Αν και η πόλη μας το Ηράκλειο βρισκόταν σε περίοδο τουρκικής κατοχής, η εορτή της Αναστάσεως είχε μία ιδιαίτερη σημασία. Μεγάλη η συμμετοχή των Χριστιανών αλλά και έντονη επίδειξη της σωματικής ευρωστίας και της ψυχικής ρώμης των ηθικώς αδουλώτων Καστρινών που με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να ενισχύσουν και να αναπτερώσουν το εθνικό τους φρόνημα.
Επίκεντρο του εορτασμού της Αναστάσεως εκείνη την περίοδο ήταν η εκκλησία του Αγίου Ματθαίου. Ο Μητροπολίτης Κρήτης (ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος) φορούσε την στολή του μαζί με τον υπόλοιπο ιερό κλήρο στην επίσημη αίθουσα του Σιναϊτικού Μετοχίου του Αγίου Ματθαίου, όπου προσέρχονταν χωρίς πομπή και στη συνέχεια άρχιζε η ιερά ακολουθία στον προαναφερόμενο ναό. Έξω από το προαύλειο χώρο του ναού συναθροίζονταν “οι καλοί χορευτές” της πόλης μας, χορεύοντας εγχώριους εθνικούς χορούς με τα “καλά παιχνίδια”. Τα τελευταία ήταν έγχορδα όργανα που έπαιζαν οι καλύτεροι οργανοπαίχτες της πόλης.
Οι Καστρινοί κυκλοφορούσαν και μαζεύονταν μεταξύ της πλατείας του Αγίου Μηνά και του Αγίου Ματθαίου στην πλατεία “Καρά Καντή” όπου είναι τα γραφεία της εφημερίδας “Πατρίς”, στην πλατεία των δώδεκα ευκαλύπτων, όπως λέγεται οι Μωαμεθανοί είχαν στήσει λοταρίες με κάθε λογής γλυκά (λουκούμια, καραμέλες, σιροπιαστά, κουραμπιέδες). Αυτά τα πωλούσαν μαζί με παγωτά και σερμπέτια στους Χριστιανούς που διέρχονταν πηγαίνοντας στην τελετή της Αναστάσεως. Το ίδιο πράγμα γινόταν και κατά την Παρασκευή του Πάσχα, έξω από την ανατολική πύλη του φρουρίου, την “Πόρτα του Λαζαρέτου”, αφού εκείνη την ημέρα, της εορτής της Ζωοδόχου Πηγής, πανηγύριζε το προάστειο της Χρυσοπηγής.
“Εν όλω τη απαιτουμένη εκκλησιαστική παρατάξει” σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής, ο εσπερινός γινόταν στον Άγιο Ματθαίο και συνέχισε να γίνεται εκεί και μετά την απελευθέρωση του νησιού μας. Η πομπή διερχόταν μπροστά από το χριστιανικό νοσοκομείο, τα Σπιτάλια, όπου σήμερα βρίσκεται το όγδοο δημοτικό σχολείο Ηρακλείου. Εκεί από ένα παράθυρο όρθιος ανέμενε την ιερά πομπή ο Πασάς του Ηρακλείου, όπου σταματούσαν, ανεπέμπετο δέηση υπέρ του Σουλτάνου και υπέρ όλων των ανωτάτων Τουρκικών αρχών, του στρατού, παρουσιάζοντας όπλα. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της τότε εκδιδόμενης εβδομαδιαίας εφημερίδας “Νέα Εβδομάς” με ημερομηνία 16η Απριλίου 1886, που έχει ως εξής:
“Εν άκρα ησυχία και τάξει διήλθεν η πόλις ημών τας παρελθούσας ημέρας των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου. Εις τας ιεράς ακολουθίας πλήθος μέγα συνωστίζετο πάντοτε, αποδεικνύον πόσον ακμαίον ευτυχώς διατηρείται παρ’ ημίν το θρησκευτικόν αίσθημα και ο προς τα πάτρια σεβασμός και αφοσίωσις.
Η εκφορά των Επιταφίων, των τε Ορθοδόξων Εκκλησιών, ως και των συμπολιτών ημών Καθολικών, εγένετο και φέτος εν όλη τη ιερατική μεγαλοπρεπεία, μόνον δε περί το τέλος της τελετής μικρά ηκολούθησε προ της Μητροπόλεως σύγχυσις, συνήθης άλλωστε κατά την εσπέραν ταύτην. Οι πυροβολισμοί, αποτελούντες μέρος αναπόσπαστον των ορειμανίων ηθών του Κρητικού λαού και αναπληρούντες παρ’ ημίν την έλλειψιν των εν άλλαις χώραις αποδιδομένων εις τας εορτάς ταύτας επισήμων τιμών, ήρξαντο από της πρωΐας του Μεγάλου Σαββάτου και διήρκεσαν μέχρι της εσπέρας της Κυριακής, χωρίς εν τούτοις να συμβή το ελάχιστον ατόπημα ή απευκταίον.
Επίσης η ακολουθία του Εσπερινού της Κυριακής εψάλη εν όλη την απαιτουμένη εκκλησιαστική παρατάξει, πρώτον μεν εν τω Σιναϊτικώ Μετοχίω του Αγίου Ματθαίου, είτα δε εν τη Μητροπόλει, κατά την επικρατούσαν συνήθειαν. Την Α. Σεβ. τον Μητροπολίτην, μεταβάντα έφιππον εις το ειρημένον Μετόχιον, συνώδευσεν έφιππος ωσαύτως και εν μεγάλη στολή ο ταγματάρχης της χωροφυλακής μετά πολλών αξιωματικών και εφίππων χωροφυλάκων, την δε συνήθως τελουμένην κατά την ημέραν του Πάσχα λιτανείαν παρηκολούθει τιμητική φρουρά εκ χωροφυλάκων και στρατιωτών, προπορευομένων των σημαιών πασών των συντεχνιών, των εξαπτερύγων και των λοιπών εκκλησιαστικών σημάτων και επομένου του λαμπροφορούντος κλήρου, επί κεφαλής του οποίου διεκρίνετο ο καλός την τε ψυχήν και το σώμα σεβαστός ημών Ποιμενάρχης κ. Τιμόθεος.
Εις τον εξώστην του Νοσοκομεόυ, προσκληθέντες, κατά το ειθός, παρευρίσκοντο ο τε πολιτικός και στρατιωτικός Διοικητής του τμήματος μετά τινων υπαλλήλων, εις επήκοον των οποίων εγένετο η συνήθης δέησις. Μετά το πέρας της ακολουθίας του εσπερινού το πλήθος διεχύθη ανά την αγοράν και τας οδούς, ευθυμούν και εορτάζον, εξακολουθεί δε η πόλις ημών παρουσιάζουσα την καθ’ όλην την εβδομάδα διατηρουμένην, ως συνήθως, εορτάσιμον όψιν”.
Γενικά την δύσκολη εκείνη εοχή, το Πάσχα γιορταζόταν τόσο στο Μεγάλο Κάστρο, όσο και σ’ όλη την τουρκική επικράτεια, όπως και όλες οι μεγάλες γιορτές με ελευθερία. Ακόμα και οι πυροβολισμοί επιτρέπονταν. Οι γιορτές γίνονταν με μεγάλο ενθουσιασμό και ειδικά η Ανάσταση του Κυρίου δεν έπαυε να υποθάλπει στη συνείδηση του υπόδουλον Έλληνα την ασφαλή και βεβαία ελπίδα στη μελλοντική Ανάσταση του Γένους μας, την Ανάσταση που όλοι προσδοκούσαν στα χρόνια εκείνα της σκλαβιάς!