Τη φετινή χρονιά, το κρητικό ελαιόλαδο δεν έπιασε… ταβάνι στα οξέα λόγω δάκου. Κι αυτή είναι η καλή εξέλιξη. Δυστυχώς όμως, η πρώιμη συγκομιδή δεν έφερε τα αποτελέσματα που όλοι ανέμεναν, ενώ οι εμπορικές πράξεις που υλοποιήθηκαν έδειξαν πως το ελαιόλαδο της Κρήτης είναι ελαιόλαδο για τον «Νοέμβρη και μετά».
Αυτό πάντως δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα της φετινής χρονιάς, καθώς οι παραγωγοί που κλήθηκαν να πουλήσουν το λάδι τους νωρίτερα από άλλες χρονιές, ήρθαν αντιμέτωποι με τις «αδυσώπητες» αγορές του εξωτερικού, οι οποίες έχουν περάσει πλέον σε μια νέα εποχή που δεν θυμίζει σε τίποτα την «εποχή του λίθου» από την οποία πασχίζει να βγει η Κρήτη σ’ ένα μεγάλο μέρος της.
Οι παραγωγοί διαπίστωσαν πως οι «γραμμές» δεν είναι αρκετές για να κάνουν ένα λάδι καλό ποιοτικά, αφού πολλά ελαιόλαδα με οξύτητες κάτω από το 0.3 αποδείχθηκε πως έχουν σοβαρές ελλείψεις σε βασικά χαρακτηριστικά όπως τα αρώματα και η γεύση.
Η «Π» ανοίγει σήμερα τον φάκελο του ποιοτικού ελαιολάδου, αλλά και των όσων συμβαίνουν στην Κρήτη, συνομιλεί με εκπροσώπους παραγωγών, αλλά και αναδεικνύει τις καλές πρακτικές και τα προβλήματα που υπήρξαν.
Κατ’ αρχάς η ενεργοποίηση της Περιφέρειας, καθώς και η αλλαγή των σκευασμάτων για τις δακοπροσβολές απέδειξαν ότι η Κρήτη κινήθηκε γρήγορα και αποτελεσματικά σε πρώτο επίπεδο. Υπήρξαν βεβαίως οι αστοχίες, συνεχίζουν να υπάρχουν τα λάθη ως προς τα ραντίσματα, όμως σε γενικές γραμμές η προσπάθεια κρίθηκε ικανοποιητική.
Όμως, η παρότρυνση της Περιφέρειας και των ειδικών να υπάρξει πρώιμη συγκομιδή, δεδομένων και των κλιματολογικών συνθηκών, αποδείχθηκε μάλλον καταστροφική, αφού το ελαιόλαδο που παράχθηκε δεν ήταν καλής ποιότητας με πολλούς εισαγωγείς να απορρίπτουν τα δείγματα του Οκτωβρίου και να ζητούν κρητικό ελαιόλαδο συγκομιδής από τον Νοέμβριο και μετά.
«Τα λάδια του Οκτωβρίου δεν είχαν ούτε τα αρώματα, ούτε και τις επιδόσεις των ελαιολάδων του Νοεμβρίου» αναφέρει με δηλώσεις του ο πρόεδρος του Συλλόγου Ελαιουργών Ηρακλείου Βαγγέλης Πρωτογεράκης.
«Δυστυχώς δεν πήγαμε τόσο καλά όσο αναμενόταν γιατί ο φετινός Οκτώβρης και Νοέμβρης είχαν άλλα κλιματολογικά χαρακτηριστικά σε σχέση με πέρυσι» προσθέτει και τονίζει:
«Οι ποιότητες του Οκτωβρίου δεν ήταν καλές. Τα ελαιόλαδα που δοκίμασαν εισαγωγείς δεν τους άρεσαν. Αλλά ούτε και οι αναλύσεις που έγιναν έδειχναν ένα ποιοτικό προϊόν στο μεγαλύτερο μέρος του».
Αγουρέλαιο κι εξαιρετικό παρθένο
Αυτό που φαίνεται να δημιούργησε πολλά προβλήματα στην αγορά, εκτός όλων των άλλων, ήταν το γεγονός πως πολλοί παραγωγοί θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να πουλήσουν το λάδι του Οκτωβρίου ως «αγουρέλαιο», κάτι που τελικά δεν μπόρεσε να επιτευχθεί επειδή οι αγορές του εξωτερικού έχουν γίνει πολύ περισσότερο απαιτητικές.
«Στην αρχή είχαμε καλά αποτελέσματα, όμως σύντομα σταμάτησαν όλες οι εμπορικές πράξεις» αναφέρει με δηλώσεις του ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Ηρακλείου Μύρων Χιλετζάκης για να προσθέσει:
«Αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν είχαμε τις αποδόσεις που θα έπρεπε, ενώ η ποιότητα μας ήταν μία από τις καλύτερες των τελευταίων ετών. Αυτό άλλωστε φαίνεται στο ελαιόλαδο που βγήκε από το Νοέμβριο και μετά. Όμως τώρα δεν υπάρχει τιμή ούτε και ζήτηση για το συγκεκριμένο λάδι».
Αντίστοιχη άποψη έχει και ο πρόεδρος της Οργάνωσης Αμπελουργών και Ελαιοπαραγωγών Κρήτης, Πρίαμος Ιερωνυμάκης.
«Το αγουρέλαιο μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ καλό προϊόν, αρκεί να υπάρξει κατάλληλη οργάνωση και να προωθηθούν οι ποσότητες που ζητάει η αγορά» αναφέρει με δηλώσεις του ο Πρίαμος Ιερωνυμάκης και προσθέτει:
«Πριν βγει οποιοδήποτε προϊόν πρέπει να δούμε τι ζητούν οι αγορές. Αν οι αγορές δεν ζητούν αγουρέλαιο δεν μπορούμε όλοι να βγάζουμε ένα προϊόν το οποίο δεν έχει ζήτηση. Από την άλλη σε σχέση με τις παροτρύνσεις των αρμόδιων γεωπόνων κι επιστημόνων: Ασφαλώς οι επιστήμονες θα θέσουν τα επιστημονικά δεδομένα.
Το αν όμως ένας καρπός είναι έτοιμος ή όχι, το ξέρει ο παραγωγός και το κρίνει από την εμπειρία των χρόνων. Στη φετινή χρονιά, πολλοί άκουσαν τις υποδείξεις των ειδικών φοβούμενοι για δακοπροσβολές, χωρίς να βασιστούν στην εμπειρία τους και χωρίς να ελέγξουν τον καρπό τους, που είχε ως αποτέλεσμα να βγάλουν ένα λάθος αποτέλεσμα από ελιές που δεν ήταν γινομένες. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το δούμε συνολικά.
Ελιές πλούσιες σε… ορυκτέλαια
Ένα ακόμα ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει συνολικά τους παραγωγούς, εφόσον θέλουν να διατηρήσουν την ποιότητα και τις υψηλές τιμές στο λάδι, είναι το γεγονός πως τόσο στην Ευρώπη πλέον όσο και στην Αμερική, έχουν αυστηροποιηθεί αρκετά οι προδιαγραφές ελέγχου και ποιότητας. Κι είναι χαρακτηριστικό πως σε πολλά ελαιόλαδα της Κρήτης έχουν βρεθεί υπολείμματα από ορυκτέλαια!
«Αυτό εμείς ως βιολογικοί παραγωγοί και καλλιεργητές δεν το αντιμετωπίζουμε πρώτη φορά. Είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα και πολλά λάδια έχουν γυρίσει πίσω» αναφέρει ο Βαγγέλης Πρωτογεράκης και εξηγεί:
«Αυτό το πρόβλημα προκύπτει κυρίως από τα ελαιοραβδιστικά και τα πριόνια που βλέπουμε καύσιμο και λάδι να πέφτει πάνω στα σακιά και να μη δίνει κανείς σημασία. Μπορεί ένα ελαιόλαδο να έχει πάρει ακόμα και χρυσό βραβείο και να ανακαλυφθούν υπολείμματα ή ακόμα κι ένας παραγωγός να καταστρέψει μια ολόκληρη παραγωγή. Το λάθος του ενός έχει τρομερές συνέπειες στο σύνολο».
Όπως εξηγεί ο Βαγγέλης Πρωτογεράκης, αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα αφού πλέον τα εργαστήρια του εξωτερικού προχωρούν σε αναλύσεις όχι μόνο για ορυκτέλαια, αλλά και για φυτοφάρμακα τα οποία αρχίζουν σταδιακά να καταργούνται.
«Έχει τύχει εργαστήριο να ανακαλύψει υπολειμματικότητες επειδή ο παραγωγός δεν συμμορφώθηκε στις υποδείξεις του σκευάσματος το οποίο ήταν εγκεκριμένο. Κι έχει τύχει, ακόμα και σήμερα να βρίσκονται υπολείμματα φυτοφαρμάκων σε ελαιόλαδο, τα οποία έχουν καταργηθεί πάνω από δύο χρόνια» τονίζει χαρακτηριστικά.
Αντίστοιχες αναφορές κάνει και ο πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Τυμπακίου Μανώλης Ορφανουδάκης.
«Διαπιστώνουμε ότι η τυποποίηση και η εξαγωγή πλέον, σε όλα τα επίπεδα, θέλουν υπευθυνότητα, τήρηση κανόνων και σεβασμό στο προϊόν» αναφέρει για να τονίσει:
«Τα λάθη πλέον και πληρώνονται και ανακαλύπτονται. Γι’ αυτό πρέπει να δούμε σοβαρά το ζήτημα των αγροτικών προϊόντων μας συνολικά, αλλά και τους τρόπους με υπευθυνότητα θα κερδίσουμε τις αγορές του εξωτερικού και τη θέση που μας αξίζει».