Στις 16 Νοεμβρίου αναμένεται να εκδικαστεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης (Χανιά) η υπόθεση της κτηνώδους δολοφονίας της διακεκριμένης Αμερικανίδας μοριακής βιολόγου
Suzanne Eaton, με κίνητρο την σεξουαλική της κακοποίηση από 31χρονο σήμερα Χανιώτη, ο οποίος εντόπισε τυχαία το «θήραμα» του να κάνει τζόκινγκ πολύ κοντά στις εγκαταστάσεις της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης, στο Κολυμπάρι.
Είναι μία υπόθεση που απασχόλησε εκτενώς ακόμα και τα διεθνή ΜΜΕ, σε Αμερική και Ευρώπη, καθώς η 60χρονη Suzanne (όπως και ο σύζυγος της) ήταν κορυφαία επιστήμονας στο χώρο της.
Ο νεαρός δράστης, γιος ιερέα, παντρεμένος με μικρά παιδιά, ούτε καν τη γνώριζε, ούτε καν την είχε ξαναδεί στη ζωή του. Στη θέση της θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν Ιούλιος του 2019 και η Suzanne ήταν ομιλήτρια σε επιστημονικό συνέδριο στις εγκαταστάσεις της Ορθοδόξου Ακαδημίας.
Στο διάλειμμα μεταξύ πρωινών και απογευματινών συνεδριάσεων, η Eaton, η οποία ήταν αθλητικός τύπος με διακρίσεις στο Tae Kwon Do, βγήκε για τζόκινγκ. Δεν είχε μαζί το κινητό της καθώς στην περιοχή δεν είχε σήμα, κάτι που είχε συνειδητοποιήσει την προηγούμενη ημέρα και έτσι το άφησε στο δωμάτιο. Στη διαδρομή την εντόπισε ο 31χρονος Χανιώτης, ο οποίος έβαλε σε εφαρμογή το σατανικό του σχέδιο.
Την χτύπησε δύο-τρεις φορές με το αυτοκίνητο, κάνοντας μπρος-πίσω, προκειμένου να την εξουδετερώσει. Τη φόρτωσε αιμόφυρτη στο πορτ-παγκάζ, τη μετέφερε στην περιοχή του Μάλεμε όπου φέρεται να τη βίασε πολλαπλώς (εν ζωή και μη), μέχρι που την ξεφορτώθηκε, πετώντας το σώμα της από μεγάλο ύψος, από μία τρύπα στην οροφή του γερμανικού καταφυγίου όπου η σορός βρέθηκε τυχαία μέρες αργότερα.
Αν και προανακριτικά ο νεαρός κατηγορούμενος είχε ομολογήσει τα πάντα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, στο πρωτόδικο δικαστήριο επιχείρησε (ανεπιτυχώς) να κάνει το μαύρο άσπρο και να ανατρέψει τα ισχύοντα δεδομένα.
«Έκανε τζόκινγκ. Δεν αισθάνθηκα κάτι σεξουαλικό. Την προσπέρασα, έκανα στροφή, γύρισα. Όλο αυτό ήταν ατύχημα. Ήθελε να περάσει απέναντι στο δρόμο, δεν κοίταξε πίσω, δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Την εγκλώβισα κάτω από το αυτοκίνητο και για να την απεγκλωβίσω, έκανα όπισθεν. Είδα την κατάσταση της και αηδίασα. Ήταν βαριά, με κομμένο αυτί. Πίστευα ότι δεν θα ζήσει. Αυτά τα έβλεπα μόνο στις ταινίες. Δεν μπορούσα να την βλέπω σαν εικόνα και γ’ αυτό την έβαλα στο πορτ-παγκάζ.
Στην αρχή σκέφτηκα να το πω αλλά φοβήθηκα. Ήταν μεγάλο λάθος αυτό αλλά δεν σκεφτόμουν καθαρά. Την πήγα στο καταφύγιο. Έκανα όπισθεν όσο πιο κοντά μπορούσα στην τρύπα του εξαερισμού. Με τα λίγα πράγματα που ξέρω, πήρα τον σφυγμό και είδα ότι είχε αρχίσει να παγώνει. Δεν ανέπνεε. Έτσι σκέφτηκα να την πετάξω. Λάθος και αυτό. Θεώρησα ότι είχε πεθάνει. Όσο οδηγούσα άκουσα θορύβους και τα μουγκρητά της συγχωρεμένης. Δεν καταλάβαινα λέξεις.
Την έπιασα από τα πόδια, την έσυρα και την πέταξα. Πήγα σε ένα νεκροταφείο, έπλυνα με χλωρίνη το αυτοκίνητο και κάθισα 20 λεπτά να ηρεμήσω. Το αυτοκίνητο το έπλυνα ξανά δύο-τρεις ημέρες μετά. Δεν άντεχα την μυρωδιά της και άκουγα ακόμα τα μουγκρητά της. Και με την χλωρίνη… έφυγαν οι φωνές». Στο δικαστήριο κατέθεσαν και οι δύο φίλοι στους οποίους έμελλε τη μοιραία νύχτα να μπουν στο καταφύγιο για την ανίχνευση μετάλλων και να βρεθούν μπροστά στο πτώμα της αγνοούμενης Σούζαν.
Η παρουσία τους στον μυστηριώδη αυτό χώρο λειτούργησε ως Θεία δίκη καθώς αν δεν την έβρισκαν εκείνοι, ίσως και να μην βρίσκονταν ποτέ η άκρη του νήματος. Ο 31χρονος πρωτόδικα καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για τη δολοφονία της Αμερικανίδας βιολόγου και σε 13 έτη κάθειρξη για τον βιασμό της. Υπενθυμίζεται ότι ο σύζυγος και οι δύο γιοι του θύματος δεν ήταν παρόντες στη δίκη. Ακόμα και τότε δεν γνώριζαν τις ανατριχιαστικές πτυχές της υπόθεσης και υποστηρίζονταν ψυχολογικά.