Την επιστροφή στις δύο επαγγελματικές ποδοσφαιρικές κατηγορίες προβλέπει το νέο αθλητικό νομοσχέδιο με την «Ολιστική Μελέτη» που παρουσιάστηκε χθες από τον υφυπουργό Αθλητισμού Λευτέρη Αυγενάκη στον πρωθυπουργό, κατά τη διάρκεια του Υπουργικού Συμβουλίου.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της ιστοσελίδας a-sports.gr, εντός του όλου σχεδίου υπάρχει και αναδιάρθρωση, με την κατάργηση της Football League που θα ενοποιηθεί με την υπάρχουσα Σούπερ Λίγκα 2. Αυτό θα πρέπει να συμβεί το ερχόμενο καλοκαίρι ώστε το φθινόπωρο να υπάρχουν μόνο η Σούπερ Λίγκα 1 και η δεύτερη κατηγορία (είτε θα παραμείνει ως Σούπερ Λίγκα 2 ή Β’ Εθνική όπως λέγεται παραδοσιακά).
Μάλιστα, το ρεπορτάζ θέλει τη θέσπιση τριών κριτηρίων για τη συμμετοχή των ΠΑΕ στη 2η επαγγελματική κατηγορία που θα είναι το αυξημένο Μετοχικό Κεφάλαιο, σημαντικό ποσό εγγυητικής επιστολής, που θα καταθέτουν οι ΠΑΕ πριν ξεκινήσει το πρωτάθλημα, και η δυνατότητα να υπάρχουν στα Φύλλα Αγώνων μισοί ποδοσφαιριστές που να μπορούν να αγωνιστούν στις εθνικές ομάδες (κοινώς να είναι Έλληνες).
Πηγές από τη ΓΓΑ, πάντως, τόνιζαν ότι αυτή η εξέλιξη δεν επηρεάζει τη φετινή Football League, η οποία θα διεξαχθεί κανονικά εφόσον το επιτρέψουν οι λοιμωξιολόγοι.
Όπως αναφέρει η επίσημη ενημέρωση από τις κυβερνητικές αρχές, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων:
«Αναδιαρθρώνονται επαγγελματικές κατηγορίες ποδοσφαίρου, καθώς οι πρωτοφανείς οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση των μικρότερων επαγγελματικών κατηγοριών ποδοσφαίρου».
Απελευθέρωση μεταγραφών
Παράλληλα, το νομοσχέδιο προβλέπει την απελευθέρωση των μεταγραφών ερασιτεχνών αθλητών, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους. Η διάταξη αυτή αφήνει κάθε ερασιτέχνη αθλητή ελεύθερο να επιλέξει το σωματείο που θα συνεχίσει την καριέρα του μετά την ενηληκίωσή του, ενώ προβλέπει την καταβολή τροφείων σε περίπτωση μεταπήδησης από ερασιτεχνική σε επαγγελματική ομάδα. Η διάταξη αυτή εισάγεται με σκοπό να προστατεύσει τα δικαιώματα και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των αθλητών, θέτοντας ως εύλογο όριο το 18ο έτος της ηλικίας.