Ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, το Σάββατο (22/06) ασχολήθηκε με το θέμα ακρίβειας και υποστήριξε ότι η Ελλάδα είναι «η 8η φθηνότερη χώρα της Ε.Ε.».
Συγκεκριμένα, σε μακροσκελή ανάρτησή του στο Facebook, ο Άκης Σκέρτσος – μεταξύ άλλων – έγραψε:
«Σύμφωνα με την Eurostat, σε 9 κατηγορίες τροφίμων η Ισπανία εφαρμόζει χαμηλότερο ή μηδενικό ΦΠΑ από την Ελλάδα. Κι όμως στις 8 από αυτές ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος από τον ελληνικό. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ισπανικής Κεντρικής Τράπεζας, στη σελ. 17 διαπιστώνεται σε γράφημα ότι οι μειώσεις του ΦΠΑ από την ισπανική κυβέρνηση έχουν μόνο ένα προσωρινό αποτέλεσμα της τάξης των 1-2 μηνών (με σχήμα U κυκλωμένο στα γραφήματα) ενώ στη συνέχεια οι τιμές του πληθωρισμού ανακάμπτουν στα ίδια και υψηλότερα επίπεδα και τη μείωση καρπώνονται οι μεσάζοντες».
Ακόμα, ο ίδιος πρόσθεσε: «Σε αντίθεση με όσα διαβάζουμε τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat το κόστος αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα είναι μικρότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προφανώς τα εισοδήματα παραμένουν ακόμη χαμηλά και σημειώθηκε υψηλός πληθωρισμός τα 2 προηγούμενα χρόνια που κινήθηκε όμως στον μέσο όρο της ευρωζώνης».
Η ανάρτηση του Άκη Σκέρτσου
«Περνάει τελικά στις τιμές καταναλωτή ο μειωμένος ΦΠΑ ή όχι;
Το αρνητικό παράδειγμα της Ισπανίας με τον χαμηλότερο ΦΠΑ και τον υψηλότερο πληθωρισμό.
Η μάχη για την ενίσχυση των εισοδημάτων, των μισθών και των συντάξεων, τη στήριξη της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων μαζί με τη βελτίωση του ανταγωνισμού και των τιμών υπέρ των καταναλωτών είναι διαρκής. Και τη δίνουμε με επιμονή, θάρρος, ειλικρίνεια και χωρίς δογματισμούς, όπως φάνηκε με τη δεύτερη κατά σειρά έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων και τα βαριά πρόστιμα που πλέον επιβάλλονται σε όσες επιχειρήσεις παρανομούν.
Δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για την αντιπολίτευση που επιμένει να εισηγείται τη λάθος συνταγή – δηλαδή την εύκολη αλλά κοστοβόρα και κυρίως αποτυχημένη λύση της μείωσης ΦΠΑ – αλλά και το λανθασμένο παράδειγμα, αυτό της Ισπανίας που δοκίμασε τη μείωση ή και τον μηδενισμό του ΦΠΑ χωρίς να πετύχει αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στα τρόφιμα. Αντιθέτως, εξακολουθεί να σημειώνει υψηλότερο πληθωρισμό από την Ελλάδα που έχει υψηλότερο ΦΠΑ.
Ας δούμε τρία στοιχεία που δεν χωρούν αμφισβήτηση διότι προέρχονται από επίσημες πηγές της Eurostat και της Ισπανικής Κεντρικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με την Eurostat, σε 9 κατηγορίες τροφίμων η Ισπανία εφαρμόζει χαμηλότερο ή μηδενικό ΦΠΑ από την Ελλάδα. Και όμως, στις 8 από αυτές ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος από τον ελληνικό. (Πίνακας 1)
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ισπανικής Κεντρικής Τράπεζας, στη σελ. 17 διαπιστώνεται σε γράφημα ότι οι μειώσεις του ΦΠΑ από την ισπανική κυβέρνηση έχουν μόνο ένα προσωρινό αποτέλεσμα της τάξης των 1-2 μηνών (με σχήμα U κυκλωμένο στα γραφήματα) ενώ, στη συνέχεια, οι τιμές του πληθωρισμού ανακάμπτουν στα ίδια και υψηλότερα επίπεδα και τη μείωση καρπώνονται οι μεσάζοντες. (Γράφημα 2)
Σε αντίθεση με όσα διαβάζουμε τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat, το κόστος αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα είναι μικρότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προφανώς, τα εισοδήματα παραμένουν ακόμη χαμηλά και σημειώθηκε υψηλός πληθωρισμός τα 2 προηγούμενα χρόνια που κινήθηκε, όμως, στον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Επίσης, σε σχέση με το 2020, έχουμε γίνει πιο φθηνοί σε σχέση με την μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το 2020 ήμασταν στο 88,4% των μέσων ευρωπαϊκών τιμών το 2023 είμαστε στο 87,2%. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχει ανέβει το επίπεδο τιμών στην Ελλάδα. Σημαίνει, όμως, ότι έχει ανέβει λιγότερο από ό,τι στη μέση ευρωπαϊκή χώρα.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα παραμένει μια σχετικά φθηνή χώρα σε σχέση με τα άλλα μέλη της Ε.Ε. – οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών βρίσκονται στο 87% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Βεβαίως, είμαστε ακριβότεροι από 7 χώρες (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία και Ρουμανία), αλλά είμαστε φθηνότεροι από τα υπόλοιπα 19 κράτη-μέλη (με άλλα λόγια, είμαστε η 8η φθηνότερη χώρα στην Ε.Ε.). (Γράφημα 3)
Είναι όλα αυτά λόγος για να πανηγυρίζουμε; Σε καμία περίπτωση. Η Ελλάδα έχασε το 30% των εισοδημάτων της την προηγούμενη δεκαετία και πρέπει να αναπτύσσεται για πολλά χρόνια με υψηλότερους ρυθμούς από την Ε.Ε. για να καλύψει τη χαμένη απόσταση. Όπως συμβαίνει, δηλαδή, τα τελευταία χρόνια.
Τη μάχη για καλύτερα εισοδήματα θα την κερδίσουμε με τις σωστές πολιτικές, με αλήθεια, τεκμηρίωση και σεβασμό στον αγώνα που δίνουν οι πολίτες να σταθούν ξανά στα πόδια τους χωρίς να επαναλάβουμε τα λάθη που μας οδήγησαν στην επώδυνη περιπέτεια της πολυετούς κρίσης του 2010-2019».