Μεγάλες προκλήσεις αλλά και τεράστιες ευκαιρίες, τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει η Ελλάδα, κρύβει το μέλλον της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ) της ΕΕ, τόνισε ο διευθυντής της ΓΔ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τάσος Χανιώτης, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στην αντιπροσωπεία της ΕΕ στην Αθήνα.
Εξειδικεύοντας την ανακοίνωση της Επιτροπής που δημοσιεύτηκε χθες με τις προτάσεις για «το μέλλον της γεωργίας και των τροφίμων – για μια ευέλικτη, δίκαιη και βιώσιμη Κοινή Γεωργική Πολιτική» ο κ. Χανιώτης υπογράμμισε ότι ο μεγάλος άγνωστος παραμένει ο μελλοντικός προϋπολογισμός, ο οποίος θα εξαρτηθεί εν πολλοίς και από την έκβαση του Brexit.
Πάμε σε μια έξυπνη, ευέλικτη και πιο εξατομικευμένη πολιτική, σημείωσε και ανέφερε μεταξύ των στόχων την ενίσχυση των περιβαλλοντικών και κλιματικών προτεραιοτήτων, την καλύτερη στόχευση της στήριξης με δικαιότερο τρόπο του αγροτικού εισοδήματος, τη μεγαλύτερη αξιοποίηση της γνώσης και τεχνολογίας, την αναδιανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Επιτροπής και κρατών-μελών με στόχο την ενίσχυση των εθνικών αρμοδιοτήτων, στη βάση της αρχής της επικουρικότητας.
Συνοψίζοντας την αναδιανομή των αρμοδιοτήτων, είπε ότι οι Βρυξέλλες αποφασίζουν τους στόχους και τις παραμέτρους, οι οποίες καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ενώ τα κράτη θα αποφασίσουν τον τρόπο υλοποιήσής τους, υποβάλλοντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το εθνικό στρατηγικό τους σχέδιο. Αναφερόμενος στην «έξυπνη γεωργία», ο Ευρωπαίος αξιωματούχος είπε ότι είναι ήδη παρούσα και αφορά πολλές πτυχές, όπως για παράδειγμα, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (με επιπτώσεις στις αποδόσεις και τις ασθένειες), αλλά και την αξιοποίηση των δεδομένων από δορυφόρους, μέσα από ένα «σύστημα παροχής συμβουλών» από το κράτος, για να καλυφθούν τα κενά γνώσης των αγροτών.
Στο ερώτημα σε τι χρειάζεται να δώσει έμφαση η Ελλάδα, ενόψει των μεγάλων αλλαγών που συντελούνται στη γεωργία, ο κ. Χανιώτης απάντησε ότι «η δυνατότητα εφαρμογής γεωργίας ακριβείας στην Ελλάδα δεν είναι μελλοντολογία. Είναι πραγματικότητα. Τα πιο προχωρημένα τμήματα της ελληνικής γεωργίας είναι όσο προχωρημένα και στην υπόλοιπη ΕΕ. Δεν μας λείπουν τα καλά παραδείγματα. Αυτό που λείπει είναι ότι αυτή η αντίληψη δεν έχει ενσωματωθεί στο σύνολο της ελληνικής γεωργίας». Εξειδικεύοντας, επανέλαβε την ανάγκη «να υπάρξει ένα σύστημα παροχής συμβουλών στους αγρότες» το οποίο θα καλύψει τα κενά της γνώσης. Αναφέρθηκε μάλιστα στο σύστημα της Δανίας, που χαρακτήρισε υποδειγματικό.
«Αν ένα τέτοιο σύστημα δεν υπάρχει», πρόσθεσε, «η δυνατότητα αλλαγής της ισορροπίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών-μελών-υπέρ των τελευταίων- και η χρήση γνώσης και τεχνολογίας θα περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Αν αντίθετα, το σύστημα αυτό παροχής συμβουλών εφαρμοστεί και αξιοποιήσει όλα τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες που έχει ο γεωργικός τομέας, σε 4-5 χρόνια η εικόνα της ελληνικής γεωργίας θα αλλάξει ριζικά».
«Όταν μπαίνεις σε μια καινούργια κατάσταση», είπε συνοψίζοντας τις ελληνικές δυνατότητες, «εμφανίζονται ταυτόχρονα καινούργιες προκλήσεις και τρομακτικές ευκαιρίες. Το βάρος πρέπει κατά τη γνώμη μου να δοθεί στο γεγονός ότι υπάρχουν μια σειρά ευκαιρίες που η χώρα είναι ήδη σε θέση να εκμεταλλευτεί. Και αυτό φαίνεται και στη στροφή των καταναλωτών ως προς τα διατροφικά πρότυπα. Εκεί είναι το δυνητικά μεγάλο πλεονέκτημα της ελληνικής γεωργίας».