Στα χωριά της Καρδίτσας και των Τρικάλων, όπου ο πόνος, η θλίψη και η αγανάκτηση έχουν καλύψει τα πάντα μαζί με τους τόνους λάσπης και νερού, οι πυροσβέστες της 3ης ΕΜΑΚ Κρήτης έδωσαν τα ρέστα τους…
Οι ειδικά εκπαιδευμένοι πυροσβέστες του νησιού ανέλαβαν τις πιο δύσκολες αποστολές, απεγκλώβισαν δεκάδες άτομα που βρίσκονταν για ημέρες εγκλωβισμένα σε μπαλκόνια και ταράτσες, περιμένοντας να διασωθούν. Οι εικόνες που αντίκρυσαν μπορούν να περιγράφουν μόνο με τις λέξεις απόγνωση και βιβλική καταστροφή. Τα στελέχη της 3ης ΕΜΑΚ Κρήτης αν και πολλές φορές έχουν έρθει αντιμέτωπα με δύσκολες καταστάσεις, τα όσα αντίκρυσαν κατά την παραμονή τους εκεί, θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στα μυαλό τους.
Ο διοικητής της Μονάδας και επικεφαλής της αποστολής Σταύρος Καλογιαννάκης μαζί με την ομάδα του, ανέλαβαν τη διάσωση ανθρώπων που κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους. Ήταν ηλικιωμένοι και παιδιά. Ανάμεσά τους και ένα παιδί παραπληγικό, το οποίο εγκλωβισμένο μαζί με τη μητέρα του, περίμεναν να διασωθούν από το σπίτι τους για να μεταφερθεί το παιδί σε ασφαλές σημείο, προκειμένου να συνεχίσει την αγωγή που λαμβάνει.
«Εάν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δείχνουν εικόνες καταστροφής, αυτό που είδαμε πηγαίνοντας εκεί, ήταν κάτι πολύ περισσότερο, κάτι που δύσκολα μπορεί να περιγράφει με λόγια. Ασύλληπτες καταστάσεις» λέει ο κ. Καλογιαννάκης, ο οποίος μαζί με μία ομάδα της ΕΜΑΚ επέστρεψαν χθες στο Ηράκλειο, ενώ μία δεύτερη ομάδα, συνεχίζει να δίνει μάχη για να σώσει οτιδήποτε μπορεί να σωθεί.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «καταστράφηκαν ζωές, όχι μόνο περιουσίες. «Άνθρωποι νοικοκυραίοι που έχτισαν σπίτια δουλεύοντας μια ζωή, δεν έχουν που να μείνουν. Τα πάντα τα έχει πνίξει η λάσπη, μέχρι το ταβάνι».
Ζητήσαμε από τον κ. Καλογιαννάκη να μας περιγράψει μία από τις πρώτες εικόνες που αντίκρυσαν «Τι να πρωτοπώ;» λέει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «χιλιάδες ζώα νεκρά να επιπλέουν και εμείς να περνάμε από δίπλα τους με τη βάρκα για να πάμε να σώσουμε ανθρώπους»
Με το gps και τη βάρκα
Από τις πρώτες αποστολές ήταν το χωριό Μαραθές. Μπορεί να είναι άγνωστο στους περισσότερους από εμάς στην Κρήτη, αλλά οι άνδρες της ΕΜΑΚ, δύσκολα θα το ξεχάσουν. Η προσέγγιση εκεί έμοιαζε με ένα ατελείωτο ταξίδι. «Από το σημείο όπου συγκεντρωθήκαμε την πρώτη ημέρα, το χωριό αυτό απείχε 13 χιλιόμετρα. Τα πάντα όμως ήταν καλυμμένα με νερό, μια απέραντη λίμνη.
Στη βάρκα επάνω προσπαθήσαμε να φτάσουμε, με τη βοήθεια του gps. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε μία διαγώνια πορεία, να κόψουμε δρόμο. Ήταν αδύνατον λόγω των εμποδίων που δεν μας το επέτρεπαν. Ακολουθούσαμε το gps και μετά από 4,5 ώρες φτάσαμε στο χωριό».
Τα στελέχη της Πυροσβεστικής από την Κρήτη έφτασαν νύχτα εκεί όπου τους είχε ανατεθεί η πρώτη τους αποστολή και δεν ήταν άλλη από το να βοηθήσουν τους κατοίκους. «Ήμασταν η πρώτη ομάδα που έφτασε.
Φανταστείτε εκατοντάδες άτομα σε ταράτσες και σε υπερυψωμένα σημεία να ουρλιάζουν. Οι άνθρωποι ζητούσαν βοήθεια. Δεν μπορούσαν να παραμένουν άλλο εκεί. Δεν μπορούσαμε όμως να τους μεταφέρουμε όλους. Εκατοντάδες εκκλήσεις για βοήθεια. Ποιον να πάρεις και ποιον να αφήσεις» τονίζει. Ευτυχώς όλοι απεγκλωβίστηκαν και σώθηκαν.
Η επιχείρηση απεγκλωβισμού που στήθηκε θύμιζε σκηνικό στο Χόλυγουντ. «Μαζί με το στρατό και με τις άλλες ΕΜΑΚ φτιάξαμε ένα λιμάνι. Οι βάρκες ήταν στοιχισμένες, πήγαιναν και έφερναν κόσμο. Στη συνέχεια τους παραδίδαμε σε χειριστές πελώριων τρακτέρ που μπορούσαν να κινηθούν μέσα σε αυτή τη λίμνη από λάσπη και μεταφέραν τους ανθρώπους σε ασφαλή σημεία. Οι διασώσεις μας γίνονταν με όποιο τρόπο μπορούσαμε, με σκοινιά, με ειδικό εξοπλισμό, με ό,τι υπήρχε» αναφέρει.
Από τις πιο συγκινητικές στιγμές όμως ήταν αυτή όπου οι άνδρες της 3ης ΕΜΑΚ Κρήτης κατάφεραν να διασώσουν ένα παραπληγικό αγόρι και τη μητέρα του. «Φτάσαμε πρώτοι στο σημείο. Το παιδί έπρεπε να μεταφερθεί σε ασφαλές σημείο για να συνεχίσει την αγωγή του. Μαζί με τη μητέρα του βρίσκονταν στον δεύτερο όροφο του σπιτιού τους «παγιδευμένοι». Ο πρώτος όροφος δεν υπήρχε, ήταν όλος καλυμμένος με νερό. Ευτυχώς, πήγαν όλα καλά».
Εντύπωση προκάλεσε όμως και σε όλους όσοι είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο της διάσωσης, η αλληλεγγύη και η βοήθεια που προσπαθούσε να προσφέρει ο ένας κάτοικος του χωριού στον άλλο. «Ο ένας ενδιαφερόταν για τον άλλο. Εάν κάποιος δεν είχε καταφέρει να φύγει και να πάει σε ασφαλές σημείο, μας ενημέρωναν αμέσως που βρίσκεται για να τον αναζητήσουμε».
Συγκινητικές σκηνές εκτυλίσσονταν συνεχώς. Γιαγιάδες και παππούδες ανήμποροι να περπατήσουν είχαν παραδοθεί στη μοίρα τους. Όταν όμως τους πλησίασαν οι διασώστες, ξεσπούσαν σε κλάματα και αγκαλιές προς αυτούς τους ανθρώπους».
Ρωτήσαμε τον κ. Καλογιαννάκη πόσα άτομα διέσωσε η δική του ομάδα. «Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια μας λέει. Κοιτούσαμε να φτάσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να μην έχουμε ανθρώπινες απώλειες. Εξήντα, εβδομήντα άτομα; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά» μας απαντά.
Από τις πιο δύσκολες στιγμές ήταν όταν οι κάτοικοι αν και «φλέρταραν» με το θάνατο, δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Ευτυχώς στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις η λογική κυριάρχησε και στις βάρκες επιβιβάστηκαν και οι τελευταίοι κάτοικοι των χωριών.
Ποια είναι η εικόνα που θα σας συντροφεύει για πάντα; Τον ρωτήσαμε. «Δύσκολο να ξεχωρίσεις, βλέποντας την απόλυτη καταστροφή μας» μάς λέει και προσθέτει: «η αγάπη του κόσμου προς το πρόσωπό μας, οι αγκαλιές και οι ευχές που εισπράξαμε από ανθρώπους που ουσιαστικά καταστράφηκαν, δεν θα ξεχαστούν ποτέ» καταλήγει.