Μπορεί τα ελληνόπουλα να παίζουν στα δάχτυλα, κυριολεκτικά, τα κινητά και τις ταμπλέτες, όμως σε θέματα που αφορούν καθαυτή την ψηφιακή κατάρτιση, βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης – λίγο πιο πάνω από τη Σερβία και τη Ρουμανία.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παγκόσμιας έρευνας ICILS 2023, που πραγματοποιήθηκε σε 34 χώρες, με τη συμμετοχή σχεδόν 133.000 μαθητών γυμνασίου, η Ελλάδα απέχει αισθητά από τον μέσο όρο, σε ό,τι αφορά τον εγγραματισμό στην πληροφορική και τους υπολογιστές.
Ανάμεσα σε 31 χώρες, για τις οποίες συγκεντρώθηκαν πλήρη δεδομένα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 23η θέση, στο ίδιο επίπεδο με την Κύπρο, με βαθμολογία 460 (έναντι 476 του μέρου όρου). Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες περνάνε τον «πήχη» του μέσου όρου, ενώ οχτώ συγκεντρώνουν βαθμολογία άνω του 500 και πλασάροντα στην πρώτη δεκάδα. Την έρευνα στην Ελλάδα διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, και συμμτείχαν 3.576 μαθητές και μαθήτριες της Β’ Γυμνασίου από 179 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία από όλη την επικράτεια.
Η χώρα με το υψηλότερο επίπεδο ψηφιακού εγγραματισμού παγκοσμίως είναι η Νότια Κορέα – με βαθμολογία 540. Ακολουθούν η Τσεχία, η Δανία και το Βέλγιο, ενώ στην Πέμπτη θέση είναι η Κινεζική Ταϊπέι (Ταϊβάν). Τη δεκάδα συμπληρώνουν με εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις η Ουγγαρία, Λετονία, Πορτογαλία, Αυστρία και Φινλανδία.
Κάτω από την Ελλάδα βρίσκεται η Ουρουγουάη και η Βοσνία-Εργαζοβίνη, ενώ στις τελευταίες θέσεις είναι το Αϊζερμπαϊτζάν, το Κόσοβο και το Ομάν.
πηγή: Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Ψηφιακά αρχάριοι οι έξι στους δέκα
Υψηλό ποσοστό μαθητών, σε όλες τις χώρες, επέδειξαν μόνο βασικές ικανότητες εγγραμματισμού – κατά μέσο όρο το 51%.
Οι μαθητές στο επίπεδο αυτό χρειάζονται σαφείς οδηγίες, βήμα προς βήμα, για να εκτελέσουν απλές ενέργειες που σχετίζονται με τον εντοπισμό πληροφοριών και την επικοινωνία σε ψηφιακό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των μαθητών με επίδοση επιπέδου 1 ή κάτω από αυτό ήταν 60%.
Στις χώρες με τις υψηλότερες επιδόσεις, το ποσοστό αυτό ήταν αρκετά χαμηλότερο, π.χ. 27% στην Κορέα, 28% στην Τσεχία και 32% στη Δανία.
Μεσαίοι και προχωρημένοι
Το ποσοστό των μαθητών με επιδόσεις επιπέδου 2 και πάνω συνολικά – που έχουν αναπτύξει δηλαδή περισσότερες ικανότητες από τις βασικές – ήταν κατά μέσο όρο 49%.
Στην Ελλάδα, στα επίπεδα αυτά φαίνεται να βρίσκεται το 39% των μαθητών, με την πλειονότητα (31%) να βρίσκεται στο επίπεδο 2.
Οι μαθητές στα επίπεδα αυτά χρησιμοποιούν τον υπολογιστή για βασικές εργασίες συλλογής πληροφοριών και διαχείρισης περιεχομένου ενώ μπορούν να δημιουργούν απλά προϊόντα βάσει τυποποιημένου σχεδιασμού και διάταξης.
Επιπλέον, κατανοούν τις στρατηγικές για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και αναγνωρίζουν τις επιπτώσεις της κοινοποίησης των προσωπικών τους δεδομένων.
Εξαιρετικά χαμηλό ήταν σε όλες τις χώρες το ποσοστό των επιδόσεων ειδικά στο επίπεδο 4. Το υψηλότερο ποσοστό αναδείχθηκε στην Κορέα (6%), ενώ κάποιο μικρό ποσοστό είχε η Κινεζική Ταϊπέι (3%), η Μάλτα (3%) και η Κροατία (2%). Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες η επίδοση επιπέδου 4 ήταν σε ποσοστό 1% έως 0.
Πού πλεονεκτούν τα ελληνόπουλα
Η παρουσίαση της έρευνας από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, εστιάζει σε συγκεκριμένα σημεία στα οποία οι μαθητές στην Ελλάδα υπερτερούν έναντι των συνομηλίκων τους από τις άλλες χώρες/
Για παράδειγμα, στη χώρα μας, το ποσοστό των μαθητών, που δηλώνουν ότι έμαθαν στο σχολείο να αναγνωρίζουν κακόβουλα μηνύματα και να διαχειρίζονται τις ρυθμίσεις απορρήτου για τους λογαριασμούς τους είναι ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο άλλων χωρών (64% έναντι 56% του μ.ό. και 57% έναντι 52% του μ.ό. αντίστοιχα).
Στη χώρα μας, περισσότεροι μαθητές σε σχέση με τον μέσο όρο των συμμετεχουσών χωρών έχουν μάθει στο σχολείο για την υπεύθυνη χρήση των κοινωνικών μέσων (84% έναντι 78% του μ.ό.), πώς να αναγνωρίζουν το cyberbullying (82% έναντι 75% του μ.ό.).
Ωστόσο, αναγνωρίζει το ΙΕΠ, «παρά τα θετικά στοιχεία, παρουσιάζονται και αδυναμίες ως προς τη δυνατότητα των μαθητών στη χώρα μας να προχωρήσουν σε πιο σύνθετη χρήση των υπολογιστών».
Στόχος είναι οι αδυναμίες αυτές να θεραπευτούν με τη διαμεσολάβηση των εκπαιδευτικών και την κατάλληλη αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών που έχουν ήδη εισαχθεί στα σχολεία καθώς και από τα προγράμματα σπουδών που αναβαθμίζονται.
Βεβαίως την ίδια στιγμή που συντελείται η ψηφιακή αναβάθμιση, ο «αναλογικός» εξοπλισμός των σχολείων, σε υποδομές, εκπαιδευτικό υλικό, ακόμα και απλά αναλώσιμα – όπως το χαρτί για φωτοτυπίες, υποβαθμίζεται. Δεν λείπουν μάλιστα καταγγελίες από σχολεία που δεν έχουν καν χρήματα για χαρτί υγείας ή σαπούνι στις τουαλέτες.
Ψηφιακός κόσμος
Το βασικό ερώτημα της έρευνας ήταν «πόσο καλά είναι προετοιμασμένοι οι μαθητές και οι μαθήτριες για σπουδές, εργασία και ζωή σε έναν νέο ψηφιακό κόσμο»;
Περίπου οι μισοί μαθητές σε όλες τις χώρες, και λίγο περισσότεροι στην Ελλάδα, δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν ψηφιακές συσκευές τουλάχιστον τα τελευταία πέντε χρόνια. Στις περισσότερες χώρες, ο μέσος όρος της επίδοσης αυτών των μαθητών ήταν σημαντικά υψηλότερη από αυτή των υπολοίπων.
Περίπου τρεις στους τέσσερις μαθητές σε όλες τις χώρες και στην Ελλάδα δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν ψηφιακές τεχνολογίες καθημερινά εκτός σχολείου για σκοπούς που δεν σχετίζονται με το σχολείο.
Περίπου οι μισοί μαθητές στις συμμετέχουσες χώρες ανέφεραν ότι δεν έχουν περιορισμούς στον χρόνο χρήσης οθόνης από τους γονείς τους κατά τις σχολικές ημέρες, με το ποσοστό αυτό να φτάνει τα 3/4 στις αργίες.
Στην Ελλάδα, τα ποσοστά των μαθητών που δηλώνουν ότι έχουν τέτοιο περιορισμό από τους γονείς τους είναι μεγαλύτερα.
Πάνω από δύο τρίτα των μαθητών σε όλες τις χώρες ανέφεραν ότι συχνά ή πολύ συχνά χρησιμοποιούν διαφορετικά ψηφιακά μέσα (ανταλλαγή μηνυμάτων, παρακολούθηση βίντεο κ.ά.) παράλληλα με τη μελέτη και εκπόνηση των σχολικών τους εργασιών (academic – media multitasking).
Στην Ελλάδα, τα ποσοστά των μαθητών ήταν μεγαλύτερα από τον μέσο όρο των χωρών.
Λείπει η κριτική ικανότητα
Όπως επισημαίνει η έρευνα, παρά τη συνεχή αυξητική τάση που έχει η χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών από τους μαθητές, οι δεξιότητες ψηφιακού εγγραμματισμού παραμένουν χαμηλές.
Ακόμα και σε χώρες με υψηλές επιδόσεις, πάνω από το 25% των μαθητών δεν έχουν κατακτήσει το επίπεδο αυτόνομης χρήσης των ψηφιακών μέσων, γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες.
Οι μαθητές φαίνεται να δυσκολεύονται στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας και της συνάφειας των πληροφοριών που λαμβάνουν μέσω υπολογιστών.
Η γενιά που μεγαλώνει με την τεχνολογία συχνά αδυνατεί να εφαρμόσει τις ψηφιακές της δεξιότητες ανεξάρτητα και κριτικά.
Επίσης, οι κοινωνικοοικονομικές διαφορές συνεχίζουν να επηρεάζουν έντονα τις επιδόσεις των μαθητών στις ψηφιακές δεξιότητες. Η περιορισμένη πρόσβαση σε σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες και πόρους εξακολουθεί να είναι σημαντικό εμπόδιο για πολλούς.
Τέλος, οι μαθητές δηλώνουν ότι μαθαίνουν περισσότερα για τις ψηφιακές τεχνολογίες εκτός σχολείου παρά μέσα σε αυτό. Η εξωσχολική ενασχόληση με την τεχνολογία θέτει νέα ερωτήματα σχετικά με τους πιθανούς τρόπους αξιοποίησης αυτής της ανεπίσημης μάθησης από τα σχολεία.