Ο Κυριάκος Μητσοτάκης
Με προσωπική απόφαση Μητσοτάκη, δεν καταθέτει πρόταση δυσπιστίας η Νέα Δημοκρατία

Δεν καταθέτει τελικά πρόταση δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία για τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Παρά τις εισηγήσεις που είχε δεχθεί τις τελευταίες ημέρες ο πρόεδρος του κόμματος Κυριάκος Μητσοτάκης, απέρριψε τις σχετικές εισηγήσεις και αποφάσισε πως δεν υπάρχει νόημα να προχωρήσει σε «πολιτικές καθυστερήσεις» για ένα αποτέλεσμα, που ούτως ή άλλως θεωρείται προεξοφλημένο, μετά την πρόσφατη στήριξη που έλαβε ο πρωθυπουργός από τους βουλευτές των Ανεξάρτητων Ελλήνων και την έμμεση στήριξη από τον Σπύρο Δανέλλη.

Με βάση τη λογική του Κυριάκου Μητσοτάκη, η κατάθεση μιας πρότασης δυσπιστίας θα πρόσφερε στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα όλα τα επικοινωνιακά επιχειρήματα και όπλα, για να ισχυριστεί πως όχι μόνο γίνεται ισχυρότερος μέρα με την ημέρα, αλλά και ηγείται μιας σταθερής πολιτικής ομάδας, που ουδεμία σχέση έχει με τον χαρακτηρισμό «κουρελού» που του προσάπτει η Νέα Δημοκρατία.

Επιπρόσθετα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκρινε πως με μια τέτοια απόφαση, εκτός από τον Αλέξη Τσίπρα, θα μπορούσε να βοηθήσει αρκετά και τον Πάνο Καμμένο, που θα συντάσσονταν με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να πείσει το κομματικό του ακροατήριο πως μάχεται για να μην περάσει από τη Βουλή μια κατάπτυστη συμφωνία την οποία ο ίδιος απορρίπτει.

Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έκρινε επίσης ότι θα πρόσφερε άλλοθι και στον Σταύρο Θεοδωράκη, που επίσης θα συντάσσονταν με τη Νέα Δημοκρατία, παρά το γεγονός πως η κυβέρνηση ουσιαστικά επιβιώνει και περνά και τη Συμφωνία των Πρεσπών, εξαιτίας των χειρισμών του Ποταμιού και του γεγονότος πως ο πρόεδρος Σταύρος Θεοδωράκης δεν κατάφερε να ελέγξει τον βουλευτή του Σπύρο Δανέλλη.

Με βάση τις αποφάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, η πολιτική γραμμή της Νέας Δημοκρατίας θα επικεντρωθεί στο να αναδείξει τις αδυναμίες της σημερινής κυβέρνησης, θα δώσει μεγάλη βαρύτητα στην απόλυτη έλλειψη κομματικής συνοχής, αλλά και στο μεγάλο ιστορικό βάρος που θα φέρουν με την υπερψήφιση της συμφωνίας βουλευτές όπως η Έλενα Κουντουρά και η Κατερίνα Παπακώστα, που ιστορικά τάσσονταν εναντίον της συγκεκριμένης συμφωνίας και των συγκεκριμένων πολιτικών.

Την ίδια στιγμή η Νέα Δημοκρατία θα επαναλάβει σε όλους τους τόνους πως η υφιστάμενη κυβέρνηση δεν διαθέτει ούτε την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ούτε όμως και την ουσιαστική νομιμοποίηση για να υπερψηφίσει κάτι το οποίο προσκρούει στα συμφέροντα της χώρας.

Η Νέα Δημοκρατία παράλληλα μπαίνει σε ένα νέο κύκλο πολιτικής επικοινωνίας, στο πλαίσιο της οποία θα αναδείξει την κατά την άποψη της υπεροχή και τις πολιτικές της θέσεις, θεωρώντας πως η κυβερνητική συνοχή είναι τόσο εύθραυστη που θα μπορέσει σε πολύ σύντομο χρόνο να καταθέσει μια πρόταση δυσπιστίας που να ρίξει την κυβέρνηση.