«Η ενίσχυση των ανισοτήτων και η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο στην περίοδο της κρίσης μαρτυρά και την αδυναμία των εθνικών αλλά και των ευρωπαϊκών κοινωνικών πολιτικών να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ανισότητας με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης». Αυτό τονίζει με δηλώσεις του στην «Π» ο καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας
Γιάννης Ζαϊμάκης, με αφορμή το χθεσινό αποκαλυπτικό δημοσίευμα της εφημερίδας που παρουσίασε επίσημα στοιχεία των κοινωνικών υπηρεσιών του Δήμου Ηρακλείου που δείχνουν ότι η ακραία φτώχεια και η απόλυτη οικονομική εξαθλίωση χτυπούν όλο και περισσότερες πόρτες του Ηρακλείου, καθώς καταγράφεται αυξανόμενη τάση του αριθμού των συμπολιτών μας που καταφεύγουν στο κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης για να καταφέρουν να ζήσουν.
Ειδικότερα με βάση τα στοιχεία των κοινωνικών υπηρεσιών, τον Φεβρουάριο 2017 και έως τον Οκτώβριο του 2017, που ξεκίνησε η υλοποίηση του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης εντάχθηκαν 3.800 άτομα. Σήμερα απευθύνονται πλέον στο Κέντρο Κοινότητας και Παράρτημα Ρομά και Μεταναστών όπου από τον Νοέμβριο του 2017 μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 3. 853 αιτήσεις. Από τότε μέχρι σήμερα η Διεύθυνση Κοινωνικής Ανάπτυξης του Δήμου Ηρακλείου εκτιμάει ότι πλέον στον Δήμο Ηρακλείου οι δικαιούχοι κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης είναι περίπου 7.000.
Όπως τονίζει ο καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Γ.Ζαϊμάκης, «ο εντυπωσιακός αριθμός των δικαιούχων του κοινωνικού εισοδήματος Αλληλεγγύης δείχνει πως τα ζητήματα της φτώχειας πρέπει να αποτελέσουν κεντρικό σημείο των τοπικών κοινωνικών πολιτικών και ενδυνάμωσης ενός αποτελεσματικού δικτύου παροχής υπηρεσιών από το κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνία των πολιτών που τα τελευταία χρόνια έχει δείξει σημαντική δράση, ιδιαίτερα στον τομέα της αλληλέγγυας οικονομίας.
Σε αυτήν άλλωστε τη βάση το Εργαστήριο Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας του Τμήματος Κοινωνιολο-γίας έχει προτείνει στην Περιφέρεια Κρήτης τη δημιουργία ενός σύγχρονου Παρατηρητηρίου για την κοινωνική ένταξη που θα συγκεντρώνει σε συστηματική βάση δεδομένα και μελέτες, ακόμη και έρευνες δράσης συμμετοχικού χαρακτήρα που αφορούν προβλήματα φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης και μέσα από την αναλυτική επεξεργασία θα οδηγούν σε προτάσεις και σχεδιασμούς κοινωνικής πολιτικής στην τοπική κοινωνία».
Ειδικότερα όπως εξηγεί ο καθηγητής κ. Ζαϊμάκης, «η περίοδος της κρίσης είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία. Επηρέασε αρνητικά την καθημερινότητα και το επίπεδο διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και ενίσχυσε δραματικά τους δείκτες της φτώχειας, ιδιαίτερα της ακραίας φτώχειας, μιας κατάστασης όπου ο πολίτης αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις βασικές ανάγκες της επιβίωσής του. Αυτό συνέβη και σε περιοχές με ικανοποιητικούς δείκτες ευημερίας και με σχετικά χαμηλά ποσοστά φτώχειας, όπως ήταν το Ηράκλειο.
Αυτό συνέβη γιατί το ρήγμα της κρίσης εξώθησε στην ακραία φτώχεια και σε συνθήκες κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού όχι μόνο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού αλλά και μέρος των μικρομεσαίων στρωμάτων που οδηγήθηκαν σε μια διαδικασία καθοδικής κοινωνικής κινητικότητας και περιθωριοποίησης. Πολλοί από αυτούς τους “νεόφτωχους” οδηγήθηκαν στον εφιάλτη της ανεργίας ή στις ευέλικτες μορφές εργασίας και κοινωνικής ανασφάλειας. Η ενίσχυση των ανισοτήτων και η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο στην περίοδο της κρίσης μαρτυρά και την αδυναμία των εθνικών αλλά και των ευρωπαϊκών κοινωνικών πολιτικών να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ανισότητας με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αυτή η αδυναμία καλύπτεται εν μέρει μέσα από τις πολιτικές του κοινωνικού εισοδήματος που είναι καλοδεχούμενες αλλά δεν αντιμετωπίζουν ριζικά τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος. Σε κάθε περίπτωση ο εντυπωσιακός αριθμός των δικαιούχων του κοινωνικού εισοδήματος Αλληλεγγύης δείχνει πως τα ζητήματα της φτώχειας πρέπει να αποτελέσουν κεντρικό σημείο των τοπικών κοινωνικών πολιτικών και ενδυνάμωσης ενός αποτελεσματικού δικτύου παροχής υπηρεσιών από το κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνία των πολιτών που τα τελευταία χρόνια έχει δείξει σημαντική δράση, ιδιαίτερα στο τομέα της αλληλέγγυας οικονομίας».