Κι όλα αρχινούσανε αμέσως μετά της Παναγίας, την επαύριον του Δεκαπενταύγουστου. Η μεγάλη προετοιμασία για την βεντέμα των Αρχανιωτών!
Το φορτηγό του κυρ Γιάννη,του πάτερα μου, έκανε καθημερινά πια δρομολόγια στη Χώρα (το Ηράκλειο) για να γεμίζει το μπακάλικο με όλα όσα χρειάζονταν εκείνες τις μέρες οι «αθρώποι» των Αρχανών.
Ίσαμε πιο πάνω κι από τα κάγκελα της καρότσας φτάνανε τα πράματα…
Κι όσα πρωινά δεν προλάβαινα να ξυπνήσω χαράματα, να με πάρει μαζί του ο μπαμπάς στις Αγορές της μεγάλης πόλης, να περάσουμε για μία στιγμή από το Κάστρο των Παραμυθιών μου, τον Κούλε, για μια Αρχανιώτικη καλημέρα, τον περίμενα το μεσημέρι πάνω στην ταράτσα. Εκεί γύρω στις 12.00 κρατώντας τα κιάλια μου, παρατηρούσα τον αμαξωτό δρόμο κάτω στον Κάμπο και μόλις αντίκρυζα το παλιό OPEL δεν με κρατούσαν τα ποδάρια μου.
Κουτρουβαλούσα τις σκάλες να προλάβω να με πάρει κι εμένα στο μαγαζί. Κι έπεφτε το μάτι μου στην νάιλον τσάντα που ‘χε στο μπροστινό κάθισμα. Εκεί ήταν πάντα μια πολύτιμη λιχουδιά. Συνήθως τέτοιες μέρες παγωτό γρανίτα από του Κιούλπαλη κι ας είχε λιώσει από την κάψα…
Στο μαγαζί μεγάλος αναβρασμός επικρατούσε…
Ήταν τόσο φορτωμένο κι εκείνο με τα χρειαζούμενα των ημέρων που περνούσες μόνο πλαγιαστά στους διαδρόμους.
Νάιλον και σταφιδόχαρτα τυλιγμένα σε ρολά κι ακουμπισμένα απέξω πάνω στις ξύλινες πόρτες. Δίπλα ακριβώς μεγάλα τσουβάλια ή φάρδοι όπως τα λέγαμε, σε ψηλές ντάνες. Και προχωρώντας προς τα μέσα άλλα τσουβάλια γεμάτα ποτάσα και σκεπασμένα προσεκτικά:
«-Μην πάει να δοκιμάσει κανείς και βρούμε τον μπελά μας!», έλεγε ο μπαμπάς.
Στη σειρά τα τσιγκάκια, σιδερένια και πλαστικά. Ακριβώς δίπλα στοιβαγμένες οι ντενέκες με σαρδέλες, το έδεσμα το βασικό του τρύγου. Μεγάλα καφάσια με ντομάτες (του περιβολιού μας πάντα) και μπλε βαρέλια πλαστικά γεμάτα με ελιές Καλαμών, σταφιδοελιές και γυάλινα βάζα με τις τσακιστές, της μαμάς σπεσιαλιτέ.
Λίγο παραδίπλα και ο πάγκος με τα πιο ιδιαίτερα πράγματα. Κουτιά με τσαπράζια, οδοντωτά και μη, παιδικά και για μεγάλους, γράδα, γάντια με χοντρή πλέξη και πλαστικά σε όλα τα μεγέθη.
Στο μεγάλο ψυγείο που άνοιγε από πάνω σε συρταρωτό καπάκι έβαζε την φέτα ΔΩΔΩΝΗ. Μόνο αυτή έφερνε ο μπαμπάς γιατί ήταν η καλύτερη, κι ας ήταν πιο ακριβή.
Ετοιμάζαμε σακούλια χάρτινα με καφέ από του Τσιχλάκη και του Δανδάλη των 100 και 200 γραμμαρίων και άλλα με ζάχαρη του ενός και των δυο κιλών. Να είναι όλα έτοιμα.
Παραδίπλα ήταν οι σκούπες και τα φαράσια. Παρασύρες τις λέγαμε εκείνες τις χωρίς κοντάρι που σκουπίζανε καλλίτερα τους οψιγιάδες. Και άλλα μεγάλα νάιλον πιο χοντρά για να σκεπάζουν την υγρή σταφίδα μαζί με μεγάλες κουλούρες σχοινιά που πουλιούνταν όλα με το μέτρο. Και στο βάθος του μαγαζιού τα μεγάλα ξύλινα βαρέλια με κρασί και ρετσίνα. Τρύγος χωρίς μια κούπα κρασί το μεσημέρι ή ρετσίνα δεν λογαριάζονταν.
Τα απογεύματα στο παντοπωλείο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ο θείος ο Γιώργος, ο θείος ο Νίκος κι ο μπαμπάς με τις υφαντές ποδιές τους δεμένες στη μέση δεν σταματούσαν στιγμή να εξυπηρετούν. Καμμιά φορά με βάζανε κι έγραφα τα βερεσέδια αναλυτικά με το επώνυμο ή το παρατσούκλι του πελάτη. Ο λογαριασμός γινόταν πάνω σε ένα χασαπόχαρτο κι έπρεπε απλά να τον αντιγράψω με αντιστοιχία προϊόντος και τιμής.
Η πληρωμή θα γινόταν όταν παίρνανε τα πρώτα λεφτά από τη σταφίδα, από τον Συνεταιρισμό… Οκτώβρης πήγανε μέχρι να ξεχρεωθεί όλο τούτο αλλά δεν τον ένοιαζε τον πατέρα μου γιατί ήξερε πως όλοι οι πελάτες του ήταν τίμιοι άνθρωποι και πάντα κρατούσαν το λόγο τους. Κι ο «πόλεμος» τούτος άδειαζε όλα τα ράφια κάθε βράδυ.
Εμείς ξεκινούσαμε τον τρύγο πιο αργά από τους άλλους. Στη Σύλαμο, στα δικά μας αμπέλια αργούσανε να «καμωθούν» τα σταφύλια. Γύρω στις 25 του Αυγούστου παίρναμε κι εμείς τον κατηφορικό δρόμο για την δική μας βεντεμιάτικη μάχη. Λίγες μέρες πριν φτιάχναμε μια μικρή καλύβα με καλάμια και τέσσερις μεγάλους πασσάλους.
Ξαναχτίζαμε την παρασιά από μπλόκους στην άκρη του αμπελιού και ξεχορταριάζαμε ένα μεγάλο κομμάτι που θα γινόταν η «τραπεζαρία» μας.
Το προηγούμενο βράδυ φορτώναμε το φορτηγό με δικά μας συμπράγκαλα.
«Τα χρειαζούμενα», έλεγε ο μπαμπάς και καρέκλες, σοφράδες και το δικό μου μικρό καρεκλάκι που δεν το αποχωριζόμουν ποτέ. Φοβόμουνα τα φίδια και απέφευγα να κάθομαι στο χώμα…
Πάνω στην καρότσα στοιβάζαμε προσεκτικά και την μεγάλη αλουσουδιάστρα αλλά και τσικάλια, τηγάνια, πιατικά, γαλέτια και νερό, μπόλικο νερό σε νταμιτζάνες που ήτανε τυλιγμένες με λινάτσα.
Το εγερτήριο ήταν 6.30 χαράματα, να προλάβουμε τη ζέστη για το ξεφόρτωμα και η καρότσα γέμιζε φωνές, χαρούμενα πρόσωπα, τραγούδια και … τον Ντορή μας. Ναι, ανεβάζαμε ακόμα και τον γάιδαρο του θείου του Μανολάκη, δανεικός και απαραίτητος. Από την τρομάρα μου καθόμουν στο πιο ψηλό κι απόμακρο σημείο της καρότσας γιατί σε κάθε λακκούβα του χωματόδρομου, ο Ντορής γλιστρούσε, παραπατούσε, έδειχνε τα δόντια του και γκάριζε δυνατά.
Πανηγύρι σωστό, φολκλορικές εικόνες της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80, αλησμόνητες και πολύτμες.
Νιώθω ακόμα τη γεύση του μοναδικού δεκατιανού με ντομάτα που μοσχομύριζε, φέτα, σαρδέλες, αγγούρια μπόλικα, ελιές και παξιμάδια. Και νερό, πόσο παγωμένο και «νόστιμο»!
Κάποιες μέρες ερχόταν μαζί και η γιαγιά Ελένη και τότε τρώγαμε τις ωραιότερες τηγανητές πατάτες στην παρασιά. Εμείς μαζεύαμε τις ξερές κουρμούλες και τα λιανοκλάδια για προσάναμμα.
Εξαιρετική μαγείρισσα και η θεία η Ειρήνη. Σπεσιαλιτέ το βραστό κρέας με κριθαράκι ή χόντρος με χοχλιούς. Στο διπλανό μας μετόχι είχαν και ξυλόφουρνο και πάντα έφερναν και σε μας μια πιατέλα με το ωραιότερο ψητό γουρονόπουλο κι εμείς τους το ανταποδίδαμε με μια νταμιζάνα κρασί κόκκινο, δικής μας παραγωγής.
Η δική μου συνδρομή στις μέρες του τρύγου ήταν στο «άπλωμα». Κατείχα την τέχνη, έλεγε ο θείος αφού πρόσεχα να τα σκίζω με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να αναπνέουν και να τα φτάνει ο ήλιος από παντού…
Τα μεσημέρια που όλοι ξεκουράζονταν εμείς εξερευνούσαμε τους τράφους για να μαζέψουμε λιανούς χοχλιούς ή να τρυγήσουμε την μαστίχα από κάποιο είδος γαϊδουράγκαθου με μωβ αγκάθια. Στοιχήματα για το ποιος θα ανεβεί πάνω στο πιο ψηλό κλαδί της ελιάς και πόσα πουκάμισα τζιτζικιών να έβαζε στις τσέπες τους.
Είχα δικό μου μαχαίρι (τσαπράζι) με ροζ λαβή και χαρασαμε ονόματα και καρδιές πάνω στους κορμούς των ελιών. Το να κρατώ τσαπραζάκι ήταν απόλυτο φυσιολογικό αφού είχα μάθει να τρυγώ από τα έξι μου χρόνια και είχα και δική μου σειρά κουρμούλων στο αμπέλι την ώρα του τρυγητού.Αξέχαστες επίσης οι πειρατικές εκπομπές με αφιερώσεις που ακούγαμε από το μικρό φορητό τραντζιστοράκι που έπαιζε στη διαπασών.
Και τα τραγούδια με μεγάλο σουξέ της εποχής το «A far l’amore comincia tu» της Ραφαέλλας Καρά. Ξεσηκώναμε τις φιγούρες και προσπαθούσαμε να την μιμηθούμε εκεί ανάμεσα στα σταφύλια και στα τζιγκάκια, πετώντας ψηλά τα καπέλα σα θεατρίνες στις πιο μεγάλες πίστες.
Κι όσο έπεφτε ο ήλιος αποκαμωμένα εμείς τα παιδιά παίρναμε ένα υπνάκο κάτω από την μεγάλη ελιά μας που σαν μεγάλωσα την έβαλα στα παραμύθια μου. Η «γριά Ασημένια» υπάρχει ακόμα…
Τα αμπέλια μας αλλάξαν μορφή από τότε. Τώρα πια είναι κρεμαστά και σε μεγάλη έκταση υπάρχουν μόνο ελιές. Έφυγαν και οι περισσότεροι άνθρωποι…
Όμως εκείνος ο «πόλεμος» που είχε χρώμα ξανθό σαν την σταφίδα μας, παραμένει ανεξίτηλα γραμμένος στην μνήμη μου για πάντα…
*«Λόγια του αέρα», Ελένη Μπετεινάκη, υπό έκδοση