Δεν είναι μονάχα μία διακεκριμένη επιστήμονας αλλά μία ιδεολόγος, μία ερευνήτρια που θεωρεί χρέος της να καταστήσει τα αποτελέσματα της έρευνάς της προσβάσιμα στο ευρύ κοινό και όχι μόνο στους εύπορους πολίτες.
Ο λόγος για την παγκοσμίου φήμης επιστήμονα Jennifer Doudna, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Berkeley, συν-εφευρέτη (με την Emmanuelle Charpentier) του συστήματος CRISPR, η οποία είναι η κεντρική ομιλήτρια των φετινών Διαλέξεων Ωνάση.
Η νέα αυτή τεχνολογία μετέτρεψε έναν αρχαίο μηχανισμό βακτηριακής ανοσολογικής απόκρισης σε μια ισχυρή και ευρέως χρησιμοποιούμενη γονιδιακή τεχνολογία, με πολλαπλές εφαρμογές στις βιοϊατρικές επιστήμες. Στην Jennifer Doudna απονεμήθηκε το 2015 το Breakthrough Prize in Life Sciences.
Η ομιλία της, που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, με θέμα “Γονιδιακή Επεξεργασία: Ξαναγράφοντας τον Κώδικα της Ζωής” θα γίνει σήμερα στις 8 το βράδυ στο αμφιθέατρο του ΙΤΕ.
Η συνέντευξη που παραχώρησε στην «Π» έχει ως εξής:
Εξηγήστε μας ποια είναι η σημασία της μεθόδου CRISPR που αναπτύξατε;
«Αποτελεί ένα εργαλείο για να αλλάξει κανείς το DNA, τον κώδικα της ζωής. Το ιδιαίτερο είναι πως επιτρέπει στους επιστήμονες να κάνουν ακριβείς αλλαγές στη δομή του DNA, μας προσφέρει την ευκαιρία να κατανοήσουμε τη λειτουργία των γονιδίων και τελικά να θεραπεύουμε γενετικές ασθένειες. Θα πρόσθετα ότι η τεχνολογία αυτή μπορεί να φανεί χρήσιμη όχι μόνο σε ανθρώπους αλλά και σε ζώα, φυτά και βακτήρια. Έχει εφαρμογή σε κάθε είδους DNA».
Ποιες ασθένειες βάζει στο στόχαστρό της η συγκεκριμένη μέθοδος;
«Θα μπορεί να θεραπεύσει τη μεσογειακή αναιμία, που είναι μία ασθένεια γνωστή εδώ και δεκαετίες, πρόκειται για μία γενετική ανωμαλία σε ένα μόνο γονίδιο. Μέχρι πρόσφατα, οι επιστήμονες δεν είχαν κανένα τρόπο να τη θεραπεύσουν, να αλλάξουν τη δομή του DNA σε αυτά τα κύτταρα, τώρα με την CRISPR την έχουν. Θα είναι η πρώτη ασθένεια που ίσως θεραπευτεί εντελώς με αυτή τη μέθοδο.
Θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση, ακόμα και τη θεραπεία και άλλων ασθενειών του αίματος αλλά και των ματιών. Υπάρχουν γενετικές ασθένειες των ματιών που προκαλούν τύφλωση όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα μπορούσαμε να αλλάξουμε το DNA στα κύτταρα των ματιών και να αποτρέψουμε την τύφλωση».
Υπάρχει η ελπίδα να μην έχουμε πια τυφλούς ανθρώπους γύρω μας;
«Όπως γνωρίζετε χρειάζεται χρόνος για να αναπτυχθούν θεραπείες για τις ασθένειες. Είναι απαραίτητο να δοκιμάσουμε την τεχνολογία πρώτα σε ζώα και μετά σε ανθρώπους και να σιγουρευτούμε ότι πρώτα από όλα η τεχνολογία αυτή είναι ασφαλής και στη συνέχεια να βεβαιωθούμε ότι είναι αποτελεσματική.
Οπότε, μάλλον θα δούμε κλινικές δοκιμές για τις ασθένειες του αίματος και των ματιών τα επόμενα δύο χρόνια, χρειάζονται περίπου πέντε ακόμα χρόνια για να ολοκληρωθούν. Συνεπώς, ελπίζω ότι σε λιγότερο από δέκα χρόνια θα έχουμε θεραπεία μέσω της CRISPR που θα είναι προσβάσιμη στον άνθρωπο.
Το ένα θέμα είναι αυτό, το άλλο αφορά στο κόστος και τη δυνατότητα οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο να έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, ειδικά αν θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι η συγκεκριμένη τεχνολογία δεν απευθύνεται μονάχα σε εύπορους ανθρώπους αλλά σε όλους. Αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει, προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να διαχειριστούμε αυτό το θέμα, που αποτελεί μία πρόκληση για μας».
Θεωρείτε, δηλαδή, ότι ένας επιστήμονας έχει χρέος να πιέζει τους αρμόδιους, τα κέντρα λήψης αποφάσεων, να φτάνουν τα αποτελέσματα της έρευνας στο ευρύ κοινό;
«Ναι, πιστεύω πως είναι καθήκον μας. Δεν είμαστε απλώς επιστήμονες, είμαστε υπεύθυνοι πολίτες.
Όπως ανέφερα στους φοιτητές που παρακολουθούν τις διαλέξεις, μεγάλωσα σε ένα μικρό νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό, ακριβώς στο αντίθετο σημείο από όπου βρίσκεται η Κρήτη. Ήμουν σε μια μικρή πόλη, δεν είδα ποτέ μία γυναίκα επιστήμονα, λάτρευα, όμως, τα μαθηματικά και τη χημεία και η βιολογία με συνέπαιρνε. Έτσι αποφάσισα να γίνω επιστήμονας.
Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής Λογοτεχνίας, ήταν ένας ιδεολόγος. Μας έθετε ερωτήματα, όπως «Γιατί έχει ο κόσμος αυτή τη μορφή;», «Γιατί είναι έτσι οι πολιτισμοί;». Ευγνωμονώ τον πατέρα μου για την εκπαίδευση που μου παρείχε. Εκείνος ήταν που σκεφτόταν ότι η δουλειά μας γίνεται στο πλαίσιο μίας κοινωνίας, ότι έχουμε χρέος να προσφέρουμε στο σύνολο».
Υπάρχουν στιγμές που νιώθετε ότι φτάσατε στα όριά σας; Ότι η έρευνα σταματά και η ηθική ξεκινά;
«Προσωπικά, δεν θα αισθανόμουν άνετα να κάνω έρευνα που θα μπορεί να βλάψει τους ανθρώπους, τα ζώα ή το περιβάλλον. Για μένα ως επιστήμονα είναι κρίσιμο να συζητώ ανοιχτά και να «εκπαιδεύω» τους άλλους για την τεχνολογία CRISPR. Ελπίζω να υπάρξει μία διεθνής συμφωνία ότι οι επιστήμονες θα δουλέψουν μαζί προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η συγκεκριμένη τεχνολογία θα χρησιμοποιείται προς όφελος της ανθρωπότητας χωρίς να υπάρξει κίνδυνος να τη βλάψει.
Θέλω να τονίσω ότι η τεχνολογία CRISPR αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα του τι μπορεί να ανακαλύψει κανείς μέσω της έρευνας που βασίζεται στην περιέργεια, δεν είναι εστιασμένη στην προσπάθεια να αναπτύξουμε μία νέα τεχνολογία αλλά να κατανοήσουμε τη βασική βιολογία που, τελικά, οδηγεί σε νέες τεχνολογίες.
Νιώθω την ανάγκη να το πω, γιατί, ως επιστήμονες, έχουμε καθήκον να εξηγήσουμε στον κόσμο γιατί είναι σημαντικό τα χρήματα που λαμβάνει το κράτος από τους φόρους να χρησιμοποιούνται για να κάνουμε βασική έρευνα».
Είστε φιλοξενούμενη του ΙΤΕ και των Διαλέξεων Ωνάση. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από το Ίδρυμα αλλά και το νησί μας;
«Το ΙΤΕ είναι ένα αξιοθαύμαστο Ίδρυμα, οι Διαλέξεις είναι διεθνώς αναγνωρισμένες. Θυμάμαι όταν ακόμα ήμουν στην αρχή της πορείας μου ως επιστήμονας, είχα μάθει για τις Διαλέξεις και φρόντιζα να πληροφορούμαι τα ονόματα των ομιλητών κάθε χρόνο. Πάντα με ενδιέφερε να βλέπω τα θέματα που συζητούνταν με τους φοιτητές.
Αυτό είναι το «κλειδί» της επιτυχίας. Δεν μιλάνε μονάχα οι επιστήμονες μεταξύ τους αλλά το κοινό αποτελείται από αυριανούς ερευνητές. Το σημαντικό για μας, όσους είμαστε ακαδημαϊκοί, είναι να μοιράζουμε τη γνώση που έχουμε κατακτήσει και να κτίζουμε το μέλλον.
Ήρθα στην Ελλάδα το 1992 με τη μητέρα μου, η οποία δίδασκε σε ένα μικρό κολλέγιο στην Αθήνα τη δεκαετία του ’50. Είχε κρατήσει φιλίες, διατηρούσε επαφή μέσω αλληλογραφίας για 35 χρόνια. Τη δεκαετία του ’90 επιστρέψαμε, πήγαμε στην Αθήνα αλλά ήρθαμε και στην Κρήτη και διασχίσαμε το Φαράγγι της Σαμαριάς. Στην Κρήτη, έχω έρθει ακόμα δύο φορές για να λάβω μέρος σε συνέδρια».