Σε οριακό σημείο έχουν φτάσει οι ελληνοποιήσεις αγροτικών προϊόντων με τους αγρότες στην Κρήτη και την Πελοπόννησο να κρούουν για ακόμη μια φορά τον κώδωνα του κινδύνου για προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες, «λουσμένα με δηλητήρια», τα οποία φτάνουν στο τραπέζι των καταναλωτών ως υψηλής διατροφικής αξίας «ελληνικά-πιστοποιημένα» τρόφιμα».
Ειδικότερα, με κοινή τους επιστολή προς το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τέσσερις Αγροτικοί Σύλλογοι της Κρήτης και ένας της Μεσσηνίας (Ιεράπετρας Λασιθίου, Καντάνου – Σελίνου Χανίων, Τυμπακίου Ηρακλείου, Σητείας Λασιθίου, Φιλιατρών Μεσσηνίας), τονίζουν ότι «προφανώς, αυτό συμβαίνει γιατί κάποιοι επιτρέπουν αυτήν την πρακτική, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι πολιτικοί κύκλοι επιθυμούν να μην αλλάξει ποτέ, εξυπηρετώντας προσωπικά συμφέροντα».
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν στην Ελλάδα οι αγρότες έχουν εναρμονιστεί πλήρως με το πλαίσιο που έχει θεσπίσει η ΕΕ για τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, η χρήση χημικών δραστικών ουσιών που θεωρούνται απαγορευμένες έχει σταματήσει. Ο Έλληνας αγρότης έχει αντικαταστήσει αυτές τις ουσίες με βιολογικά σκευάσματα, των οποίων το κόστος αγοράς και εφαρμογής είναι τουλάχιστον πενταπλάσιο σε σχέση με τα χημικά.
Η περίπτωση της τούρκικης ντομάτας
Την ίδια στιγμή, για παράδειγμα, ο Τούρκος αγρότης δεν αντιμετωπίζει κανέναν περιορισμό στη χρήση αυτών των χημικών ουσιών – ουσιών που ευθύνονται για καρκινογενέσεις – και κάνει αλόγιστη χρήση, καθώς η αποτελεσματικότητά τους στην καταπολέμηση εχθρών και ασθενειών αγγίζει το 100%, ενώ το κόστος τους δεν ξεπερνά το 1/5 των βιολογικών σκευασμάτων.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουν την περίπτωση της ντομάτας από την Τουρκία, η οποία αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία των καταναλωτών.
«Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε η είδηση ότι ένα μεγάλο φορτίο ντομάτας από την Τουρκία, που προοριζόταν για το Ισραήλ (μέσω τριγωνικής πώλησης Έλληνα εμπόρου), έμεινε εγκλωβισμένο στο ελληνικό έδαφος, καθώς το Ισραήλ αρνήθηκε να το παραλάβει λόγω ελλείψεων σε έγκυρα έγγραφα φυτοϋγείας, κ.λπ», τονίζεται στην επιστολή, με τους Αγροτικούς Συλλόγους να απευθύνουν στον ΥπΑΑΤ συγκεκριμένα ερωτήματα: «Τι πιστεύετε ότι έγινε με αυτό το φορτίο τομάτας από την Τουρκία; Ή τι πιστεύετε ότι έγινε με τα υπόλοιπα 4.617.000 κιλά τομάτας από την Τουρκία που εισήχθησαν στη χώρα μας μόνο τον Σεπτέμβριο; Έχετε εντοπίσει κάποιο σημείο πώλησης όπου αναγράφεται τομάτα προέλευσης Τουρκίας; Η απάντηση είναι, φυσικά, όχι».
Όπως επισημαίνουν, ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η σκόπιμη υποστελέχωση των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για αυτούς τους ελέγχους. «Ακόμα και αν υπήρχε επάρκεια σε ανθρώπινο δυναμικό, η νομοθεσία παραμένει ανενεργή, ώστε να μην γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι», τονίζουν.
Υποχρεωτικοί έλεγχοι σε μόλις 10 τουρκικά προϊόντα
Βάσει του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1793 και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 149/2008, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει υποχρεωτικούς ελέγχους σε μόλις 10 αγροτικά προϊόντα προέλευσης Τουρκίας κατά την είσοδό τους στην Ευρώπη. Ωστόσο, επιτρέπεται σε κάθε κράτος-μέλος να ορίσει επιπλέον εθνικό κατάλογο υποχρεωτικών ελέγχων για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων.
Για τον λόγο αυτό, «επανειλημμένα έχουμε ζητήσει από το ΥπΑΑΤ να συμπεριλάβει την ντομάτα από την Τουρκία σε αυτήν τη λίστα, κάτι που πεισματικά αρνείστε να πράξετε», τονίζουν στην επιστολή, σημειώνοντας ότι έτσι προκύπτουν πολλά ερωτήματα: «Γιατί η ηγεσία του ΥπΑΑΤ διατηρεί αυτή την κατάσταση; Γιατί η κυβέρνηση επιτρέπει τη δημιουργία αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των Ελλήνων παραγωγών; Ενδιαφέρει κανέναν από τις ηγεσίες των Υπουργείων, τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ή τους τοπικούς βουλευτές το γεγονός ότι τα παιδιά μας καταλήγουν να τρώνε δηλητήρια επειδή το κράτος αρνείται να βάλει φρένο σε αυτή την παρανομία;».
«Επειδή για όλα τα παραπάνω η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά εσάς, σας καλούμε να αναθεωρήσετε τις προτεραιότητές σας και να ασχοληθείτε ουσιαστικά με τα ζητήματα που αποτελούν τροχοπέδη για τους αγρότες, όπως είναι οι παράνομες ελληνοποιήσεις αγροτικών προϊόντων. Τέλος, σας δηλώνουμε ότι θα σταθούμε δίπλα σας σε αυτό το ζήτημα, εάν βέβαια το επιθυμείτε και εσείς», σημειώνεται στην επιστολή.