Οι Έλληνες μαθητές έχουν υψηλότερη κριτική σκέψη

Μεγαλύτερη επιμέλεια και υψηλότερη κριτική σκέψη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αλλά χαμηλότερη τάση να θέτουν ερωτήσεις και να καταγράφουν μεταξύ άλλων οι Έλληνες μαθητές, σύμφωνα με τα ευρήματα του τελευταίου μέρους της έκθεσης PISA 2022, με τίτλο “Volume V: Learning Strategies and Attitudes for Life”, που δημοσίευσε χθες ο ΟΟΣΑ.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η πανδημία δίδαξε ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει να προετοιμάσουν τους μαθητές για ένα μέλλον που θα χαρακτηρίζεται από βαθιές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές και “ανάγκασε” τα εκπαιδευτικά συστήματα να προσαρμοστούν γρήγορα στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν.

Ο νέος τόμος της έκθεσης εμβαθύνει σε μια από τις πιο κρίσιμες πτυχές της σύγχρονης εκπαίδευσης: την ετοιμότητα των μαθητών για δια βίου μάθηση. Διερευνά πώς τα εκπαιδευτικά συστήματα προετοιμάζουν τους μαθητές να πλοηγηθούν και να ευδοκιμήσουν σε ένα απρόβλεπτο μέλλον, εστιάζοντας στις στρατηγικές μάθησης, τα κίνητρα και τις πεποιθήσεις τους. Επίσης, εστιάζει στον ρόλο του κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου, του φύλου και της υποστήριξης που λαμβάνουν οι μαθητές από τους γονείς και τους δασκάλους στη διαμόρφωση της ετοιμότητάς τους για βιώσιμη δια βίου μάθηση.

Κριτική σκέψη και κίνητρα

 

Επίσης, οι Έλληνες μαθητές επιδεικνύουν υψηλότερη κριτική σκέψη, ειδικότερα ως προς την ικανότητα να βλέπουν τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, με το ποσοστό τους να ανέρχεται στο 63,8% έναντι του 58,9% στον ΟΟΣΑ.
Παράλληλα, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, τα εσωτερικά κίνητρα, όπως η απόλαυση της μάθησης, παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοχή των στρατηγικών μάθησης.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 66,6% των Ελλήνων μαθητών δηλώνει ότι απολαμβάνει να μαθαίνει νέα πράγματα στο σχολείο, ξεπερνώντας τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που ανέρχεται στο 50,1%. Είναι αξιοσημείωτο ότι χώρες όπως η Γουατεμάλα, το Περού και το Βιετνάμ παρουσιάζουν ακόμη υψηλότερα ποσοστά, που ξεπερνούν το 85%.

Από την άλλη, παρόλο που οι Έλληνες μαθητές έχουν υψηλά κίνητρα για μάθηση, εμφανίζουν χαμηλότερο από τον μέσο όρο “growth mindset” —την πεποίθηση ότι οι ικανότητες μπορούν να αναπτυχθούν με προσπάθεια. Το ποσοστό στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 40,7%, έναντι του 57,8% στον ΟΟΣΑ.

Από την έρευνα προκύπτουν, επίσης, σημαντικές διαφορές στον τρόπο μάθησης μεταξύ μαθητών από κοινωνικοοικονομικά πλεονεκτικά περιβάλλοντα και μαθητών από πιο μειονεκτούσες κοινωνικές ομάδες, σε διάφορες χώρες και οικονομίες. Οι μαθητές με κοινωνικοοικονομικά πλεονεκτήματα παρουσιάζουν μεγαλύτερη συμμετοχή σε δραστηριότητες όπως ο έλεγχος λαθών, η αναθεώρηση της δουλειάς τους, η υποβολή ερωτήσεων και η κριτική σκέψη, σε σχέση με τους μαθητές από πιο αδύναμα κοινωνικά περιβάλλοντα.

Για παράδειγμα, στον ΟΟΣΑ, περίπου το 52% των μαθητών με κοινωνικοοικονομικά πλεονεκτήματα αναφέρουν ότι προσπαθούν να συνδέσουν νέο υλικό με ό,τι είχαν μάθει προηγουμένως, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους μαθητές από μειονεκτούντα περιβάλλοντα είναι μόλις 39%. Αυτό το χάσμα είναι πιο έντονο σε χώρες όπως η Αυστραλία, η Ελλάδα, η Κορέα, η Μάλτα, η Πολωνία και οι περιοχές της Ουκρανίας, με διαφορές άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων.

Η μελέτη επισημαίνει επίσης ότι οι μαθητές που χρησιμοποιούν τακτικά στρατηγικές μάθησης επιτυγχάνουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με εκείνους που δεν τις εφαρμόζουν. Επιπλέον, τα κορίτσια και οι μαθητές από προνομιούχα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα φαίνεται να χρησιμοποιούν πιο συχνά αυτές τις στρατηγικές σε σχέση με τα αγόρια και τους μαθητές από λιγότερο προνομιούχα περιβάλλοντα, γεγονός που αναδεικνύει την επίδραση των κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων και του φύλου στην εκπαιδευτική απόδοση.

Κάνουν λιγότερες ερωτήσεις, αλλά έχουν μεγαλύτερη επιμέλεια

 

Σύμφωνα με την έρευνα, οι Έλληνες μαθητές εμφανίζουν χαμηλότερη από τον μέσο όρο τάση να θέτουν ερωτήσεις (σ.σ.: μία από τις βασικότερες στρατηγικές μάθησης), αλλά μεγαλύτερη επιμέλεια. Συγκεκριμένα, μόλις το 44,1% των μαθητών στην Ελλάδα αναφέρουν ότι ρωτούν όταν δεν κατανοούν κάτι στο μάθημα των μαθηματικών, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (47%).

Αντιθέτως, στην Ισλανδία, πάνω από το 60% των μαθητών κάνουν ερωτήσεις περισσότερες από τις μισές φορές όταν δεν είναι σίγουροι για κάτι που διδάσκεται. Από την άλλη, όπως τονίζει το capital.gr, όμως, οι Έλληνες μαθητές παρουσιάζουν υψηλότερη σχολαστικότητα σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ.

Ενώ κατά μέσο όρο το 64,2% των μαθητών στον ΟΟΣΑ προσπαθεί να διασφαλίσει ότι η εργασία του δεν περιέχει λάθη, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό αγγίζει το 70,3%. Επίσης, το 52,3% των Ελλήνων μαθητών αναφέρει ότι ελέγχει την εργασία του, έναντι του 44,3% στον ΟΟΣΑ.