Η τραγωδία της 23ης Ιουλίου στο Μάτι

Μία αλυσίδα λαθών και παραλείψεων συνέτεινε στην πρωτοφανή τραγωδία της 23ης Ιουλίου στο Μάτι, με απολογισμό 96 νεκρούς. Ορισμένες από τις δυσλειτουργίες του μηχανισμού έχουν ήδη επισημανθεί από την Εισαγγελία Πρωτοδικών, τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού (ΔΑΕΕ) και τους ανεξάρτητους πραγματογνώμονες και τεχνικούς συμβούλους που διεξάγουν παράλληλες έρευνες, φέρνοντας στο φως και νέα στοιχεία για τα αίτια της τραγωδίας. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Καθημερινής», οι έρευνες συγκλίνουν στα εξής ευρήματα – συμπεράσματα:

  • Το «199» της Πυροσβεστικής ειδοποιήθηκε για την πυρκαγιά στις 4.49 μ.μ. Ωστόσο, από βίντεο που κατέγραψε ιδιωτική κάμερα ασφαλείας, η οποία λειτουργούσε σε σπίτι στο Νταού Πεντέλης προκύπτει ότι η ώρα έναρξης της φωτιάς είναι –σύμφωνα με το ρολόι της κάμερας– στις 4.35 μ.μ., δηλαδή 14 λεπτά νωρίτερα. Το περιπολικό της Πυροσβεστικής, που ήλεγχε την περιοχή και ενδεχομένως να είχε «πιάσει» ταχύτερα την πυρκαγιά, είχε πάρει εντολή να μετακινηθεί στη φωτιά της Κινέτας. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», στην περιοχή υπήρχαν δύο υδροφόρες εθελοντών, που όμως δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα τις φλόγες. Τελικά, το τηλεφώνημα στο «199» της Πυροσβεστικής έκαναν μέλη εθελοντικού κλιμακίου από τη Ραφήνα.
  • Την ώρα που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά στην Πεντέλη, οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής στην Ανατολική Αττική ήταν μειωμένες έως και κατά 50%, καθώς σημαντικός αριθμός από πυροσβέστες και υδροφόρες είχαν πάρει εντολή να συνδράμουν στο μέτωπο της Κινέτας. Σύμφωνα με στοιχεία που βρίσκονται σε γνώση της «Κ», συνολικά 5 οχήματα από το Λαύριο, το Κορωπί, το Μαρκόπουλο ακόμα και τον Νέο Βουτζά είχαν μετακινηθεί στο δυτικό μέτωπο, με συνέπεια η αντίδραση του μηχανισμού, όταν εκδηλώθηκε η φωτιά στο Νταού, να μην ήταν η ενδεδειγμένη. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι οι πρώτες υδροφόρες που προσέτρεξαν στη φωτιά ήταν εθελοντών από τον Σύλλογο Προστασίας Ανάπλασης Πεντέλης (ΣΠΑΠ) και ακολούθησαν εκείνες από τον 12ο Πυροσβεστικό Σταθμό που εδρεύει στην Παλλήνη.
  • Η ηγεσία της Πυροσβεστικής μετά την έναρξη της πυρκαγιάς στην Κινέτα εξέδωσε διαταγή για μερική επιφυλακή, ενώ η γενική επιφυλακή διετάχθη στις 5.30 μ.μ. και ενώ η πυρκαγιά στην Ανατ. Αττική είχε ήδη πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Στελέχη της Πυροσβεστικής εξηγούν ότι σε συνθήκες γενικής επιφυλακής ανακαλούνται τα ρεπό και οι άδειες όλων ανεξαιρέτως των πυροσβεστών, ενώ η μερική επιφυλακή ορίζει ότι οι διοικητές των επιχειρησιακών μονάδων οφείλουν να επανδρώσουν και να έχουν σε ετοιμότητα όλα τα διαθέσιμα οχήματα του στόλου τους.

Ως απάντηση στην κριτική ότι η ηγεσία υποτίμησε την απειλή, στελέχη της Πυροσβεστικής διευκρινίζουν ότι «για να επανδρώσουμε όλες τις υδροφόρες –όπως προβλέπεται σε συνθήκες μερικής επιφυλακής– είχαμε ήδη από νωρίς καλέσει στην υπηρεσία μας το σύνολο του προσωπικού μας».

  • Δεν υπήρξε εναέριος συντονισμός της επιχείρησης κατάσβεσης, καθώς το ιδιόκτητο ελικόπτερο της Πυροσβεστικής BK-117, μόλις δέκα λεπτά μετά την άφιξή του στην Ανατολική Αττική από την Κινέτα όπου βρισκόταν νωρίτερα, έμεινε από καύσιμα και επέστρεψε στη βάση του.

Ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής που επέβαινε στο ελικόπτερο και εκτελούσε χρέη εναέριου συντονιστή αποβιβάστηκε στο σημείο της πυρκαγιάς προκειμένου να συνδράμει από το έδαφος το έργο των συναδέλφων του. Επιπλέον, παρότι την 23η Ιουλίου ο δείκτης επικινδυνότητας ήταν 4, δεν πραγματοποιήθηκαν πτήσεις εναέριας επιτήρησης στην Αττική.

  • Ο τεχνικός σύμβουλος της οικογένειας των θυμάτων Ανδριανός Γκουρμπάτσης, στο πόρισμα που συνέταξε και παρέδωσε στον δικηγόρο και εκπρόσωπο των οικογενειών Αντώνη Φούσα, φέρεται να επισημαίνει ότι αντίθετα με ό,τι προβλέπει ο κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας της Πυροσβεστικής, το μοιραίο απόγευμα της 23ης Ιουλίου δεν συνεδρίασε το συμβούλιο διαχείρισης κρίσεων της Πυροσβεστικής προκειμένου να εκτιμηθούν τα δεδομένα της πυρκαγιάς και να αποφασιστούν οι επόμενες κινήσεις. Στελέχη του Σώματος, πάντως, επισημαίνουν ότι η ηγεσία της Πυροσβεστικής βρισκόταν στο συντονιστικό κέντρο στο Χαλάνδρι και ως εκ τούτου η σύγκληση του συμβουλίου δεν άλλαζε την εξέλιξη των γεγονότων.
  • Συγγενείς θυμάτων επαναφέρουν το θέμα της διακοπής –από την Τροχαία– της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων κατά μήκος της λεωφόρου Μαραθώνος.

Κατά πληροφορίες, στη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας το γραφείο του κ. Φούσα επισκέφθηκαν συγγενείς θυμάτων, που κατήγγειλαν ότι η Τροχαία έστειλε τα αγαπημένα τους πρόσωπα στο Κόκκινο Λιμανάκι και στην Αργυρά Ακτή, με συνέπεια να εγκλωβιστούν και να βρουν τραγικό θάνατο στις φλόγες.

Οι μαρτυρίες τους θα συμπεριληφθούν σε νέα μήνυση που θα υποβληθεί στον εισαγγελέα, ενώ σε παρόμοιες καταγγελίες προχώρησε και η Βαρβάρα Φύτρου, κάτοικος Δροσιάς που έχασε στη φωτιά τον σύζυγο και τα δύο της παιδιά.

Στη μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε μέσω του συνηγόρου της Βασίλη Καπερνάρου αναφέρει ενδεικτικά: «Λόγω της απόλυτης ασυνεννοησίας δεν αποκλείστηκε ο παραλιακός δρόμος που οδηγούσε από τη Ραφήνα στο Κόκκινο Λιμανάκι.

Σε αυτόν τον δρόμο κατευθύνθηκαν πολλά οχήματα μεταξύ των οποίων και της οικογένειάς μου (…) Στη συγκεκριμένη τοποθεσία βρέθηκαν απανθρακωμένοι ο σύζυγος και ο υιός μου».

Πολιτική Προστασία και Αυτοδιοίκηση

Βαριές ευθύνες προκύπτουν και εις βάρος αξιωματούχων της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και της Αυτοδιοίκησης. Όπως είναι ήδη γνωστό, δεν συνεδρίασαν παρά μόνο μετά την καταστροφή τα αρμόδια συντονιστικά όργανα της Περιφέρειας, δεν ενεργοποιήθηκαν διαδικασίες εκκένωσης της περιοχής, δεν ενημερώθηκαν εγκαίρως οι κάτοικοι για τον κίνδυνο πυρκαγιάς, ενώ μολονότι είχε δοκιμαστεί το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης «112» δεν τέθηκε σε λειτουργία από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας.

Επιπλέον, οι ανεξάρτητοι πραγματογνώμονες εντοπίζουν αδράνειες και σε ό,τι αφορά τα μέτρα πρόληψης, καθώς δεν είχαν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα, όπως καθαρισμοί δρόμων κ.ο.κ για τον περιορισμό της καύσιμης ύλης σε περίπτωση πυρκαγιάς.

Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι σε δημόσια δήλωσή του ο δημοτικός σύμβουλος Μαραθώνα Στέργιος Τσίρκας (έχει συμπεριληφθεί σε μηνυτήρια αναφορά) είχε πει ότι «οι χώροι του Δήμου δεν είχαν καθαριστεί εδώ και δύο μήνες». Η έρευνα εξετάζει και το ενδεχόμενο τα υδροστόμια στην ευρύτερη περιοχή της πυρκαγιάς να μην είχαν νερό.