Ο Γιώργος Γραμματικάκης ήταν ένας άνθρωπος που από τα εφηβικά αλλά και τα νεανικά του χρόνια είχε γνωρίσει τη μυρωδιά του μελανιού, την ατμόσφαιρα αλλά και τον αγώνα για να “βγει” μια καθημερινή εφημερίδα καθώς, είχε ‘’ζυμωθεί” με τον λεγόμενο επαρχιακό τύπο από τα χρόνια της ‘’Μεσογείου”, που εξέδιδε ο πατέρας του Αριστοτέλης και αργότερα ο αδελφός του, ο αγαπημένος του Κώστας.
Γι΄αυτό και το άρθρο του που αφορούσε την εφημερίδα μας με τίτλο “Ενα ανοικτό παράθυρο στην πόλη‘’ είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, πέρα από την σημαντική προσωπικότητα που το υπέγραφε.
Γιατί γνώριζε από “μέσα” την καθημερινή γέννα που είναι το κάθε φύλλο της εφημερίδας, μέχρι να φτάσει στον τελικό αποδέκτη και κριτή που είναι οι αναγνώστες του. Τα καλά του λόγια για την εφημερίδα και τους ανθρώπους της, έδωσαν δύναμη σε όλους για να συνεχίσουν τον καθημερινό αγώνα που τώρα συνεχίζεται με νέα ορμή, σε μια νέα εποχή.
Στο άρθρο του που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2021 έγραφε:
‘’Ένα ενδιαφέρον, αλλά και παράδοξο φαινόμενο παρατηρείται στις πόλεις της περιφέρειας. Τις «επαρχιακές» πόλεις, όπως τις λέγαμε παλαιότερα. Εμείς, οι κάτοικοι τους, δεν συνειδητοποιούμε συχνά την ιδιαιτερότητα, τις κρυφές ή φανερές τους χάρες.
Κυριαρχεί η γκρίνια, η κριτική. Συχνά δικαιολογημένη, δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για να αναδειχθεί το «άλλο», που είναι συχνά και πιο ουσιαστικό. Όπως μια σελίδα από την ιστορία του τόπου, ένα κτίριο με μυστική ομορφιά, μια ξεχωριστή ανθρώπινη φυσιογνωμία που ζει ανάμεσα μας, Παρόμοιες «αιχμές», ενώ είναι χαρακτηριστικές της τοπικής ζωής, συναντούν συχνά την αδιαφορία ή και την άγνοια των πολιτών, που πορεύονται χωρίς την παρηγορητική τους συντροφιά.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο υπογράφων επιθυμεί να αναδείξει μια παράμετρο, που έχει μεγάλη σημασία για την ζωή της πόλεως. Είναι ο τοπικός τύπος.
Παλαιότερα, μάλιστα, όταν βρισκόμουνα -όπως συχνά συνέβαινε- σε μια πόλη της περιφέρειας, έσπευδα να προμηθευτώ τις τοπικές εφημερίδες, που απηχούσαν την ατμόσφαιρα της πόλεως. Με τις ιδιαιτερότητες της, τις φανατικές πολιτικές έριδες, τα «πνευματικά» γεγονότα της περιοχής. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι φορές, που η ποιότητα και η ζωντάνια της εφημερίδας, μου προκαλούσαν μεγάλη εντύπωση.
Οι άνεμοι ωστόσο της ζωής, που ούτε η ένταση, ούτε η κατεύθυνση τους προβλέπεται, με οδήγησαν τα τελευταία χρόνια και πάλι στην πατρίδα μου. Το Ηράκλειο της Κρήτης. Η πολύβουη αυτή πόλη προσφέρει πολλά, που σε κάνουν να χαίρεσαι, κι άλλα πάλι που προκαλούν μια δίκαιη οργή.
Οι πολίτες της όμως έχουν την τύχη να τους συνοδεύει μια σταθερή, καθημερινή συντροφιά. Θα το πω χωρίς περιστροφές: Είναι η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, που έχει μια μακρά προϊστορία.
Σήμερα όμως ζει την δεύτερη, δημιουργική της περίοδο, κι έτσι την γνώρισε και ο υπογράφων. Ομολογώ αμέσως την έκπληξη μου: Διότι η εφημερίδα διαθέτει στοιχεία, στην εμφάνιση και την ποιότητα της, που μόνον στα ιστορικά συγκροτήματα Τύπου στον Ευρωπαϊκό χώρο συναντά ο αναγνώστης.
Δεν είναι υπερβολή. Ο υπογράφων έχει άλλωστε ένα πλεονέκτημα, που είναι αόρατο, και του επιτρέπει να κρίνει μια εφημερίδα, να μετρά τις αρετές της. Έζησε πράγματι, στα εφηβικά αλλά και τα νεανικά του χρόνια, τον καθημερινό παλμό αλλά και την ατμόσφαιρα της εφημερίδας ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ, που είχε εκδόσει ο πατέρας μου.
Για πολλά χρόνια την διηύθυνε ο ίδιος, και αργότερα ο αδελφός μου. Όπως θυμούνται οι παλιοί, η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ έφτασε κατά καιρούς, σε μεγάλα ύψη ποιότητας, αλλά και απηχήσεως στο Ηρακλειώτικο κοινό. Κοιμόμουνα, πάντως, αργά την νύκτα, αφού είχα ήδη ενδιατρίψει στο φρεσκοτυπωμένο φύλλο της εφημερίδας. Ο ρυθμικός θόρυβος του πιεστηρίου, από τα υπόγεια του σπιτιού, συνόδευε τον ύπνο μου.
Μετά από αυτές τις εμπειρίες, δεν είναι δύσκολο να καταγράψω τα χαρακτηριστικά, που καθιστούν την εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» ελκυστική στον αναγνώστη. Είναι, πρώτα από όλα, η εμφάνιση της: Τίτλοι ισορροπημένοι, συχνά ευρηματικοί, φωτογραφίες από το παρελθόν ή το παρόν της πόλεως, ποικιλία θεμάτων, που από την πρώτη σελίδα, παραπέμπουν στις υπόλοιπες. Όσο για το περιεχόμενο της, υπάρχουν οι σταθερές, θεματικές ενότητες, – όπως Το καστρινό 24ωρο, ο Πολιτισμός, τα Ρεπορτάζ- που αποκαλύπτονται στην κορυφή της κάθε σελίδας.
Υπάρχουν ακόμα, μικρότερες ενότητες, όπως το «Στίγμα της ημέρας», τα «Επι-ΚΡΗΤΙΚΑ, ενώ δεν λείπουν και οι στήλες αξιόλογων συνεργατών. Άλλοτε έχουν μια μονιμότητα, -όπως το «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε»- κι άλλοτε πάλι είναι έκτακτες. Στις στήλες αυτές ο αναγνώστης μπορεί να αλιεύσει μικρά αριστουργήματα.
Μια εφημερίδα δεν είναι όμως μόνον οι ειδήσεις, οι καλοί συνεργάτες, η τα σχόλια για τα κακώς κείμενα της Ελληνικής ζωής. Είναι, πέραν και πάνω από αυτά, κάτι αδιόρατο και σοβαρό, δύσκολο και απαιτητικό. Θα το ονόμαζα, εν γνώσει της ασάφειας του όρου, ως «πολιτικό ήθος». Την αίσθηση, δηλαδή, ότι η εφημερίδα διατηρεί την ανεξαρτησία της, ότι την φωνή της δεν υπαγορεύουν άλλα συμφέροντα η πολιτικές εξαρτήσεις.
Η ΠΑΤΡΙΣ αποφεύγει πράγματι τις κραυγές και τον φανατισμό, αντιμετωπίζει τα πολιτικά γεγονότα με ηρεμία και -αν χρειάζεται!- με βλέμμα ειρωνικό, δεν δίνει το δικαίωμα να κατηγορηθεί για πολιτική μεροληψία. Ίσως επειδή ο Ελληνικός τύπος σπάνια έδινε αυτήν την εντύπωση, και οι κομματικές κραυγές συχνά κυριαρχούσαν, η αρετή αυτή αποκτά σημασία ιδιαίτερη. Έφτασε, άλλωστε, στην κορύφωση της, όταν η ΠΑΤΡΙΣ αρνήθηκε την κρατική ενίσχυση, που ενώ είχε ως αιτιολόγηση την καταπολέμηση της πανδημίας, άφηνε πολλές αμφιβολίες για τις προθέσεις της.
Η καλή πορεία της Πατρίδας δεν ήρθε βέβαια από μόνη της. Οφείλεται, κυρίως, στους συντάκτες και τους συνεργάτες της, αλλά και στην «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», ανεξαρτησίας, που δημιουργεί το ιδιοκτησιακό της καθεστώς. Είναι όμως δίκαιο να αναφέρω, ονομαστικά αυτήν την φορά, τον Κώστα Μπογδανίδη και τον Γιάννη Σπανάκη, που φέρονται ως «διευθυντές σύνταξης» της εφημερίδας. Είναι φανερό, ότι στην δική τους εμπειρία και μόχθο, κυρίως όμως στην δική τους έμπνευση, οφείλονται οι αρετές, που χαρακτηρίζουν την εφημερίδα.
Είναι μάλιστα κατάλληλη η στιγμή, για να καταθέσει ο υπογράφων ένα αίτημα του: Θεωρεί, ότι μια ουσιαστική έλλειψη της εφημερίδας, αποτελεί η απουσία του κυρίου άρθρου. Χαρακτήριζε τις παλιές, ιστορικές εφημερίδες του τόπου μας, και ορισμένοι αρθρογράφοι – ανάμεσα τους και ο πατέρας μου-, άφησαν εποχή για την δεινότητα του λόγου και την απήχηση τους. Δεν ξέρω γιατί ο σπουδαίος θεσμός του αρθρογράφου, που ήταν σήμα κατατεθέν μιας σοβαρής εφημερίδας, οδηγήθηκε στην εξαφάνιση από τους νεωτερισμούς της εποχής. Αξίζει όμως να επανέλθει.
Είναι βέβαια αυτονόητο, ότι η περίπτωση της «Πατρίδος»,, δεν είναι μοναδική στον Ελληνικό χώρο. Οι ευγενικοί -αλλά και πολυπληθείς!- αναγνώστες των αναρτήσεων μου, γνωρίζουν ασφαλώς κι άλλες εφημερίδες, στην περιοχή τους η και στην ίδια την Κρήτη, που ξεχωρίζουν για την ειδησεογραφική και εκδοτική τους ποιότητα.
Ο περιφερειακός τύπος, είναι ο καθρέπτης της περιφέρειας. Η περιφέρεια όμως, παρά τις χρόνιες εξαρτήσεις της από μια υδροκεφαλική πρωτεύουσα, είναι μια άλλη Ελλάδα, που ανασαίνει και σκέφτεται διαφορετικά. Καιρός να ακούσομε την ανάσα της.
Έχει πολλά να μας διδάξει, και ακόμα άλλα που προκαλούν τον δίκαιο θαυμασμό μας”.