Ερωτηματικά προκαλούν τα πρώτα εργαστηριακά αποτελέσματα των αναλύσεων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων ελαιοκάρπου, αφού από αυτά προκύπτει ότι το πρόβλημα στην παραγωγή προκύπτει κατά κανόνα από τις προσβολές του δάκου και σε πολύ μικρό βαθμό από το γλοιοσπόριο.
Με βάση τα πρώτα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η Περιφέρεια Κρήτης σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ελιάς Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, το ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, διαπιστώθηκαν κατ’ αρχάς έντονες προσβολές από τον δάκο της ελιάς, με παράλληλη παρουσία πληθώρας μυκητολογικών αιτιών, αλλά με πολύ μικρή παρουσία του μύκητα γλοιοσπόριο.
Ειδικά, με βάση τα αποτελέσματα από τη Διεύθυνση της Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Λασιθίου, σε κανένα από τα δείγματα που εστάλησαν δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη του μύκητα γλοιοσπόριο.
Αναφέρεται ότι τα δείγματα αξιολογήθηκαν και εξετάστηκαν τόσο από τα τοπικά εργαστήρια, όσο όμως και από το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, αρχίζουν να γεννώνται πολλαπλά ερωτηματικά σε σχέση με το πώς μπορεί να στοιχειοθετήσει η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, φάκελο στον οποίο να αποδεικνύεται η Κλιματική Αλλαγή, αφού κατά κύριο λόγο η αιτία των προβλημάτων στην παραγωγή είναι ο δάκος. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί επιστήμονες επεξεργάζονται όλα τα δεδομένα και επιχειρούν να διαπιστώσουν με βάση τα νέα στοιχεία τις κινήσεις που μπορούν να κάνουν προκειμένου ο φάκελος που θα κατατεθεί να είναι ακριβής και επαρκής.
Αναφέρεται ότι, με βάση τους ελέγχους που έγιναν από την Περιφέρεια και σύμφωνα με το σχετικό ενημερωτικό διαπιστώθηκαν «έντονες προσβολές από το δάκο της ελιάς (Bactrocera oleae) με παράλληλη παρουσία πληθώρας μυκητολογικών αιτίων που ανήκουν κυρίως στα γένη Camarosporium (Βούλα), Pseudocercospora( Κερκόσπορα), Alternaria (Αλτερνάρια), Colletotrichum (Γλοιοσπόριο), Fusarium (Φουζάριουμ).
Οι αρμόδιες υπηρεσίες ωστόσο διαπιστώνουν ότι το μέγεθος των προβλημάτων έχει να κάνει με τις κλιματολογικές συνθήκες, αφού εφόσον ήταν διαφορετικές, οι μολύνσεις από τους μικροοργανισμούς θα περνούσαν σχεδόν απαρατήρητες όπως σε προηγούμενες περιόδους.
«Συγκεκριμένα οι ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικράτησαν κατά τους φθινοπωρινούς μήνες με υψηλές τιμές σχετικής υγρασίας και θερμοκρασίας ευνόησαν την ανεξέλεγκτη αύξηση των πληθυσμών του δάκου» αναφέρεται μεταξύ άλλων σε σχετική ανακοίνωση και προστίθεται:
«Τα νύγματα του αποτέλεσαν πύλη εισόδου για τα περισσότερα από τα μυκητολογικά είδη που αναφέρθηκαν παραπάνω, κυρίως σε περιοχές του νησιού που επικράτησαν συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας και θερμοκρασίας. Παράλληλα η δακοπροσβολή επέφερε την πρόωρη ωρίμανση των καρπών καθιστώντας τους περισσότερο ευάλωτους σε επακόλουθες μυκητολογικές μολύνσεις κατά την κρίσιμη περίοδο του φθινοπώρου, με συνέπεια την πρόκληση δευτερογενών μυκητολογικών προσβολών του ελαιοκάρπου».
Παρ’ όλα αυτά, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Περιφέρειας υποστηρίζουν ότι με βάση τις μέχρι σήμερα εργαστηριακές αναλύσεις ο λόγος της ποιοτικής και ποσοτικής υποβάθμισης του ελαιοκάρπου εσοδείας 2019-2020 μπορεί να οφείλεται και στη δευτερογενή δράση μυκήτων ή και άλλων μικροοργανισμών, ωστόσο πρωταρχική αιτία αποτελούν τα υψηλά ποσοστά δακοπροσβολών σε συνδυασμό με τα αυξημένα επίπεδα υγρασίας και θερμοκρασίας που επικράτησαν κατά τη φθινοπωρινή περίοδο. Συνεπώς, το γλοιοσπόριο δεν είναι η βασική αιτία της υποβάθμισης του ελαιοκάρπου στην Κρήτη.
Καταληκτικά οι υπηρεσίες της Περιφέρειας τονίζουν πως για την προστασία της ελαιοπαραγωγής και του ελαιοκάρπου, ζωτικής σημασίας είναι ο αποτελεσματικός έλεγχος του δακοπληθυσμού και η μείωση των μυκητολογικών μολυσμάτων.