Κάθε φυσική γλώσσα είναι μια απροσχεδίαστη τάξη, με άλλα λόγια μια τάξη που προκύπτει χωρίς κανένα σχεδιασμό και προμελέτη.
Η γλώσσα δεν είναι ούτε φυσικό φαινόμενο ούτε τεχνούργημα, αλλά ένα φαινόμενο τρίτου είδους: είναι μεν αποτέλεσμα ανθρώπινης δράσης, αλλά όχι στόχος ανθρώπινων προθέσεων ή οποιουδήποτε ανθρώπινου σχεδίου· η παρούσα κατάσταση της γλώσσας, κάθε φυσικής γλώσσας, είναι το ακούσιο και απρόβλεπτο αποτέλεσμα των επιλογών στις οποίες προέβησαν οι ομιλητές της και οι πρόγονοί τους κατά την προσπάθειά τους να επικοινωνήσουν· και η επανασύνθεση αυτής της γενετικής διαδικασίας αποτελεί τον θεμέλιο λίθο μιας ερμηνευτικής θεωρίας της γλωσσικής κατάστασης.
O Rudi Keller αναπτύσσει τη ρηξικέλευθη προσέγγισή του με γλώσσα διαυγή και προσιτή, αξιοποιώντας στοιχεία εκτός των τεχνικών ορίων της γλωσσολογίας, πρωταρχικά από τους τομείς της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της οικονομικής επιστήμης, δίνοντας μια νέα διάσταση στην ιστορία της γλώσσας αλλά και στην προσέγγιση του φαινομένου της επικοινωνίας εν γένει.
O Rudi Keller (Ρούντι Κέλλερ) γεννήθηκε στο Μάνχαϊμ της Γερμανίας το 1942. Σπούδασε γερμανική φιλολογία και ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και το 1978 ανακηρύχθηκε διδάκτορας γλωσσολογίας από το Πανεπιστήμιο του Ντύσσελντορφ. Από το 1978 ώς το 2010 διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάινριχ Χάινε του Ντύσσελντορφ (κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής τα έτη 1994–1998), με κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα τη γλωσσική μεταβολή, τη σημειολογία και τη θεωρία της επικοινωνίας.
Το 1992–1994 διετέλεσε πρόεδρος της Γερμανικής Γλωσσολογικής Εταιρείας. Εκτός από τη Γλωσσική μεταβολή (α΄ έκδ. 1991, δ΄ αναθ. έκδ. 2014), έχει δημοσιεύσει μεταξύ άλλων τα βιβλία: Über den Begriff der Präsupposition (διδ. διατρ., 1974), Zeichentheorie. Zu einer Theorie semiotischen Wissens (1995), Bedeutungswandel. Eine Einführung (2003) και Der Geschäftsbericht. Überzeugende Unternehmenskommunikation durch klare Sprache und gutes Deutsch (2006).