Γιατί την Ορέστεια; Γιατί μας αφορά μια τριλογία αρχαίου δράματος κι ας είναι η μοναδική που έχει σωθεί εξ ολοκλήρου; Γιατί ένας σκηνοθέτης αναλάμβάνει ένα τέτοιο εγχείρημα όταν κατά κοινή ομολογία,απαιτείται γενναιότητα από την πλευρά του;
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Αντώνης Ντουράκης με συνοδοιπόρους άλλα δεκατέσσερα άτομα, τα υπόλοιπα μέλη της θεατρικής του ομάδας, του “lυττού“ ξεκίνησαν πριν από καιρό αυτό το δύσκολο μα γοητευτικό ταξίδι βρίσκοντας στην διαδρομή ερωτήματα αλλά και απαντήσεις.
‘’Τα ερωτήματα -αναφέρει μιλώντας στην “Π” -ξεκίνησαν μετά, αφού είχα μπει στην διαδικασία χωρίς να έχω πλήρη επίγνωση του εγχειρήματος και της κατάληξης του. Απλώς προσπάθησα να μάθω για να μπορώ να καταλάβω.
Δεν ξέρω αν χρειάζεται γενναιότητα, θάρρος ή θράσος να πεις θα ανεβάσω την Ορέστεια. Αυτό δεν μπορεί να γίνει έτσι κι αλλιώς. Όσο καιρό και να κάνω πρόβα αυτό δεν θα συμβεί γιατί λείπει το πλαίσιο μέσα στο οποίο λάμβανε χώρα μια τραγωδία.
Ένα πλαίσιο που παρουσίαζε ένα κόσμο εντελώς διαφορετικό και άγνωστο ως προς τον δικό μας κόσμο. Μπροστά στο ανοίκειο, νιώθω πως δε με παίρνει να αναμετρηθώ γιατί σίγουρα θα νικηθώ, παρά μόνο να προσπαθήσω να στοχαστώ και ανοίξω όλες μου τις αισθήσεις, για να αισθανθώ’’.
Συνήθως η προσπάθεια να πρωτοτυπήσουμε μας απομακρύνει από τον αληθινό μας εαυτό
Στο ερώτημα γιατί μας αφορά σήμερα ένα έργο παρουσίασε ο Αισχύλος για πρώτη φορά το 458 π.Χ. στη γιορτή των Διονυσίων, η απάντηση δεν μπορεί παρά να περικλείει πολλές πτυχές κι ένα πραγματικά ουσιώδες.
‘’Θα μπορούσα -λέει -να πω πολλά στο πόσο μας αφορά η Ορέστεια, αφού αδιαμφισβήτητα είναι ένα πολιτικό έργο από την στιγμή που ασχολείται με την συμπεριφορά και την μοίρα των ανθρώπων μέσα στο πλαίσιο της πόλης.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ούτε ένας θρησκευτικός οδηγός της αρχαίας Ελλάδας. Είναι πολλά. Το σημαντικό για μένα είναι ότι μας φέρνει κοντά στην ουσία μας. Μας απευθύνεται, μας ρωτάει, μας συμπεριλαμβάνει’’.
Πώς μπορεί να γίνει άλλωστε διαφορετικά όταν στον “Άγαμέμνονα”, σε μια από τις τραγωδίες της τριλογίας ,ο Αισχύλος μιλά για τον θεϊκό “νόμο ‘’Πάθος, μάθος, που ειδικά στην εποχή που ζούμε με την κρίση και την πανδημία γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρο.
Δεν φέρνουμε το έργο στο σήμερα, αλλά πάμε το σήμερα στο έργο
Ο κ. Ντουράκης στην συνέντευξη του στην “Π“ μιλά επίσης για την δική του οπτική στο ανέβασμα του αρχαίου δράματος επισημαίνοντας ότι όσο πιο προφανής είναι κάποιος τόσο πιο πρωτότυπος είναι. ‘’Προσπαθώ να κρατήσω την πρώτη σκέψη. Ό,τι έρχεται μετά, με πρόθεση να πρωτοτυπήσω το ίδιο το κείμενο μου το πετάει έξω αναφέρει χαρακτηριστικά.
Παράλληλα υπογραμμίζει ότι η σκηνοθετική ελευθερία έχει όρια καθώς ο συγγραφέας έχει προϋπάρξει του σκηνοθέτη. ‘’Μπορώ να δημιουργήσω ελεύθερα αλλά μέσα στην συνθήκη που μου δίνει ο συγγραφέας. Η ποίηση είναι η τέχνη των λέξεων. Και οι λέξεις έχουν σημασία.Πίσω από αυτές τις λέξεις είναι κρυμμένο αυτό που αναζητάς’’.
“Μπροστά στο ανοίκειο νιώθω πως δεν με παίρνει ν’ αναμετρηθώ, γιατί σίγουρα θα νικηθώ, παρά μόνο θα προσπαθήσω”
Κατά κοινή ομολογία το ανέβασμα της Ορέστειας απαιτεί γενναιότητα από την πλευρά του σκηνοθέτη.Ποιός ήταν ο δρόμος ώστε να αποφασίσισετε την αναμέτρηση με την τριλογία;
– Όταν άρχισα να φλερτάρω με την ιδέα του ανεβάσματος της Ορέστειας, που δεν θυμάμαι πότε μου συνέβη για πρώτη φορά, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί την Ορέστεια. Ποτέ άλλωστε δεν είχα κάποια ιδιαίτερη αγάπη στα αρχαία κείμενα. Πιο πολύ γιατί δεν τα καταλάβαινα. Διάβασα το έργο και κατέληξα στο ότι δεν έχω κανένα λόγο να ασχοληθώ γιατί δεν μου έλεγε κάτι. Η σκέψη συνέχισε να πηγαινοέρχεται στο μυαλό μου αλλά μέχρι εκεί.Πριν από ενάμισι και πλέον χρόνο σκέφτηκα να το διαβάσουμε όλη η ομάδα έχοντας κάνει και μια πρόχειρη διανομή.Το αποτέλεσμα της ανάγνωσης το οποίο δεν εξαντλήθηκε σε μια φορά, παρέμεινε το ίδιο. Ένα ερώτημα. Γιατί την Ορέστεια; Τελικά ανέβασα άλλα έργα. Και μόλις ανακοινώθηκε ο εγκλεισμός μας στα σπίτια λόγω κορονοϊού χωρίς κανένα ερώτημα του τύπου “γιατί”, “πώς”, “ πότε” ξεκίνησα πρόβες την Ορέστεια από το Ίντερνετ. Μια δουλειά του “τραπεζιού” με τους ηθοποιούς που έτσι κι αλλιως θα γινόταν.
Τα ερωτήματα ξεκίνησαν μετά, αφού είχα μπει στην διαδικασία χωρίς να έχω πλήρη επίγνωση του εγχειρήματος και της κατάληξης του. Απλώς προσπάθησα να μάθω για να μπορώ να καταλάβω.
Δεν ξέρω αν χρειάζεται γενναιότητα, θάρρος ή θράσος να πεις θα ανεβάσω την Ορέστεια. Αυτό δεν μπορεί να γίνει έτσι κι αλλιώς. Όσο καιρό και να κάνω πρόβα αυτό δεν θα συμβεί γιατί λείπει το πλαίσιο μέσα στο οποίο λάμβανε χώρα μια τραγωδία. Ένα πλαίσιο που παρουσίαζε ένα κόσμο εντελώς διαφορετικό και άγνωστο ως προς τον δικό μας κόσμο. Μπροστά στο ανοίκειο, νιώθω πως δε με παίρνει να αναμετρηθώ γιατί σίγουρα θα νικηθώ, παρά μόνο να προσπαθήσω να στοχαστώ και ανοίξω όλες μου τις αισθήσεις, για να αισθανθώ.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία για σας σ’ αυτό το έγχείρημα;
– Αυτό που μου πήρε πολύ χρόνο να καταλάβω και με δυσκόλεψε τόσο στην ανάγνωση του έργου όσο και στην προσπάθεια να το ζωντανέψω πάνω στην σκηνή ήταν ότι δεν είχα καταλάβει αυτό ακριβώς το πλαίσιο που ανέφερα παραπάνω μέσα στο οποίο συνέβαινε η τραγωδία. Η ελληνική τραγωδία είναι θέατρο δημοσίων συμβάντων. Γεννήθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα, μαζί με την δημοκρατία, στην πόλη της Αθήνας, παιζόταν στα πλαίσια μιας υψίστης σημασίας για τους αρχαίους, θρησκευτικής εορτής, και πέθανε στο τέλος του ίδιου αιώνα. Το βαθμό δυσκολίας σε όλο το προηγούμενο τον ενίσχυσε η κατανόηση για τον ρόλο που είχε στη τραγωδία, ιδιαίτερα στην Ορέστεια, η παρουσία του θεϊκού στοιχείου. Η αρχαία ελληνική θρησκεία προσπαθεί να λάβει υπόψη της ολόκληρο το φάσμα των διαθέσιμων μαρτυριών από τους μύθους και την ιστορία. Υπάρχει το δωδεκάθεο αλλά αφού η θεότητα είναι άφθαρτη, υπάρχουν κι άλλες δυνάμεις αρχαιότερες και πιο πρωτόγονες που επιδρούν και είναι μέρος αυτού του κόσμου. Το τρομερό πρόσωπο του Θεού.
Η Ορέστεια μάς φέρνει κοντά στην ουσία μας. Μας απευθύνεται, μας ρωτάει, μας συμπεριλαμβάνει”
Γιατί μας αφορά η «Ορέστεια»;
– Θα μπορούσα να πω πολλά στο πόσο μας αφορά η Ορέστεια, αφού αδιαμφισβήτητα είναι ένα πολιτικό έργο από την στιγμή που ασχολείται με την συμπεριφορά και την μοίρα των ανθρώπων μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ούτε ένας θρησκευτικός οδηγός της αρχαίας Ελλάδας. Είναι πολλά. Το σημαντικό για μένα είναι ότι μας φέρνει κοντά στην ουσία μας. Μας απευθύνεται, μας ρωτάει,μας συμπεριλαμβάνει.
– Στον “Αγαμέμνονα’ υπάρχει ο νόμος: “Πάθός-μάθος”. Πώς λειτούργησε αυτό σε σας κατά το ταξίδι της παράστασης;
– Στην γνώση αυτού του νόμου οδηγεί ο θεός τον άνθρωπο ακόμα και παρά την θέληση του. Η φρόνηση και η γνώση προκύπτουν μέσα από την εμπειρία. Τη γνώση τη γεννούν πολλές φορές τα δεινά. Όπως λέει ο χορός… είναι βίαιη η χάρις των θεών (στ.182)
Οι απλές πράξεις των ανθρώπων και τα πάθη μπορούν να κλονίσουν ολόκληρο το οικοδόμημα του σύμπαντος. Ένα σύμπαν που πρέπει να το σέβονται οι περαστικοί από την γη, θνητοί. Η Γη, ο Ουρανός, ο Ωκεανός, ο Ήλιος αποτελούν δυνάμεις αυτού του σύμπαντος, που αν κάποιος τις αγνοήσει μπορεί να προκαλέσει τρομερή εκδίκηση. Στο σύμπαν του Αισχύλου όλα έχουν σημασία και όλα αλληλεπιδρούν. Η ανθρωπότητα αποτελεί άλλη μια μεγάλη δύναμη του σύμπαντος που συνήθως, όχι πάντα, δρα για κακό.
Ως κοινωνία τι πιστεύετε ότι πρέπει να μάθουμε από την κρίση και την πανδημία;
– Δεν ξέρω κατα πόσο μπορώ να μιλήσω για μαθήματα. Έχω την αίσθηση πως ακόμα ψάχνουμε τον αίτιο. Αυτό που νιώθω είναι πως πρέπει να στραφούμε προς τα μέσα μας, και να αναλάβουμε αυτό που αναλογεί στον καθένα. Κάτι που έκανε η αρχαία τραγωδία, διότι σημαδεύει έναν σταθμό προς την διαμόρφωση του εσωτερικού ανθρώπου, του υπεύθυνου υποκειμένου. Ο άνθρωπος πρέπει να κατακερματίσει τον εαυτό του, να κρατήσει τα ουσιαστικά και να ξαναρχίσει από την αρχή.
“Δεν μπορώ να κάνω του κεφαλιού μου. Ο συγγραφέας έχει προϋπάρξει του σκηνοθέτη”
– Στο ανέβασμα του αρχαίου δράματος έχουμε δει τα τελευταία χρόνια παραστάσεις κλασικές αλλά και με γνώμονα την πρωτοτυπία, την αποδόμηση ή ακόμα και την διάλυση. Ποια είναι η δική σας προσέγγιση;
– Συνήθως η προσπάθεια να πρωτοτυπήσουμε μας απομακρύνει από τον αληθινό μας εαυτό. Όσο πιο προφανής είναι κάποιος τόσο πιο πρωτότυπος είναι. Προσπαθώ να κρατήσω την πρώτη σκέψη. Ό,τι έρχεται μετά, με πρόθεση να πρωτοτυπήσω το ίδιο το κείμενο μου το πετάει έξω.
– Εχει όρια η σκηνοθετική ελευθερία;
– Πιστεύω πως ναι. Έχει όρια. Δεν μπορώ να κάνω του κεφαλιού μου. Ο συγγραφέας έχει προϋπάρξει του σκηνοθέτη. Μπορώ να δημιουργήσω ελεύθερα αλλά μέσα στην συνθήκη που μου δίνει ο συγγραφέας. Η ποίηση είναι η τέχνη των λέξεων. Και οι λέξεις έχουν σημασία.Πίσω από αυτές τις λέξεις είναι κρυμμένο αυτό που αναζητάς.
– Όταν αποδομείς το κλασικό επιβεβαιώνεις την αξία του;
– Η διαδικασία της αποδόμησης ενός κλασικού κειμένου μάλλον είναι αναπόφευκτη. Αλλά είναι ο τρόπος να κατανοήσει κάποιος την ανάγκη που κάνει αυτά τα κείμενα να επαναλαμβάνονται επί τόσα χρόνια. Και ακριβώς αυτή η ανάγκη της επανάληψης τα καθιστά κλασικά.
“Δεν θα πάψω ν’ ασχολούμαι με αυτά τα κείμενα γιατί με φέρνουν πιο κοντά σ’ αυτό που έχω απομακρυνθεί: την ουσία μου”
Όταν ο Γιάννης Τσαρούχης ανέβασε τις «Τρωάδες» σαν Μικρασιάτισσες πρόσφυγες, ή γυναίκες της Κύπρου, έλεγε: «Δεν θέλησα να φέρω κοντά μας το έργο, αλλά να δείξω πόσο είναι κοντά μας’’. Αυτό που βλέπει ο θεατής σήμερα πρέπει να είναι σύγχρονο θέατρο βασισμένο σε αρχαία κείμενα;
– Ναι. Με την έννοια που το λέει ο Τσαρούχης έτσι οφείλει να είναι μια παράσταση. Δεν φέρνουμε το έργο στο σήμερα αλλά πάμε το σήμερα στο έργο, βλέπουμε πόσο κοντά είναι.
Ποιό είναι το δικό σας επιμύθιο;
– Δεν τα πάω καλά με τα επιμύθια, αλλά αν κάτι θα μπορούσα να πω για την ενασχόληση μου με την Ορέστεια είναι πως στο εξής δεν θα πάψω να ασχολούμαι με αυτά τα κείμενα γιατί με φέρνουν πιο κοντά σε αυτό που έχω απομακρυνθεί: την ουσία μου.
Τη Δευτέρα 7/9 στο κηποθέατρο “Ν. Καζαντζάκης”
Η Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόρες, Ευμενίδες) του Αισχύλου είναι η μόνη σωζόμενη τριλογία, της εποχής άνθησης της τραγωδίας τον 5 αιώνα π.Χ. Διδάχθηκε το 458 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Η παράσταση θα παρουσιαστεί την Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου, στις 9 το βράδυ, στο κηποθέατρο “Ν. Καζαντζάκης”.
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης, σκηνικά: Κατερίνα Βασιλειάδη, κοστούμια: Ανθή Οικονόμου, πρωτότυπη μουσική- σύνθεση ήχων- μελοποίηση: Έρη Ζερβάκη, μουσικοί επί σκηνής: Έρη Ζερβάκη, Γιάννης Λιόκαλος, μακιγιάζ: Κατερίνα Ριζούλη
Παίζουν: Φύλακας, Αίγισθος: Γιάννης Λιόκαλος, Κλυταιμνήστρα: Αναστασία Σακέτου, Κήρυκας, οικέτης: Δημήτρης Κολοτούρος, Αγαμέμνονας, Απόλλωνας: Αντώνης Ντουράκης, Κασσάνδρα: Δάφνη Di Gregorio, Ορέστης: Γιάννης Καββαλάκης, Πυλάδης: Γιώργος Διβόλης, Ηλέκτρα: Γεωργία Μαλαξιανάκη, Κορυφαία: Κατερίνα Βασιλειάδη, Πυθίας προφήτης: Αθηνά Αρμενάκη, Αθηνά: Ελένη Χριστοδούλου- Αρναουτάκη, Προπομπός: Αναστασία Σιμόνη, Χορός- Χορός αιχμαλωτίδων- Χορός Ευμενίδων: όλοι οι ηθοποιοί.
Προπώληση εισιτηρίων στο βιβλιοπωλείο Αναλόγιο και στο ταμείο του Θεάτρου. Γενική είσοδος 15 ευρώ, προπώληση 12 ευρώ, φοιτητές-άνεργοι 10 ευρώ.