Επί 35 χρόνια βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της θαλάσσιας έρευνας, υπήρξε ο πρώτος διευθυντής του ΙΘΑΒΙΚ, πρωτεργάτης της δημιουργίας του, της κατασκευής του ωκεανογραφικού σκάφος ΦΙΛΙΑ και σήμερα ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ο κ. Αναστάσιος Ελευθερίου μιλά στην «Π» για την απόφασή του να έρθει στην Κρήτη από τη Σκωτία και προβλέπει το μέλλον της θαλάσσιας έρευνας στην χώρα μας. «Η δημιουργία του ΕΛΚΕΘΕ, με τη συμβολή του ΙΘΑΒΙΚ, συνεχίζει να έχει σημαντική επιρροή στον κόσμο της Επιστήμης, της Τεχνολογίας, της Βιομηχανίας και της Εκπαίδευσης και αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό κέντρο αριστείας στις θαλάσσιες επιστήμες στο σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου», τονίζει.
Η συνέντευξη έχει ως εξής:
Περιγράψτε μας την εικόνα του ΙΘΑΒΙΚ όταν ξεκινήσατε να εργάζεστε. Πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση του σημερινού ΕΛΚΕΘΕ;
«Μετά από 35 χρόνια παραμονής μου στα ακαδημαϊκά και ερευνητικά κέντρα της Σκωτίας, η πρόσκληση από το Πανεπιστήμιο Κρήτης για την ανάπτυξη μιας μονάδας για τη θαλάσσια έρευνα και εκπαίδευση ήταν κάτι που με ενδιέφερε ιδιαίτερα και ανταποκρίθηκα άμεσα και χωρίς δισταγμό.
Το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την υλοποίηση αυτών των στόχων ήταν η εξασφάλιση μιας σημαντικής χρηματοδότησης από το πρόγραμμα «Science for Stability» του ΝΑΤΟ για την ενίσχυση της έρευνας στις ελληνικές θάλασσες με τη δημιουργία υλικοτεχνική υποδομής, την αγορά εξοπλισμού, την απόκτηση τεχνογνωσίας και τη ναυπήγηση ενός νέου ερευνητικού σκάφους, του «ΦΙΛΙΑ».
Αυτή η σημαντική επένδυση στη έρευνα επέτρεψε τελικά την ίδρυση, το 1987, ενός ανεξάρτητου Ερευνητικού Ινστιτούτου εποπτευόμενου από την ΓΓΕΤ με τίτλο: “Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης”, γνωστό σε όλους και ως “ΙΘΑΒΙΚ”. Τα πρώτα βήματα ήταν δύσκολα.
Το ερώτημα που έθεταν ήταν: θα πετύχει το στoίχημα; Αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του Ινστιτούτου είχα πλήρη συναίσθηση των δυσκολιών που θα έπρεπε να αντιμετωπίσω προκειμένου να το κερδίσουμε. Προοδευτικά, με τη δημιουργία ενός μικρού στη αρχή αλλά ιδιαίτερα δυναμικού πυρήνα νέων ερευνητών, με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση αναλάβαμε και διεκπεραιώσαμε τους βασικούς στόχους αυτού του εγχειρήματος.
Σύντομα, το Ινστιτούτο κερδίζει την αναγνώριση στα κυκλώματα των διεθνών ερευνητικών οργανισμών. Όταν στην πορεία του αναπτύσσεται μια κρίσιμη μάζα επιστημόνων, το Ινστιτούτο έχει πλέον τη μορφή ενός διεθνούς ερευνητικού οργανισμού υψηλών προδιαγραφών.
Η δημιουργία επτά ερευνητικών τμημάτων καλύπτουν τους τομείς των υδατοκαλλιεργειών, της θαλάσσιας οικολογίας και βιοποικιλότητας, της ωκεανογραφίας, της τεχνολογίας και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, των υδροακουστικών και συστημάτων θαλάσσιων πληροφοριών, της γενετικής και μοριακής βιολογίας, της αλιείας και των πολυμέσων.
Στο διάστημα μιας δεκαετίας το ΙΘΑΒΙΚ βρέθηκε στην αιχμή της έρευνας της θαλάσσιας βιολογίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ένα μικρό μέρος του προϋπολογισμού, λιγότερο από 10%, καλυπτόταν από την εθνική χρηματοδότηση. Το μεγαλύτερο μέρος του διασφαλιζόταν από ανταγωνιστικές κυρίως ευρωπαϊκές αλλά και εθνικές χρηματοδοτήσεις, από την παροχή υπηρεσιών προς τον δημόσιο τομέα και τη βιομηχανία καθώς και από την πώληση προϊόντων.
Η αύξηση των εσόδων του Ινστιτούτου επέτρεψε την πρόσληψη πρόσθετου προσωπικού και νέων ερευνητών, καθώς και την απόκτηση σύγχρονου εργαστηριακού εξοπλισμού και εξοπλισμού πεδίου καθώς και ειδικών υποδομών για υποθαλάσσια έρευνα κι εξερεύνηση, όπως αυτόνομα τηλεκατευθυνόμενα οχήματα. Μια σημαντική δραστηριότητα υπήρξε και η δημιουργία του ενυδρείου Κρήτης (CretAquarium) ο αρχικός σχεδιασμός του οποίου ανάγεται στο 1989.
Η ιδέα αυτή παρέμεινε ανενεργή μέχρι να υλοποιηθεί με την εξεύρεση χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Όμως μέχρι τότε η θητεία μου στο ΙΘΑΒΙΚ είχε λήξει.
Το Ινστιτούτο στη σύντομη πορεία του πέτυχε πολλά, ενώ έδωσε στους συναδέλφους μου αυτοπεποίθηση, ερευνητική πείρα, καθώς και την ικανοποίηση της δημιουργίας. Το ΙΘΑΒΙΚ κέρδισε όχι μόνο την αναγνώριση των αντίστοιχων διεθνών επιστημονικών φορέων αλλά και την εκτίμηση και την αγάπη της τοπικής κοινωνίας.
Όλα αυτά όμως είχαν ένα τέλος γιατί το 2001 αποφασίστηκε η συνένωση του ΙΘΑΒΙΚ με το Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΚΘΕ) – αντίστοιχο οργανισμό ΝΠΔΔ με έδρα την Αθήνα – για να δημιουργηθεί το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, το ΕΛΚΕΘΕ. Η γνώμη μου που στηριζόταν στην εμπειρία μου – ήμουν εξάλλου ο μόνος που είχε υπηρετήσει στη διοίκηση και των δυο οργανισμών – ήταν ότι επρόκειτο για μια λανθασμένη απόφαση. Πράγματι, ο κατακερματισμός του ΙΘΑΒΙΚ έφερε το τέλος σε μια σχετικά σύντομη αλλά εξαιρετικά δημιουργική και πρωτόγνωρη για τα Ελληνικά δεδομένα πορεία του.
Η δημιουργία του ΕΛΚΕΘΕ, με τη συμβολή του ΙΘΑΒΙΚ, συνεχίζει να έχει σημαντική επιρροή στον κόσμο της Επιστήμης, της Τεχνολογίας, της Βιομηχανίας και της Εκπαίδευσης και αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό κέντρο αριστείας στις θαλάσσιες επιστήμες στο σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου».
Το ΦΙΛΙΑ και το ΑΙΓΑΙΟ και τώρα περιμένετε το νέο ωκεανογραφικό, τι πιστεύετε πως θα προσθέσει στη δύναμη του ΕΛΚΕΘΕ;
«Οι σύγχρονες τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις απαιτούν τη χρήση πλήρως εξοπλισμένων πολλαπλών δυνατοτήτων ερευνητικών σκαφών. Μετά από δεκαετίες συνεχούς χρήσης και έχοντας καλύψει εκατοντάδες χιλιάδες ναυτικών μιλίων, ο μικρός στόλος του ΕΛΚΕΘΕ έχει ανάγκη ανανέωσης με τη ναυπήγηση ενός σύγχρονου ερευνητικού πλοίου για να αντιμετωπισθούν οι αυξανόμενες ανάγκες σύγχρονης έρευνας στο θαλάσσιο χώρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και όχι μόνο. Σχετικά με τη ναυπήγηση του νέου σκάφους, εκτός από τις περιληπτικές τεχνικές προδιαγραφές, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκείς πληροφορίες για τις ερευνητικές κατευθύνσεις και τους στόχους που θα αναλάβει να διεκπεραιώσει. Γενικά γνωρίζουμε ότι θα έχει ένα μήκος 70 μέτρων, θα διαθέτει πλήρωμα 20 ατόμων, ενώ θα είναι ικανό να φιλοξενήσει 30 ερευνητές. Πλοίο τέτοιων προδιαγραφών θα μπορεί να πραγματοποιεί ερευνητικούς πλόες μεγάλης διάρκειας και μακρινών προορισμών και να είναι λειτουργικό ακόμη και σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ο μεγάλος αριθμός επιστημόνων στο πλοίο θα επιτρέπει την πολυδιάστατη αντιμετώπιση των αναγκών των προγραμμάτων και θα συμβάλλει στην καλύτερη και πιο αποτελεσματική χρήση των ερευνητικών πόρων.
Πέρα του εξοπλισμού που χρειάζεται για κλασσικού τύπου έρευνες (μετρήσεις, δειγματοληψίες, αναλύσεις) θα πρέπει να υπάρχουν οι δυνατότητες για τον χειρισμό και την πόντιση ανεξάρτητων τηλεκατευθυνόμενων οχημάτων (ρομπότ) για την εξερεύνηση της βαθιάς θάλασσας της οποίας την οικολογία και τους βιογεωχημικούς κύκλους εξακολουθούμε σε μεγάλο βαθμό να αγνοούμε. Η εγκατάσταση ηλεκτρονικών συστημάτων τελευταίας τεχνολογίας που εμπλέκονται στη διεξαγωγή ερευνητικών δραστηριοτήτων πεδίου και εργαστηρίου θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη».
Αν μπορείτε να κάνετε έναν απολογισμό, πόσα ταξίδια έχετε πραγματοποιήσει στη θάλασσα, σε ποιους προορισμούς έχετε φτάσει;
«Μόλις στη περίοδο του Μεσοπολέμου, ο επιστημονικός κόσμος αντιλήφθηκε πόσα λίγα γνωρίζουμε για τη θάλασσα που αποτελεί βασική προϋπόθεση της ύπαρξής μας. Οι Κυβερνήσεις εκλήθησαν τότε να στηρίξουν τη θαλάσσια έρευνα, γεγονός που είχε όχι μόνο περιβαλλοντικές και οικονομικές αλλά και πρωτόγνωρες πολιτικές διαστάσεις. Οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη του παγκόσμιου Ωκεανού έβαλαν τις βάσεις των σύγχρονων Θαλάσσιων Επιστημών που ήταν απαραίτητες για να κατανοήσουμε τη σημαντικότητα της θάλασσας για την ανθρωπότητα.
Η συμμετοχή μου σε ορισμένες από αυτές τις αποστολές ήταν σε διαφορετικές θάλασσες και ωκεανούς όπως στη Βόρεια Θάλασσα, τη Θάλασσα της Νορβηγίας και τον βόρειο-ανατολικό και ανατολικό Ατλαντικό Ωκεανό, την Αραβική Θάλασσα, τον Ινδικό Ωκεανό, τον ανατολικό Ειρηνικό Ωκεανό στο ύψος του Ισημερινού, στα νησιά Γκαλαπάγκος, στην ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο, το Ιόνιο και στο Λιβυκό Πέλαγος. Παράλληλα, ολοκληρώσαμε μελέτες και σε πολλές παράκτιες περιοχές. Αυτές οι αποστολές ήταν συχνές και διαφορετικής διάρκειας και οι περισσότερες χωρίς διακοπή και μας επέτρεψαν να κατανοήσουμε το πώς λειτουργούν τα θαλάσσια οικοσυστήματα, πώς να ερμηνεύσουμε τις φυσικές διακυμάνσεις τους από τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις, την παραγωγικότητα του συστήματος, την αειφόρο εκμετάλλευση βιοτικών και φυσικών πόρων και τελικά τι σημαίνουν όλα αυτά για τον άνθρωπο.
Οι συνθήκες διαβίωσης στα ερευνητικά πλοία ήταν γενικά ικανοποιητικές, αν και όχι πάντα ευχάριστες, αλλά και κουραστικές ενώ δεν είχαν πάντοτε ομαλή έκβαση εξαιτίας της επικράτησης ακραίων καιρικών και επικίνδυνων συνθηκών. Πολλές απρόσμενες πολιτικές παρεμβάσεις οδηγούσαν πολλές φορές στην ακύρωση διεθνών αποστολών ακόμη και στην ακινητοποίηση του πλοίου και τη σύλληψη του πληρώματος και των ερευνητών, όπως συνέβη σε μία αποστολή στην ανατολική Μεσόγειο που κατέληξε σε τραγωδία.
Παρά τις αντιξοότητες, το κάθε ερευνητικό ταξίδι ήταν για μένα μια περιπέτεια που την αντιμετώπιζα με ενδιαφέρον, περιέργεια, προσμονή για ένα εποικοδομητικό αποτέλεσμα και πάντα μέσα σε μια ατμόσφαιρα συντροφικότητας που με οδήγησε σε φιλίες και συνεργασίες που αψηφούν το πέρασμα του χρόνου».
Μέσα από τόσες δεκαετίες θαλάσσιας έρευνας, πόσα μυστικά της θάλασσας έχουμε ανακαλύψει και πόσα ακόμα μένουν κρυμμένα;
«Ως ένα βαθμό έχουμε κάνει σημαντικά βήματα στη μελέτη της κυκλοφορίας των ωκεανών, τη θαλάσσια βιολογία και οικολογία και στους μηχανισμούς που αφορούν τα οικοσυστήματα, την παραγωγικότητα της θάλασσας, τα τροφικά πλέγματα, τους ιχθυοπληθυσμούς και πολλά άλλα θέματα που μας δίνουν μια γερή βάση για να προχωρήσουμε παρακάτω. Φυσικά και θα θέλαμε να γνωρίζουμε περισσότερα ώστε να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα.. Το ρητό «Δεν ξέρουμε τι δεν ξέρουμε» ισχύει απόλυτα σε αυτή τη περίπτωση. Έχει λεχθεί ότι γνωρίζουμε περισσότερα για την επιφάνεια της σελήνης απ’ ό,τι γνωρίζουμε για το βυθό της βαθιάς θάλασσας. Ο άνθρωπος αντιμετώπισε τη θάλασσα με δέος, ένα στοιχείο όχι εύκολα προσβάσιμο, αφιλόξενο και μυστηριώδες, και επομένως προτίμησε να το αγνοήσει. Και όμως η θάλασσα ακόμη και τώρα μας εκπλήσσει ειδικά όταν ανακαλύπτουμε προϊστορικά ψάρια που εξακολουθούν να ζουν και άγνωστα γιγάντια καλαμάρια να κάνουν συχνά την εμφάνισή τους στην επιφάνεια της. Με βάση τον ρυθμό ανακάλυψης νέων ειδών προβλέπεται ότι υπάρχουν εκατομμύρια ειδών που παραμένουν άγνωστα για την Επιστήμη, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τον πραγματικά ανυπολόγιστο αριθμό βακτηρίων και ιών που ζουν στο θαλάσσιο χώρο. Υπάρχουν πολλά οικοσυστήματα και περιοχές της βαθιάς θάλασσας που παραμένουν και σήμερα τελείως άγνωστα. Η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη βαθιών υδροθερμικών πηγών και ένα νέο οικοσύστημα που λειτουργεί μέσω χημειοσυνθετικών διεργασιών και με απόλυτη απουσία οξυγόνου και φωτός αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα.
Από τη μελέτη των οργανισμών και των διαφόρων οικοσυστημάτων έχει προκύψει η ανακάλυψη ενός σημαντικού βιοφαρμακευτικού δυναμικού με την παραγωγή ουσιών από ασπόνδυλους οργανισμούς (σπόγγοι, κοράλλια, μαλάκια και θαλάσσια φύκη), τα οποία χρησιμεύουν για ιατρικούς και βιομηχανικούς σκοπούς. Ουσίες που έχουν αντιβιοτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία πολλών ασθενειών, όπως ο καρκίνος και η λευχαιμία, αποδεικνύονται σήμερα ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
Συγχρόνως, η ανακάλυψη νέων ενζύμων με βιομηχανικές εφαρμογές έχουν δημιουργήσει μια εντατικοποίηση στις έρευνες για την παραγωγή προϊόντων για την φαρμακοβιομηχανία, την βιοτεχνολογία, την παραγωγή καλλυντικών κ.α. Μικρόβια που απομονώνονται από ακραία περιβάλλοντα χρησιμοποιούνται σήμερα ιδιαίτερα στην βιομηχανία. Και αν θα θέλαμε να διερωτηθούμε τι άλλο μπορεί να μας προσφέρει η θάλασσα; Η απάντηση είναι χίλια-μύρια ακόμη πράγματα, την ύπαρξη των οποίων δεν γνωρίζουμε. Δηλαδή με άλλα λόγια όντως «Δεν ξέρουμε τι δεν ξέρουμε».
Το ΕΛΚΕΘΕ είναι κέντρο αριστείας
Προβλέπετε το αύριο του ΕΛΚΕΘΕ και της θαλάσσιας έρευνας γενικότερα;
«Το ΕΛΚΕΘΕ έχει ήδη αποδείξει ότι αποτελεί κέντρο αριστείας εφάμιλλο των άλλων ερευνητικών Κέντρων της Ευρώπης. Οι νέες όμως προκλήσεις βάζουν ορισμένες προϋποθέσεις για την συνέχιση της ανοδικής πορείας των θαλάσσιων επιστημών στη χώρα μας. Η βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη του Κέντρου και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς του είναι η θέσπιση μιας εθνικής πολιτικής, η οποία θα στηρίζει θεσμικά τη θαλάσσια έρευνα με τις απαραίτητες νομοθετικές διατάξεις και με μια σταθερή και επαρκή χρηματοδότηση που θα καλύπτει όλες τις διοικητικές αλλά και όλες τις βασικές ερευνητικές δραστηριότητες. Συμπληρωματικές χρηματοδοτήσεις και εξωτερικοί πόροι από κοινοτικά προγράμματα ενισχύουν την ανάπτυξη του Κέντρου, όμως δε θα πρέπει να υποκαθιστούν την ελλιπή εθνική χρηματοδότηση, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση εθνικής πολιτικής.
Η μελλοντική εξέλιξη του Κέντρου προαπαιτεί αλλαγές και βελτιώσεις του διοικητικού και ερευνητικού ιστού και αναφορά στις διεθνείς προτεραιότητες όλου του φάσματος θαλάσσιας έρευνας οι οποίες θα πρέπει να αποτελέσουν τον ερευνητικό πυρήνα των δραστηριοτήτων του Κέντρου.
Προσαρμογές και βελτιώσεις των Διοικητικών Υπηρεσιών στην υποστήριξη των ερευνητικών δραστηριοτήτων απαιτούν μια στενή συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών Ινστιτούτων του Κέντρου και της Διεύθυνσης. Άλλες δυνατές βελτιώσεις μπορούν να περιλαμβάνουν:
Θεσμοθέτηση ετήσιας αξιολόγησης του διοικητικού αλλά και του επιστημονικού προσωπικού του Κέντρου.
Σχεδιασμός πενταετούς προγράμματος για την υλοποίηση μεσοπρόθεσμων ερευνητικών στόχων.
Ενίσχυση των υφιστάμενων ερευνητικών και τεχνικών υποδομών και προοδευτική ανανέωση του εξοπλισμού καθώς και αναβάθμιση του ερευνητικού στόλου.
Ανάπτυξη και εφαρμογή προηγμένης τεχνολογίας στις δραστηριότητες της Μοριακής Βιολογίας και των Υδατοκαλλιεργειών.
Ενίσχυση συνεργασιών με ακαδημαϊκούς φορείς και συμμετοχή σε νέες εκπαιδευτικές δραστηριότητες και ακαδημαϊκά προγράμματα.
Συμμετοχή σε διεθνή δίκτυα και πρωτοβουλίες.
Προβολή της ερευνητικής εικόνας και των δυνατοτήτων του Κέντρου.
Διάχυση πληροφοριών για το θαλάσσιο περιβάλλον και τη θαλάσσια ζωή με σεμινάρια, διαλέξεις και οπτικοακουστικά μέσα για το ευρύτερο κοινό και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να κατανοήσουμε ότι η θάλασσα έρευνα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αποτελεί μια προτεραιότητα στη ζωή μας, την οικονομία, το περιβάλλον και να είναι μια έκφραση εθνικής πολιτικής για την περιφρούρηση των εθνικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ολόκληρη την Ελληνική θαλάσσια επικράτεια, όπως αποδεικνύεται από τα πρόσφατα γεγονότα διεκδικήσεων και αμφισβήτησης από ορισμένες γειτονικές χώρες».