Να επιστρέψει ο Νίκος Σειραγάκης στη φυλακή, όπου ανήκει, ζητούν με σθένος δικηγόροι του Ρεθύμνου, οι οποίοι είχαν εκπροσωπήσει οικογένειες των παιδιών-θυμάτων του παιδεραστή προπονητή, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό στις δίκες στον Πειραιά.
Ευελπιστούν ότι μετά την παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το βούλευμα του αρμόδιου Συμβουλίου Εφετών που αποφάσισε κατά πλειοψηφία-δεν ήταν ομόφωνη η απόφαση-την υφ’ όρων απόλυση του Σειραγάκη θα «ξεσκονιστεί» έτσι ώστε αν υπάρχει κάποιο «πάτημα», ουσιαστικό ή τυπικό, ο προπονητής να γυρίσει πίσω στη φυλακή.
Πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Σειραγάκης εξακολουθεί να αποτελεί δυναμική απειλή για την κοινωνία, καθώς παραμένει αμετανόητος, δίχως ίχνος μεταμέλειας. Υποστηρίζουν ότι τέτοια ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα θα πρέπει να έχουν νομοθετική αντιμετώπιση καθώς δεν είναι όλα στεγνή αριθμητική.
Ο Σειραγάκης επίσημα καταδικάστηκε για 36 ανήλικους, τους οποίους εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους ως προπονητής και μέντορας. Ήταν σαν να τους είχε κάνει πλύση εγκεφάλου. Στην πραγματικότητα τα παιδιά-θύματα είναι πολύ περισσότερα σε βάθος χρόνου.
Τα 401 χρόνια κάθειρξης κατά συγχώνευση έγιναν 220 έτη. Σε αυτές τις ποινές, όσο δυσθεώρητες κι αν ακούγονται, εκτιτέα ήταν τα 25 έτη. Μετά την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα το 2019, η «οροφή» έκτισης μειώθηκε στα 20 έτη. Συνυπολογιζόμενων τα 3/5 της πραγματικής έκτισης, φθάσαμε στα 12 έτη, τα οποία έχει συμπληρώσει ο Σειραγάκης.
Νομικοί κύκλοι υπογραμμίζουν με σθένος ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να μετράει μόνο η αριθμητική αλλά να σταθμίζονται και άλλοι παράγοντες με πρώτο και κύριο το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έχει σωφρονιστεί, όπως λένε, δεν έχει καν ζητήσει μιά συγγνώμη από τα θύματά του.
Η συνέντευξή του στην «Π» κατά τους πρώτους μήνες στη φυλακή
Ήταν μέσα στο 2012 όταν ευρισκόμενος ως υπόδικος ακόμα στις φυλακές Τρίπολης ο Νίκος Σειραγάκης ζήτησε να δώσει συνέντευξη στην «Π». Υπήρξε έντονος προβληματισμός από την πλευρά της εφημερίδας για το εάν πρέπει να δώσει βήμα στον άνθρωπο που έχει συνδέσει με το όνομά του τη μεγαλύτερη υπόθεση παιδεραστίας στην Ελλάδα και όχι μόνο.
Τελικά αποφασίσαμε να το πράξουμε, για δημοσιογραφικούς καθαρά λόγους, προκειμένου να κατανοήσουμε τα αδιανόητα, χωρίς σε καμία περίπτωση να κάνουμε το οποιοδήποτε «ξέπλυμα», όπως ορισμένες φωνές είχαν σπεύσει να ισχυριστούν στην κεκλεισμένων των θυρών δίκη.
Πήρε καιρό να γίνει αυτή η συνέντευξη, λόγω της διαδικασίας που ακολουθήθηκε με αλληλογραφία, με τη βοήθεια ενδιάμεσου προσώπου, και κάποιες σύντομες τηλεφωνικές επικοινωνίες διευκρινιστικού περισσότερο περιεχομένου.
Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε 11 μήνες μετά τη σύλληψή του και πριν ακόμα εκδικαστεί η υπόθεση σε πρώτο βαθμό. Και σε αυτήν υπήρξε αμετανόητος ως προς τις «αντιλήψεις» του, επιλέγοντας, αντί για τη λέξη «παιδεραστία», όρους όπως «επαναστατικότητα», «αιρετικός», «αντισυμβατικός» και «ακραίο αστείο» αλλά και «κοινό μυστικό».
Ανάμεσα στα πολλά είχε πει: «Με δεδομένο τον μεγάλο αριθμό των εφήβων που μετείχε σ΄ αυτόν τον ακραίο κώδικα και των πολλών ακόμα που γνώριζαν την ύπαρξή του, μιας και είχε λάβει το χαρακτήρα μιας ακραίας εφηβικής “μόδας”, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “κοινό μυστικό” στους κύκλους των νέων.
Καθώς ο χαρακτήρας αυτής της συμπεριφοράς ήταν πολύ διαφορετικός από ό,τι έχει παρουσιαστεί, οι μετέχοντες δεν δίσταζαν να αποκαλύπτουν τη συμμετοχή τους στους στενούς τους φίλους, κάποιοι ακόμη και στις κοπέλες τους.
Στα πάρτι τους ομαδικά σαν γηπεδικό σύνθημα δήλωναν τη συμμετοχή τους σ΄αυτό τον “κώδικα”, ενώ στις σελίδες τους στο fb διαλέγονταν ανοιχτά γι΄αυτό. Ναι, ήταν όντως ένα “κοινό μυστικό” για ένα μεγάλο αριθμό εφήβων. Έχει άραγε σχέση αυτή η πραγματικότητα, που είναι πλέον ευρέως γνωστή, με την εικόνα των νέων που δήθεν απειλούνταν, εκφοβίζονταν και κακοποιούνταν;», ενώ σε άλλο σημείο έλεγε:
«Όσο κι αν ακουστεί εξωφρενικό, μου είναι αδύνατο να υποκριθώ πως οι αντιλήψεις μου για τον χαρακτήρα παρόμοιων εφηβικών συμπεριφορών έχει αλλάξει. Θα μου ήταν και πάλι δύσκολο να τις αφορίσω ασπαζόμενος τον εβραιοπουριτανισμό που πάντα μαχόμουν. Δεν θα υπήρχε όμως ούτε στο ελάχιστο η περίπτωση να επαναλάβω το ατόπημα της εμπλοκής μου. Ήταν ένα ολέθριο λάθος για το οποίο αδυνατώ να συγχωρέσω τον εαυτό μου».