Τεράστιο παρασκήνιο, αλλά και πολλά… συντρίμμια έχει αφήσει πίσω της η παραίτηση Σημανδηράκου από τη διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία μετά τη σκληρή κόντρα με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Λευτέρη Αυγενάκη τον Οκτώβριο, θεωρούνταν λίγο έως πολύ δεδομένη.
Οι πληρωμές του Δεκεμβρίου σε επίπεδο ενισχύσεων δεν δικαίωσαν σε καμία περίπτωση τον πρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ που είχε ισχυριστεί πως οι πληρωμές θα είναι καλύτερες από τις αρχικές, ενώ την ίδια στιγμή άφησαν ως ένα βαθμό εκτεθειμένη την κυβέρνηση, διότι επί των ημερών της ουσιαστικά αποφασίστηκαν οι συγκεκριμένες περικοπές, τις οποίες ο Ευάγγελος Σημανδηράκος είχε κληθεί απλώς να διεκπεραιώσει.
Τι συμβαίνει όμως στο παρασκήνιο και τι έχει προηγηθεί; Διότι η κόντρα Αυγενάκη – Σημανδράκου αποτελεί την κορυφή ενός μεγάλου παγόβουνου και το πιο ηχηρό τέλος μιας ιστορίας που στην ουσία έμεινε στην αφάνεια.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή: Για τις νέες ενισχύσεις και για τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική που εφαρμόστηκε φέτος, τον κύριο όγκο των διαπραγματεύσεων είχε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Με απερχόμενους, αποτυχημένους ή μη υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης, δεν έχει καμία σημασία. Η ουσία είναι πως η Νέα Δημοκρατία και κατά συνέπεια ο ίδιος ο πρωθυπουργός επέλεξαν να ακολουθηθεί η πολιτική που εφαρμόστηκε από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία και εγκρίθηκε ή υλοποιήθηκε με την ανοχή της κυβέρνησης.
Αυτό δεν δικαιολογεί όλες τις στρεβλώσεις και τα προβλήματα που είχε ο ΟΠΕΚΕΠΕ ασφαλώς. Δικαιολογεί όμως εν μέρει την ανοχή της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού στο να μην βάλει το «μαχαίρι στο κόκκαλο» ζητώντας την παραίτηση Σημανδηράκου και να αφήσει μια περίοδο χάριτος για να επιτευχθεί ένα «βελούδινο διαζύγιο».
Αυτό άλλωστε ως ένα βαθμό ήταν και… βολικό, αφού παραμένοντας στη θέση του ο Σημανδηράκος, θα συνέδεε το όνομά του με τη χειρότερη καταβολή ενισχύσεων από το 2016 μέχρι και σήμερα. Κι αυτό θα είναι ένα επιπλέον «όπλο» στη φαρέτρα της Νέας Δημοκρατίας, η οποία και θα επιχειρήσει διορθωτικές κινήσεις, που όπως κι αν εξελιχθούν, θα εκληφθούν ως προσπάθεια αποκατάστασης των στρεβλώσεων που δημιούργησαν ο «κακός ΟΠΕΠΕΚΕ» και ο «κακός Σημανδηράκος».
Πάμε τώρα στο θέμα του νέου Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Λευτέρη Αυγενάκη. Ο Κρητικός υπουργός έχει κατ’ αρχήν καλές προθέσεις. Και θέλει ασφαλώς να αλλάξει όσα είχαν καθοριστεί στο παρελθόν από την κυβέρνηση που υπηρετεί, διότι είναι εις βάρος της ελαιοπαραγωγής και κατά συνέπεια εις βάρος των ψηφοφόρων κι αγροτών της Κρήτης. Ίσως αν ήταν στο χέρι του, θα ήθελε να έχει αλλάξει και πολλές από τις ανεπάρκειες και αρρυθμίες των προκατόχων του, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό αφενός, αφετέρου θα εξέθετε συνολικά τη Νέα Δημοκρατία, κάτι που θα ήταν πολιτικό unfair.
Οπότε, κράτησε χαμηλούς τόνους, περίμενε υπομονετικά έως τον Δεκέμβριο και στο μεταξύ δημιουργούσε ένα «νέο εσωτερικό σύστημα» όπου άλλαξαν όλα τα πρόσωπα και τα στελέχη, από τη διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ μέχρι και τους διευθυντές. Άρα ο Οργανισμός πλέον είναι απολύτως ελεγχόμενος θεωρητικά.
Σχεδόν απόλυτα ελεγχόμενες είναι και οι Περιφέρειες σε ολόκληρη τη χώρα, που φαίνεται ότι θα λειτουργήσουν με έναν διευρυμένο ρόλο στα σχέδια ανάπτυξης του νέου υπουργού.
Το δύσκολο κομμάτι στην υπόθεση τώρα είναι οι αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και οι βελτιώσεις, ώστε τουλάχιστον οι ελαιοπαραγωγοί να παίρνουν λίγο μεγαλύτερες ενισχύσεις. Κι εκεί τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, γι’ αυτό άλλωστε και ο υπουργός έχει δεσμευτεί για «μικρές μόνο παρεμβάσεις».
Επίσης έχει ζητήσει από τους αγρότες να τον εμπιστευθούν και να του δώσουν χρόνο. Αυτό προφανώς και συμβαίνει, διότι κατά κύριο λόγο απαιτούνται σύνθετες διαδικασίες για τη μερική τροποποίηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αλλά και νέες δράσεις προκειμένου με κάποιον άλλο τρόπο οι αγρότες να κερδίζουν επιπλέον χρήματα και να αντισταθμίσουν τη… χασούρα.
Το όλο στοίχημα μοιάζει με ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί και είναι υψηλότατου ρίσκου για την κυβέρνηση. Με δεδομένο όμως το γεγονός πως οι περισσότεροι άνθρωποι σε θέσεις – κλειδιά, αλλά και η πλειοψηφία των συνδικαλιστών (οι οποίοι είναι πια ελάχιστοι) είναι με το μέρος της κυβέρνησης, κάνουν τα πράγματα λίγο πιο απλά. Και η ελπίδα είναι, πως το σχέδιο τελικά θα πετύχει και θα είναι όλοι ικανοποιημένοι.