Αυτή είναι η εικόνα των ελληνικών ΑΕΙ

Ο φοιτητικός πληθυσμός εμφανίζεται ως ένας από τους υψηλότερους μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και διεθνώς, κυρίως λόγω των υψηλών ποσοστών φοιτητών, οι οποίοι καθυστερούν την αποφοίτησή τους για πολλά έτη πέραν του κανονικού χρόνου σπουδών.

Αυτό τονίζεται, μεταξύ άλλων, στη  νέα έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης για το έτος 2022, η  οποία επιδόθηκε από τον πρόεδρο Περικλή Μήτκα στον υπουργό Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη.

Επίσης  για το ίδιο θέμα τονίζεται: Από την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (2021) και εφεξής, εμφανίζεται μια μικρή ποσοστιαία μείωση των εισακτέων, συγκριτικά με τα αντίστοιχα μεγέθη του προηγουμένου έτους. Ωστόσο, οι κάτοχοι πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι κατά τι λιγότεροι σε ποσοστό από τον μέσο όρο της ΕΕ και του ΟΟΣΑ για όλες τις ηλικιακές ομάδες.

Επομένως, τα υψηλά ποσοστά φοιτητικού πληθυσμού για τη χώρα μας δεν μετατρέπονται και σε υψηλά ποσοστά πτυχιούχων εξαιτίας των χαμηλών ρυθμών αποφοίτησης. Η χώρα πρέπει να εστιάσει στο χρόνιο αυτό φαινόμενο, να προσδιορίσει τις αιτίες ώστε να εφαρμόσει κατάλληλη στρατηγική για την εξάλειψη του φαινομένου‘’.

Ακόμα το μέγεθος το οποίο εμφανίζει σχετική σταθερότητα όπως αναφέρει η έκθεση που παρουσιάζει το essοs, είναι το πλήθος του διδακτικού προσωπικού, καθώς το πλήθος των αφυπηρετήσεων αντικαθίσταται οριακά με ισάριθμες νέες θέσεις. Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει το εύρος διακύμανσης του δείκτη φοιτητές ανά διδάσκοντα, καθώς υπάρχουν Ιδρύματα με μέση τιμή του δείκτη 19 και άλλα με τιμή 77.

Η μέση αναλογία της χώρας βρίσκεται στο 30 για τους ενεργούς προπτυχιακούς φοιτητές και στο 46 για τους εγγεγραμμένους προπτυχιακούς φοιτητές. Η αντίστοιχη μέση αναλογία για τις χώρες της ΕΕ είναι 13. Η πρόσφατη εφαρμογή του θεσμού των εντεταλμένων διδασκόντων, ίσως ‘διορθώσει’ σχετικά την αναλογία αυτή.

Η στελέχωση σε διοικητικό προσωπικό είναι επίσης μια ενδιαφέρουσα διάσταση της στελέχωσης των Ιδρυμάτων, για την οποία παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους.

Συγκρίνοντας τις τιμές του δείκτη φοιτητές ανά μέλος διοικητικού προσωπικού, η καλύτερη αναλογία που σημειώνεται σε Ίδρυμα είναι 22 και η δυσμενέστερη 122. Σε κάθε περίπτωση, η ενδεχόμενη αύξηση του βαθμού αξιοποίησης της τεχνολογίας στις υπηρεσίες διοίκησης θα μείωνε τις επιπτώσεις της αριθμητικής ανεπάρκειας διοικητικού προσωπικού.

Η δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ σημείωσε νέα αύξηση από το προηγούμενο έτος κατά 12,10% και η εξωτερική χρηματοδότησή τους, αύξηση κατά 14,17%. Συνεχής αύξηση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ σημειώνεται για 4η συνεχή χρονιά από το 2018.

Η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρώπης με το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης αποφοίτων Ανώτατης Εκπαίδευσης και αντίστοιχα, με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας σε πτυχιούχους. Ωστόσο, η μαζική παραγωγή των αποφοίτων σε επιστημονικούς κλάδους που αντιμετωπίζουν, ήδη, ανεργία δεν πρέπει να συνεχίζεται. Για τον λόγο αυτό, το θέμα της αναδιάρθρωσης του ακαδημαϊκού χάρτη έχει βαρύνουσα σημασία μεταξύ των θεμάτων της μεταρρύθμισης στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Η ερευνητική παραγωγή στην Ελλάδα, εμφανίζεται σε σχετικά καλό επίπεδο ως προς τα συνολικά μεγέθη συγκρινόμενη με τις χώρες της Ευρώπης, καταλαμβάνοντας την 16η θέση στις ερευνητικές δημοσιεύσεις μεταξύ 51 χωρών, σύμφωνα με στοιχεία της Scimago. Εντούτοις, μια πιο προσεκτική σύγκριση με τον κανονικοποιημένο δείκτη δημοσιεύσεις ανά ερευνητή, εμφανίζει την Ελλάδα στην 28η θέση μεταξύ 51 χωρών.

Επιπλέον, ο δείκτης αυτός υποχώρησε κατά 23% από το 2012 έως το 2021 σημειώνοντας πτώση 0,15 από τιμή 0,77 που είχε το 2012 έναντι της τιμής 0,60 που είχε κατά το 2021.

Η  γενικότερη εικόνα των ΑΕΙ  σε ερευνητικούς δείκτες  δεν είναι τόσο ενθαρρυντική

Αντίστοιχα η ερευνητική χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών ανταγωνιστικών προγραμμάτων στην Ελλάδα βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά ειδικότερα η χρηματοδότηση των ΑΕΙ σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις και τα ερευνητικά κέντρα έρχεται 3η στη σειρά, παρόλο που τα ΑΕΙ διαθέτουν το πολυπληθέστερο ερευνητικό δυναμικό.

Ομοίως, το μερίδιο των Πανεπιστημίων στις συνολικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη μειώθηκε από 39,94% που ήταν το 2012 σε 30,20% το έτος 2021. Σε απόλυτους αριθμούς διαπιστώνεται, βέβαια, αύξηση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνολική εθνική δαπάνη κατά την περίοδο αυτή αυξήθηκε από 1.337 εκ. ευρώ σε 2.635 εκ. ευρώ, η αύξηση αυτή κατανεμήθηκε κατά μεγαλύτερα ποσοστά σε ερευνητικούς φορείς και επιχειρήσεις, παρά στα ΑΕΙ, γεγονός που σημαίνει ότι η ερευνητική παραγωγή των ΑΕΙ σε όρους εθνικής δαπάνης συρρικνώθηκε αναλογικά, συγκριτικά με τους άλλους φορείς.

Επιπλέον, το πλήθος του ερευνητικού προσωπικού στα ΑΕΙ το 2021, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΚΤ, παραμένει στα επίπεδα του 2015, μετά από μια σημαντική κάμψη που υπέστη κατά την περίοδο 2016-2019.

Συνεπώς, η γενικότερη εικόνα των ΑΕΙ σε ερευνητικούς δείκτες δεν είναι τόσο ενθαρρυντική, αφού, το πλήθος του ερευνητικού δυναμικού παρουσιάζει στασιμότητα, η ερευνητική χρηματοδότηση και η ερευνητική δαπάνη στα ΑΕΙ, σχετική συρρίκνωση. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να κινητοποιήσει τόσο τα ΑΕΙ όσο και την πολιτεία και τους εμπλεκόμενους θεσμούς για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή συγκεκριμένης ερευνητικής στρατηγικής στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Η θέση των Ελληνικών ΑΕΙ στις διεθνείς κατατάξεις το 2022 εμφανίζεται ελάχιστα βελτιωμένη μόνο για 3 ή 4 ΑΕΙ από το σύνολο των 25. Για τα περισσότερα ΑΕΙ εμφανίζεται ελαφρώς επιδεινωμένη συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Τον Ιούλιο του 2022 ψηφίστηκε ο νέος νόμος πλαίσιο για τη λειτουργία των ΑΕΙ (ν. 4957/2022) στον οποίο περιλαμβάνονται νέες διατάξεις για τη διεύρυνση της αυτονομίας των Ιδρυμάτων και τη θεσμοθέτηση νέων σύγχρονων δομών και υπηρεσιών στο πλαίσιο της εσωτερικής τους διακυβέρνησης, όπως τα κέντρα υποστήριξης του προσωπικού και των φοιτητών, ψηφιακής διακυβέρνησης, στρατηγικού σχεδιασμού καθώς και για τη χρήση των  αντίστοιχων θεσμικών εργαλείων των ΑΕΙ στη λειτουργία τους (π.χ. εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας, στρατηγικό σχέδιο ιδρύματος).

Τμήματα

Συνολικά, λειτουργούν 423 Τμήματα, τα οποία στην πλειονότητά τους προσφέρουν προγράμματα προπτυχιακών σπουδών διάρκειας 8 εξαμήνων.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι επτά (7) ιδρύματα προσφέρουν προγράμματα σπουδών σε τουλάχιστον πέντε (5) πόλεις.

Το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος έχει τη μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά (7 πόλεις) και ακολουθούν τα Πανεπιστήμια Πατρών, Αιγαίου και Πελοποννήσου (6 πόλεις).

Έντεκα (11) ιδρύματα προσφέρουν τα προγράμματά τους μόνο σε μία πόλη.

Καταγράφεται μικρή μείωση του πλήθους των ενεργών φοιτητών κατά περίπου 10.000 (από 389.688 το 2021 σε 379.559 το 2022).

Αξιοσημείωτη είναι η συνεχιζόμενη αύξηση των προσφερόμενων ΠΜΣ από 1.176 το 2021 σε 1.258 το 2022, ενώ παρατηρείται και σημαντική αύξηση (σχεδόν 15%) των αποφοίτων ΠΜΣ από 24.006 το 2021 σε 27.470 το 2022.

Όπως προκύπτει, τα ιδρύματα είναι προσανατολισμένα κυρίως στις επιστήμες μηχανικών (18%), τις τέχνες και τις ανθρωπιστικές επιστήμες (16%), τις κοινωνικές επιστήμες (12%) και τη διοίκηση επιχειρήσεων και τις νομικές σπουδές (11%).

Σε μικρότερο ποσοστό τα ιδρύματα είναι προσανατολισμένα στις θετικές επιστήμες (10%) και τις επιστήμες υγείας (10%), την εκπαίδευση (7%), την πληροφορική (5%) και τις υπηρεσίες (2%).

Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων πληροφορικής αποφοιτά από τμήματα μηχανικών.

Το μεγαλύτερο ποσοστό του φοιτητικού πληθυσμού είναι ενεργοί προπτυχιακοί φοιτητές (76,8%) ενώ οι μεταπτυχιακοί φοιτητές είναι το 16,8% και οι υποψήφιοι διδάκτορες το 6,4% του συνόλου.

Μέλη ΔΕΠ που απασχολούνται

Συνολικά στα ελληνικά ΑΕΙ το 2021-22 απασχολούνταν 10.152 μέλη ΔΕΠ, 2.285 μέλη ΕΕΠ & ΕΔΙΠ και 1.042 μέλη ΕΤΕΠ.

Το μόνιμο διοικητικό προσωπικό ήταν 6.311 άτομα. Τα ιδρύματα με τα περισσότερα μέλη ΔΕΠ ήταν  το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1.659),  το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1.615),  ενώ τα λιγότερα μέλη ΔΕΠ υπηρετούσαν

  • στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (42),
  • στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (45),
  • στην ΑΣΠΑΙΤΕ (49) και
  • στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών (71).

Αντίστοιχα, τα περισσότερα μέλη ΕΕΠ & ΕΔΙΠ υπηρετούσαν :

  • στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (446),
  • στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (316) και
  • στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (249).

Κάτω από 20 μέλη ΕΕΠ & ΕΔΙΠ υπηρετούσαν

  • στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
  • στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς,
  • στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην ΑΣΠΑΙΤΕ.

Σχετικά με τα μέλη ΕΤΕΠ, τα περισσότερα καταγράφηκαν

  • στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (162),
  • στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (124) και
  • στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (111).

Ως προς το διοικητικό προσωπικό,

  • το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών απασχολούσε 1.377 άτομα και ακολουθούν
  • το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (528) και
  • το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (486), ενώ λιγότερα από 200 άτομα υπηρετούν:
  • στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (182),
  • το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (169),
  • το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (162),
  • το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (149),
  • το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο (141),
  • το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο (126),
  • το Πάντειο Πανεπιστήμιο (97),
  • το Ιόνιο Πανεπιστήμιο (91), το Πολυτεχνείο Κρήτης (86),
  • το Πανεπιστήμιο Πειραιώς (85), την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (52), την ΑΣΠΑΙΤΕ (51),
  • το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (50) και το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών (36).

Δείκτης Φοιτητές / Διδάσκοντα

Το πλήθος των φοιτητών υπολογίζεται τρεις φορές (ενεργοί, εγγεγραμμένοι, ενεργοί των τριών κύκλων) και οι διδάσκοντες δύο φορές (ΔΕΠ και σύνολο μόνιμου διδακτικού προσωπικού).

Είναι ενδιαφέρον πως όταν ο δείκτης για το σύνολο των ΑΕΙ υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος των ενεργών φοιτητών και στα τρία επίπεδα σπουδών και το σύνολο του διδακτικού προσωπικού, η αναλογία βελτιώνεται σημαντικά.

Συγκρίνοντας τις τιμές του δείκτη φοιτητές ανά μέλος διοικητικού προσωπικού σε προπτυχιακό επίπεδο, η καλύτερη αναλογία που σημειώνεται σε Ίδρυμα είναι 22 και η δυσμενέστερη 122.

Σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούν 67 προπτυχιακοί ενεργοί φοιτητές και 82 ενεργοί φοιτητές των τριών επιπέδων σπουδών ανά μέλος διοικητικού προσωπικού.

Χρηματοδότηση

Από τη σύγκριση των δεδομένων τα οποία αφορούν την εξωτερική και τη δημόσια χρηματοδότηση 10 των ελληνικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης για τα έτη 2020-21 και 2021-22 προκύπτει ότι η αύξηση της συνολικής χρηματοδότησης κατά 12,76% προήλθε από την αύξηση της εξωτερικής χρηματοδότησης κατά 14,17% και της δημόσιας χρηματοδότησης κατά 12,10%.

Το ποσοστό δημόσιας και εξωτερικής χρηματοδότησης στη συνολική χρηματοδότηση είναι σχεδόν σταθερό (68% δημόσια χρηματοδότηση, 32% εξωτερική χρηματοδότηση).

Σε 21 ιδρύματα η δημόσια χρηματοδότηση παρουσίασε το 2021-22 αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, σε 20 ιδρύματα διαπιστώθηκε αύξηση ως προς την εξωτερική χρηματοδότηση, ενώ σε 16 ιδρύματα υπάρχει ταυτόχρονη αύξηση τόσο της εξωτερικής όσο και της δημόσιας χρηματοδότησης.