παραγωγή ελαιόλαδου
Μέσα στο επόμενο διάστημα ο απολογισμός της επιτροπής

Αλυσιδωτές αντιδράσεις προκάλεσε το δημοσίευμα της «Π» σε σχέση με την φετινή εξέλιξη στο ελαιόλαδο, αλλά και την αποκάλυψη, ότι ακόμα και το 2020, υπάρχουν παραγωγοί των οποίων το λάδι παρουσιάζει υπολειμματικότητες σε ορυκτέλαια, καθώς και σε φυτοφάρμακα που έχουν καταργηθεί.

Οι λάθος επιλογές πολλών παραγωγών   υπό την παρότρυνση και της Περιφέρειας να… κόψουν ένα λάδι από τον Οκτώβριο, φοβούμενοι το δάκο, το οποίο όμως αποδείχθηκε πολύ κατώτερο των περιστάσεων, άνοιξαν ένα νέο κύκλο διαλόγου και σκεπτικισμού για την επόμενη ημέρα. Την ίδια στιγμή, οι παραγωγοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως το ποιοτικό ελαιόλαδο δεν σχετίζεται μόνο με την οξύτητα, αφού είναι πολύ πιθανό ένα εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο (ελαιόλαδο δηλαδή έως 8 γραμμές) να μην γίνει αποδεκτό από τις αγορές του εξωτερικού, που αναζητούν χαμηλή οξύτητα μεν, σε συνδυασμό όμως με αρώματα και γεύση.

Εκτός αυτού, αρχίζει να γίνεται κατανοητό επίσης, πως ήδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν αναπτυχθεί τόσο εξελιγμένα συστήματα ελέγχου, που μπορούν να κρίνουν ένα ελαιόλαδο όχι μόνο για τις «γραμμές» του, αλλά και για τη σύνθεση του, καθώς και για τις υπολειμματικότητες που μπορεί να έχει σε φυτοφάρμακα ή ορυκτέλαια.

Όλο αυτό το μίγμα, έρχεται να προβληματίσει συνολικά τους παραγωγούς μεμονωμένα και τις ενώσεις των παραγωγών, ωστόσο προς το παρόν δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους συναρμόδιους κρατικούς φορείς. Αυτό όμως που αρχίζει να αντιλαμβάνεται πλέον ο καθένας είναι ότι χωρίς συλλογική και υπεύθυνη προσπάθεια με τη στήριξη της Πολιτείας, δεν μπορεί να υπάρξει προώθηση, ούτε του ελαιόλαδου, ούτε όμως και κανενός αγροτικού προϊόντος.

Με δεδομένες τις υφιστάμενες συνθήκες πάντως, εφόσον η Κρήτη επιδιώκει να παραμείνει ανταγωνιστική, οφείλει να κινηθεί στην κατεύθυνση των προϊόντων υψηλής ποιότητας, διότι μόνο σε αυτό το πεδίο μπορεί να γίνει ανταγωνιστική, αφού οι εκτάσεις της και οι ιδιοκτησίες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο μαζικής παραγωγής κι εξαγωγών.

Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως, χρειάζεται κατ’ αρχάς εκπαίδευση, κατά δεύτερον υποστήριξη από την Περιφέρεια και το Κράτος και κατά τρίτον διευρυμένες συνεργασίες, αφού ένας παραγωγός ή μερικοί μόνο παραγωγοί δεν μπορούν να επιτύχουν συμφωνίες μεγάλου βεληνεκούς, λόγω περιορισμένων ποσοτήτων διάθεσης. Πολύ σιγά αλλά σταδιακά, κάποιοι παραγωγοί αρχίζουν να διαπιστώνουν πως όσα γίνονταν μέχρι σήμερα, δεν είναι απλά απαρχαιωμένα, αλλά αποτελούν κατάλοιπα μιας εποχής που συντηρείται από θαύμα. Για να περάσει η Κρήτη όμως στο επόμενο στάδιο, χρειάζεται πολύς κόπος και τεράστια συνολική προσπάθεια. Το αν θα υπάρξει η θέληση από την Πολιτεία να οργανώσει και να στηρίξει μια τέτοια δράση με στόχο την επανεκκίνηση του ελαιόλαδου, αυτό μένει να αποδειχθεί. Με δεδομένες όμως τις υφιστάμενες συνθήκες, είναι πολύ πιθανό, αρκετοί μικρότερης εμβέλειας παραγωγοί να οδηγηθούν στην καταστροφή, αφού πλέον τα έξοδα παραγωγής υπερβαίνουν τα έξοδα πωλήσεων.