Πόσες και πόσες μνήμες, θύμησες, στιγμές αλλοτινές, μπορεί να σου φέρει στο μυαλό μια φωτογραφία! Προφανώς πρόκειται για ένα πλοίο που ξημερώματα, μόλις χαράζει, πλέοντας σε σχετικά ταραγμένη θάλασσα, με στόχο έναν μακρινό προορισμό… ίσως την Αμερική. Το όνομα του πλοίου είναι ΠΑΤΡΙΣ και τόπος νηολογίου η Άνδρος. Η λεζάντα του καρτ-ποστάλ είναι: «Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος» για το πάνω μέρος και στο κάτω μέρος: «Η ταχυτέρα εξ Ελλάδος κατ’ ευθείαν δι’ Αμερικήν γραμμή».
Το «Πατρίς» υπήρξε ένα από τα πιο αγαπητά υπερωκεάνια των Ελλήνων μεταναστών της εποχής του. Με το πρώτο του ταξίδι στη Νέα Υόρκη, τον Απρίλιο του 1909, ξεκίνησε τις εργασίες της η «Εθνική Αμτοπλοΐα της Ελλάδος» των αδελφών Εμπειρίκου, η οποία κυριάρχησε στο χώρ των υπερωκεανίων για τριάντα χρόνια 1908-1937, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος.
Η προαναφερόμενη εταιρεία εμφανίσθηκε το 1908 στο χώρο των υπερωκεανίων με τον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο, ο οποίος με τα αδέλφια του Μιχαήλ, Μαρή και Αντώνη ίδρυσαν την «Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος». Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος υπήρξε ένας από τους μεγάλους πρωτοπόρους της νεότερης εμπορικής ναυτιλίας. Η «Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος», η οποία κυριάρχησε στο χώρο των υπερωκεανίων για 30 ολόκληρα χρόνια (1908-1937), άρχισε τις εργασίες της με την παραλαβή, το 1909, από τα αγγλικά ναυπηγεία του υπερωκεανίου «Πατρίς» το οποίο ήταν ολικής χωρητικότητας 4.890 κόρων.
Η ιστορία της νεοελληνικής μετανάστευσης, άρχισε βέβαια νωρίτερα, με τη σποραδική εγκατάσταση Ελλήνων στην Αυστραλία τον 19ο αιώνα και στην Αμερική ακόμα νωρίτερα. Κάθε μέρα καραβιές από ανθρώπους φτωχούς, από Ελληνόπαιδα μικρά, από κορίτσια νέα, από αδελφάδες, από γυναίκες και από γέρους ακόμα που αφήνουν την δύστυχη πατρίδα μας ζητούντες στη μαύρη ξενιτιά το ψωμί τους, την ασφάλειά τους, την ησυχία τους. Μια συνεχής δημογραφική αιμορραγία της χώρας από τις αρχές του αιώνα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα έφθασαν στην Ελλάδα τα πρώτα εμβάσματα των αποκατεστημένων εκεί μεταναστών. Το δολλάριο αλλαζόταν προς 7-8 δραχμές. Ήταν το γενικό σύνθημα που ξεσήκωσε ολόκληρα χωριά και επαρχίες. Το μέγεθος της μεταναστευτικής πλημμυρίδας δίνουν οι αριθμοί. Από το 1896 έως το 1821 η Ελλάδα στερήθηκε 415.000 κατοίκους.
Η χρόνια δυσπραγία που ταλάνιζε τον αγροτικό πληθυσμό, σιτοδείες και αγροτικές κυρίως καταστροφές, αλλά και γενικότερα η ανασφάλεια, ανάγκασαν χιλιάδες Έλληνες μετανάστες να πάρουν το πλοίο της ξενιτιάς. Φεύγουν κυνηγημένοι από την ανέχεια, με τον καημό της πατρίδας στην καρδιά και την πίστη πως στον νέο κόσμο τα πράγματα θα αλλάξουν και έτσι θα ξεχρεώσουν το σπίτι, θα παντρέψουν τις αδελφές. Πάντα έχοντας την ελπίδα, ότι σε μερικά χρόνια θα επιστρέψουν τιμημένοι και εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή.
Αν κρίνουμε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ειδικά εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο» αρκεί να σκεφθούμε, ότι πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων μετέφεραν μέχρι 1.200-1.300 επιβάτες σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες. Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλοτε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι.
Στους χώρους της τρίτης θέσης οι μετανάστες ήταν «πακεταρισμένοι». Βέβαια αυτούς τους χώρους τους διέκρινε η κλειστοφοβία και ο μετανάστης έπρεπε να περάσει όλες του τις ώρες μέρα-νύχτα σ’ αυτούς.
Εκεί να ζει, να κοιμάται, να ησυχάζει, να ντύνεται. Δεν υπήρχαν καρέκλες ή τραπέζια. Οι αποσκευές, τα ρούχα , τα σκεύη του φαγητού και γενικά όλατ α υπάρχοντα έπρεπε να είναι τοποθετημένοι ανάμεσα στους χώρους που άφηναν τα κρεβάτια.
Ο διαχωρισμός των γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος. Στην προσπάθειά τους για κάποια απομόνωση οι γυναίκες κρεμούσαν τα ρούχα τους γύρω από τα κρεβάτια τους προκειμένου να δημιουργήσουν κάποιο υποτυπώδες παραπέτασμα. Συνήθως, δεν πολυενοχλούνταν από τους άνδρες συνεπιβάτες τους, όσο από τους άνδρες του πληρώματος που συχνοπερνούσαν από τα γυναικεία διαμερίσματα. Η περιέργειά τους έφτανε συχνά έως την παρενόχληση. Ιδιαίτερα υποφέρανε οι ασυνόδευτες γυναίκες της τρίτης θέσεως. Δεν υπήρχαν γυναίκες θαλαμηπόλοι. Οι μοναδικές γυναίκες του πληρώματος στην τρίτη θέση ήταν μόνο δύο νοσοκόμες.
Σε κάθε επιβάτη δινόταν με την επιβίβασή του στο πλοίο ένα κουτάλι, ένα πιρούνι και μία τενεκεδένια καραβάνα. Όταν αναγγελλόταν το πρωινό, συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι στριμώχνονταν στο χώρο της διανομής καθώς δεν υπήρχε ειδική τραπεζαρία παρά μονάχα ένας χώρος σε κάποια άκρη με λίγα τραπέζια και μερικούς πάγκους, όπου συνήθως κάθονταν οι γυναίκες και τα παιδιά.
Οι άνδρες έπρεπε να περάσουν από τους πάγκους του σερβιρίσματος, κρατώντας τις καραβάνες και μετά να βρουν κάποιο χώρο για να φάνε ή να βγουν στο ανοιχτό κατάστρωμα. Οι γυναίκες-επιβάτες τότε βρίσκανε την ευκαιρία να ντυθούν, καθώς άδειαζαν τα διαμερίσματα πριν από το πρωινό, με αποτέλεσμα να φθάνουν αργά ή να μην προλαβαίνουν καθόλου τη διανομή. Στις ρεκλάμες των πρακτορείων που εκδίδανε τα εισιτήρια, το φαγητό περιγραφόταν ως υγιεινό και θρεπτικό. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν τόσο κακομαγειρεμένο που σχεδόν δεν τρώγονταν.
Συνήθως το μισό φαγητό που ετοιμάζονταν για τους μετανάστες κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες μπορούσαν να αγοράσουν από την καντίνα του θαλαμηπόλου κάτι για να συμπληρώσουν το φαγητό τους, πράγμα που έκανε την ποιότητα του φαγητού χειρότερη, προκειμένου να αυξηθεί ο τζίρος της καντίνας. Μοναδική εξαίρεση σε ολόκληρο το ταξίδι, αποτελούσε το τελευταίο πριν από την άφιξη δείπνο, που μπορούσε να περιλαμβάνει λιχουδιές όπως… τηγανιτές πατάτες.
Το αποχαιρετιστήριο αυτό δείπνο σκοπό είχε να δώσει έναν τόνο ευχαρίστησης στην αυριανή άφιξη και επιθεώρηση από τις υγειονομικές αρχές.
Επόμενο βήμα η ανεύρεση εργασίας, η τακτοποίηση και η προσαρμογή και φυσικά το ξεκίνημα μιας νέας ζωής! Δύσκολοι καιροί, σκληρή η ζωή και έντονη η φόρτιση για τους συγγενείς, για τους φίλους, για την πατρίδα που εγκατέλειψαν για κάτι το καλύτερο!
Ίσως και με την ελπίδα του επαναπατρισμού κάποτε…