Λένε πως πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια…
Κάποιοι άλλοι πως είναι ο τόπος που γεννήθηκες, που κατάγεσαι, που ζεις…
Για μένα είναι όλα αυτά αλλά και κάτι ακόμα …
Είναι εκεί που ζουν κι οι άνθρωποι που αγαπώ…
Εδώ και λίγο καιρό ένα μεγάλο κομμάτι μου ταξίδεψε κι εγκαταστάθηκε βόρεια κι ανατολικά σε ένα όμορφο νησί που απ’ την μεγάλη βεράντα βλέπεις απέναντι τα παράλια, τα σπίτια, τα φώτα και τον κόλπο του Αϊβαλί. Εκεί, σ’ αυτό το μπαλκόνι, το σπίτι, τον τόπο, θα χτυπά η μισή μου καρδιά για τα επόμενα χρόνια…
Έρωτας ίσως, με την πρώτη ματιά, η Μυτιλήνη. Χώμα που μυρίζει Ελλάδα, Ανατολή, ελιά και αλμύρα ποτισμένα κι όλα τούτα γεμάτα με Ιστορία, δάκρυα χαράς και λύπης, φινέτσα, ελπίδα, προσμονή και υποσχέσεις. Τόπος αλαργινός από το δικό μας νησί, μα με χρώματα κι ανθρώπους που ταιριάζουν στη δική μου ιδιοσυγκρασία…
Ήθελα να τελειώσουν οι μέρες του ταξιδιού για να γράψω…
Ήθελα να κατασταλάξουν μέσα μου οι μυρωδιές, οι τόποι, οι επιθυμίες, τα χρώματα, η μαγεία της φύσης, το αντίκρισμα σαν συνειδητοποίησα πόσο κοντά ήταν το απέναντι. Πόσο δίπλα μας ήταν και είναι οι χαμένες πατρίδες του ’22.
Μυτιλήνη, ένας τόπος τελικά ονειρεμένος μία μικρή-Μικρά Ασία και Σμύρνη και Κυδωνιές κι Αϊβαλί. Ευλογημένος, πολιτισμικός τόπος που θες να πας, να ξαναπάς και που δεν ξεχνάς σαν τύχει και τον συναντήσεις έστω και για μία φορά…
Από τις πρώτες στιγμές στο νησί στο δρόμο, μέσα στο ταξί ίσαμε την πόλη, είδα στα μοναδικά κτίρια την Ιστορία της Μυτιλήνης τα τελευταία εκατό χρόνια. Κι ύστερα σαν νύχτωσε κι αντίκρισα τα φώτα από τη Μικρά Ασία, κατάλαβα πόσο μικρό και συνάμα τεράστιο ήταν το «Πέρασμα» από τη μια χώρα στην άλλη, από την παλιά στην νέα ζωή, από το μαύρο στο γαλάζιο και στο λευκό της ελπίδας… Και σχηματίστηκαν χιλιάδες εικόνες μπροστά στα μάτια μου, τού τότε, τού σήμερα. Σμύρνη-Αϊβαλί- Μυτιλήνη-Χίος κι ίσαμε τη Σάμο.
Κι ύστερα περιπλανήθηκα μέρες πολλές στα στενά της πόλης, την προκυμαία, τις εκκλησίες, τη βιβλιοθήκη, τις γειτονιές. Κι έμαθα και διάβασα και είδα. Κι αφουγκράστηκα ψιθύρους από το ίδιο το χώμα. Άκουσα ιστορίες ανθρώπων πολλές και ένιωσα πως σε αυτό το ακριτικό νησί, στο «πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους» του Ελύτη, χτυπάει πιο δυνατά, πιο αντρίκια και θαρρετά η καρδιά της Ελλάδας μας.
Τούτο το πανέμορφο νησί είναι τόπος που γέννησε πολλούς ποιητές, ζωγράφους, ιστορικούς, σπουδαίους ανθρώπους. Γενέτειρα και του μεγάλου λαϊκού μας ζωγράφου Θεόφιλου μα και του αξεπέραστου, κριτικο-τεχνικού, καλλιτέχνη, ευεργέτη Στρατή Ελευθεριάδη ή Τεριάντ. Κι επειδή οι φίλοι που απέκτησα στην νέα πατρίδα ήξεραν πως γυρνώ τους τόπους, τη Λαογραφία και την Ιστορία με ένα ποδήλατο, μού δώσανε φτερά στα πόδια με ένα δικό τους. Και έκανα εκείνα τα λίγα χιλιόμετρα που χωρίζουν την πόλη από τη Βαρειά, το χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.
Ο ζωγράφος της καθημερινότητας, ο ποιητής της Λαογραφίας στον καμβά, ο πολυαγαπημένος δικός μου καλλιτέχνης που αν δεν ήταν ο Τεριάντ να τον «εκθέσει» στο Μουσείο του Λούβρου, να τον ανακαλύψει γενικότερα, ίσως και εμείς να μην μαθαίναμε ποτέ την αξία και ύπαρξή του. Δέος σαν αντικρύσανε τα μάτια μου τον απέραντο ελαιώνα. Δάκρυα χαράς σαν ζωντανέψανε όλοι οι πίνακες μπροστά μου, ατόφιοι, χρωματιστοί, λέγοντας μου με κάθε λεπτομέρεια τις ιστορίες, τα ήθη μιας περιοχής, μιας εποχής, της Ελλάδας, της ζωής, του τόπου. Δύο κτίσματα υπέροχα και η εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής που δεν πρόλαβε να ζωγραφίσει ο Θεόφιλος, ακουμπισμένα και φυλαγμένα σαν πολύτιμα πετράδια, ανάμεσα στα πιο ελληνικά δέντρα. Δυο μουσεία γεμάτα χρώμα, τέχνη, ομορφιά, πολύτιμους πίνακες και Ιστορία, αχ, πόση Ιστορία, άγνωστη σε πολλούς!
Το ένα μουσείο αφιερωμένο στο Θεόφιλο και το άλλο στον μοναδικό συλλέκτη, εκδότη, ευεργέτη του τόπου, μοναδικό πολίτη του κόσμου, Στρατή Ελευθεριάδη, που γεννήθηκε στην Μυτιλήνη κι έζησε στο Παρίσι μια εποχή που τα καλλιτεχνικά δρώμενα ήταν στ’ αποκορύφωμά τους.
Δέος λοιπόν και απέραντη χαρά περνώντας τη μικρή πόρτα του λιτού μουσείου για τον Θεόφιλο. Κι ήταν εκεί όλοι αυτοί οι πίνακες που τόσα χρόνια «δουλεύω» στο σχολείο. Που έχω εκπονήσει τόσα πολλά προγράμματα, τόσες εργασίες, τόσες λέξεις, και να τώρα όλα μπροστά μου αυθεντικά, όλα, έργα απίστευτης αισθητικής και τεχνοτροπίας.
Να συνειδητοποιείς τον όγκο και τον πλούτο και την ίδια στιγμή τη λιτότητα του κάθε πίνακα. Τρεις αίθουσες γεμάτες ποίηση για μένα, γεμάτες με τη φωνή της Ελλάδας, τη φωνή του τόπου, με γεγονότα σημαντικά αποτυπωμένα σε καμβά. Κάθε πίνακας μία ιστορία κάθε πίνακας μία μαχαιριά στη δική μου την καρδιά όχι για κανέναν περίεργο λόγο απλά γιατί δεν ήξερα. Δεν ήξερα όλες τις λεπτομέρειες, δεν ήξερα πώς φτιάχτηκαν όλα τούτα τα έργα.
«- Κι άλλα τόσα που είχε ζωγραφίσει πάνω σε κομμάτια ξύλου στο σπίτι της γιαγιάς μου, για ένα κομμάτι ψωμί, ένα πιάτο φαΐ…
– Και τι γίνανε; τη ρώτησα!
– Καυσόξυλα, στο τζάκι, μου απάντησε. Δεν σπουδαιολογούσαν τότε οι άνθρωποι, δεν καταλάβαιναν, δεν ήξεραν. Προσπαθούσαν όπως όπως να τα βγάλουν πέρα!»
Η κ. Μαρία μου τα’πε τούτα, μια ευγενική κυρία, υπάλληλος του Μουσείου. Και μου το΄παν κι άλλοι. Και της Σταυρούλας η γιαγιά, τα ίδια. Ο Θεόφιλος ζωγράφιζε παντού και συνεχώς μόνο και μόνο για να πληρώσει τη ζήση του…
– Δεν ήταν ούτε τρελός, ούτε «ελαφρύς», συνέχισε η κ. Μαρία. Ήταν απλά ανήσυχο πνεύμα και πολύ φτωχός. Είχε το χάρισμα, μα δες τη ζωή του. Δεν τον χωρούσε ο τόπος γι’ αυτό ταξίδευε συνεχώς. Σμύρνη και πάλι πίσω στο Βόλο και μετά πάλι εδώ. Δύσκολα χρόνια…»
Κι όμως τούτος ο απλός άνθρωπος με την τεράστια ψυχή είναι αυτός που σήμερα όλοι σχεδόν όταν τον δούμε τον λατρεύουμε για την τέχνη του…
Βγαίνοντας έξω από το μουσείο θαύμασα το τοπίο και το γραφικό εκκλησάκι με την πηγή. Μου θύμισε τα δικά μας ξωκλήσια κι ύστερα κατευθύνθηκα στο άλλο κτίσμα, το μουσείο του Τεριάντ. Τον χώρο που φιλοξενεί όλα τα έργα που σαν συλλέκτης είχε μαζέψει και όλη την πρωτότυπη δουλειά από το περιοδικό Verve, μοναδικό στο είδος του για την Τέχνη που ο ίδιος εξέδιδε από το 1937 και μέχρι το 1960 με συνολικό αριθμό 26 τευχών …
Πυλώνας της τέχνης, μεγαλούργησε μέσα από τις επαφές, τις σχέσεις, τις εκδόσεις, την εργατικότητα και το οξύ πνεύμα καταφέρνοντας κάτι μοναδικό. Να έχουμε εμείς στο τόπο μας τις λιθογραφίες και πρωτότυπα έργα μεγάλων ζωγράφων όπως των Matisse, Picasso, Braque, Chagall, Μiro κ.α. Είδα τους πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη, φίλο του Τεριάντ, τις τέσσερις εποχές, που σαν συλλέκτης τις κατείχε, να κοσμούν το μοναδικό αυτό μουσείο. Και λιγο παραπέρα να κρέμονται πίνακες των Ορέστη Κανέλλη, Γιώργου Βακιρτζή και πάλι Θεόφιλος.
Σ΄αυτό το μοναδικό μουσείο υπάρχουν και 26 εικονογραφημένα βιβλία, τα αποκαλούμενα «Grand’s Livres» ή «Μεγάλα Βιβλία».
Έργα σπουδαία, ανεκτίμητης αξίας όπου συνδυάζεται το κείμενο με εικόνα δημιουργώντας ένα απίστευτο αποτέλεσμα για : Το Παρίσι δίχως τέλος του Αλμπέρτο Τζιακομέτι, το Ποίημα της ορθής γωνίας του Λε Κορμπιζιέ, το Τσίρκο του Φερνάν Λεζέ, το Τζάζ του Ανρί Ματίς, το Δάφνης και Χλόη του Λόγγου από τον Μαρκ Σαγκάλ, το Άσμα των νεκρών του Πιέρ Ρεβερντί από τον Πάμπλο Πικάσο, κ.ά.*
Φεύγοντας από τον Μεγάλο Ελαιώνα «με το ποδήλατό μου» γύρισα και κοίταξα την ομορφιά του τόπου. Υπόσχεση μεγάλη κι εγώ να ξαναρθώ σύντομα…
Πλούσια σε εικόνες, σε Ιστορία και Τέχνη έφυγα από το Μουσείο. Κι ήταν μόνο η αρχή στα υπέροχα που ακολούθησαν…
Ίσαμε την επόμενη διαδρομή…
Μπείτε κι εσείς για μια βόλτα στο Μουσείο εδώ : *http://www.museumteriade.gr/