμμετέχει ο Αρχηγός, ο Υπαρχηγός και οι Κλαδάρχες του Πολεμικού Ναυτικού), καθώς και από το ΚΥΣΕΑ. Η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με την υπ’ αριθμ. 85/2007 Γνωμοδότηση της δέχθηκε ότι η διαδικασία του εκσυγχρονισμού των έξι (6) φρεγατών τύπου «S» ήταν απολύτως νόμιμη και υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον.
Ο Ναύσταθμος -και όχι ναυπηγείο- Σαλαμίνας ήταν πολύ μικρός, δεν είχε τις υποδομές και την τεχνογνωσία αντικειμενικά να φέρει εις πέρας τον εκσυγχρονισμό των έξι (6) φρεγατών.
Ο εκσυγχρονισμός των φρεγατών προϋποθέτει κυρίως συστήματα προηγμένης τεχνολογίας, τεχνογνωσία, εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Ποιός θα τα χάριζε ή θα τα έδινε ΤΖΑΜΠΑ στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, όπως συλλογίστηκε ο σεβαστός Εισαγγελέας;
Οι φρεγάτες αυτές, έως σήμερα 21 χρόνια μετά την κατακύρωση του προγράμματος εκσυγχρονισμού τους, εξακολουθούν να φυλάττουν τα θαλάσσια σύνορα της πατρίδας, αποτελώντας την αιχμή του δόρατος του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ κατά την ελληνοτουρκική κρίση του θέρους του 2020 στάθηκαν αξιόμαχες απέναντι στον τουρκικό στόλο, όπως έχουν καταθέσει Υποναύαρχοι, Αντιναύαρχοι και Ναύαρχοι στην παρούσα δίκη. Πώς η εισαγγελική πρόταση σβήνει αυτή την ιστορική πραγματικότητα και λέει ότι το κόστος του εκσυγχρονισμού των φρεγατών είναι ζημιά του Ελληνικού Δημοσίου; Μήπως εξαφανίστηκαν οι φρεγάτες, χαρίστηκαν και φυλάττουν ξένη χώρα;;; Αν αυτό συνέβαινε, πράγματι το κόστος του εκσυγχρονισμού θα ήταν ζημιά για το Ελληνικό Δημόσιο. Μια καινούργια φρεγάτα εκείνη την περίοδο κόστιζε 700 εκατομμύρια ευρώ, για δε την ναυπήγηση έξι (6) νέων φρεγατών απαιτούνταν γύρω στα 4,2 δισεκατομμύρια €!! Όλοι θέλουμε το καινούργιο, αλλά υπάρχει μία αυστηρή προϋπόθεση, να έχει την οικονομική δυνατότητα η πατρίδα. Έχουν περάσει 21 χρόνια και το Ελληνικό κράτος δεν έχει καταφέρει να αγοράσει νέες φρεγάτες. Οι υπάρχουσες εκσυγχρονισμένες φρεγάτες έχουν αξία ίση με το 30% μιας νέας. Το 2003 μία νέα φρεγάτα στοίχιζε 700 εκατομμύρια €, συνεπώς η κάθε εκσυγχρονισμένη είχε αξία ίση με το 30% της καινούργιας, δηλαδή 210 εκατομμύρια €. Οι έξι (6) φρεγάτες τύπου «S», με ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού που κόστισε 381 εκατομμύρια €, απέκτησαν αξία 1 δισεκατομμύριο 260 εκατομμύρια €. Εύλογα λοιπόν ερωτάται κανείς, που στηρίζεται η υποτιθέμενη ζημία του Δημοσίου των 381 εκατομμυρίων € σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση!!
Όσον αφορά τώρα το δεύτερο βασικό αδίκημα της δήθεν παθητικής δωροδοκίας, λεκτέα τα παρακάτω: Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία εισηγήθηκε επί της ουσίας προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με την παραπομπή μου ή όχι στο ακροατήριο, είχε προτείνει την μη παραπομπή μου σε δίκη, καθώς δεν στοιχειοθετείτο, μεταξύ άλλων, αυτό το βασικό αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας. Ο Εισαγγελέας της έδρας, όσον αφορά την παθητική δωροδοκία, είπε ότι «υπάρχει αυτό το πρόβλημα, είναι απροσδιόριστη η κατηγορία κατά τόπο, χρόνο και πραγματικά περιστατικά….. κατά επιτρεπτή μεταβολή ή συμπλήρωση του βουλεύματος».
Διέγνωσε δηλαδή την αοριστία του βουλεύματος και αντιδικονομικά, σε αντίθεση με την Νομολογία του Αρείου Πάγου, προσδιόρισε τον τόπο, το χρόνο και τις λοιπές περιστάσεις με πραγματικά περιστατικά, που ΔΕΝ υπάρχουν στην δικογραφία, αλλά διαπλάσθηκαν από τον ίδιο. Ενδεικτικά είπε ότι δήθεν σε γραφείο στελέχους, που ασχολείται με τις προμήθειες στο Πολεμικό Ναυτικό, ο φερόμενος ως δωροδότης συναντούσε άγνωστο άτομο και του έδινε χρήματα, τα οποία τάχα μεταφέρονταν σε εμένα. Δεν υπάρχει τέτοια αναφορά σε βάρος μου ούτε από μάρτυρα, ούτε από άλλο αποδεικτικό μέσο στην δικογραφία. Αν λέω ψέματα δημόσια προσκαλώ να με διαψεύσουν, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία στους δημοσιογράφους. Είναι μία έωλη κατηγορία, που δεν στηρίζεται πουθενά, αλλά γίνεται μία άγονη προσπάθεια, ώστε οι αναλήψεις μετρητών χρημάτων, που έκανε για δικούς του λόγους ο φερόμενος ως δωροδότης, να ταυτοποιηθούν με καταθέσεις μετρητών, που έκανα εγώ, οι οποίες είναι παντελώς άσχετες και ασύνδετες με τις ως άνω αναλήψεις. Ο φερόμενος ως δωροδότης δυστυχώς δεν ζει, ώστε να μπορέσει να ερωτηθεί και να απαντήσει. Οι αναλήψεις μετρητών, που έκανε, διαφέρουν χρονικά και ποσοτικά από τις δικές μου καταθέσεις.
Εγώ είχα αρχίσει να καταθέτω χρήματα ήδη επτά (7) μήνες ΠΡΙΝ ξεκινήσει να πραγματοποιεί τις προαναφερόμενες αναλήψεις του ο αποθανών υποτιθέμενος δωροδότης. Αυτά τα χρήματα, ενώ χαρακτηρίστηκαν ως «ορφανά» από τον Εισαγγελέα της έδρας και απροσδιόριστα από το παραπεμπτικό βούλευμα, εντούτοις χωρίς κανένα ενδείκτη, με μεταφυσικό τρόπο, φέρεται ότι μου δόθηκαν με άγνωστο τρόπο από τον αποθανόντα. Η σύζυγος του αποθανόντος κατέθεσε ότι δεν είχαν καμία σχέση μαζί μου, ούτε με γνώριζαν. Ο τότε νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Thales στην Ελλάδα κατέθεσε ότι ο αποθανών είχε πάρει μια υπεργολαβία από την εταιρεία τους και ότι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν είχε καμία σχέση με αυτή την ανάθεση, άρα κατά λογική συνέπεια δεν είχε κανένα λόγο ή υποχρέωση να μου δώσει χρήματα ο κατά το κατηγορητήριο δωροδότης μου. Αναφορικά με τα χρήματα που κατέθετα, έδωσα εξηγήσεις στο Δικαστήριο για την προέλευση τους. Θέλω να διαβεβαιώσω τους συμπολίτες μου ότι ποτέ κανένας δεν με δωροδόκησε.
Κατά την διενέργεια της κύριας ανάκρισης παραιτήθηκα από το δικαίωμα του τραπεζικού απορρήτου και ζήτησα με δικαστική συνδρομή να ερευνηθεί το τραπεζικό σύστημα σε όλο τον κόσμο, για να διαπιστωθεί ότι οι μοναδικές καταθέσεις, που είχα, ήσαν αυτές που ανεβρέθησαν.