Οι γονείς χρειάζεται να είναι δυνατοί ψυχικά και να έχουν αυτοκυριαρχία για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις συμπεριφορικές δυσκολίες των παιδιών τους. Η δύναμη όμως αυτή χρειάζεται να γίνει κατανοητή ως το αντίθετο της εξουσίας και της επιβολής που καταπιέζει και συνθλίβει το παιδί.

Στόχος του γονιού δεν είναι να «νικήσει» το παιδί, αλλά να χτίσει μια γέφυρα επικοινωνίας τη δύσκολη στιγμή. Ας μην ξεχνάμε ότι οι τιμωρίες και οι απειλές απομακρύνουν συναισθηματικά το παιδί από το γονιό και το τραυματίζουν ψυχικά, γεγονός που έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αυτοεκτίμηση και στη γενικότερη διάπλαση της προσωπικότητας του. Χτίζεται μια σχέση εξουσίας και συναισθηματικής απόστασης με το γονιό που δυστυχώς αφού παγιωθεί με τα χρόνια, είναι δύσκολο να αλλάξει στην πορεία και παραμένει ακόμα και όταν το παιδί γίνεται πλέον ενήλικας.

Έτσι, χάνεται το πολυτιμότερο αγαθό που μπορεί να προσφέρει η γονεϊκή εμπειρία: τη χωρίς όρους αγάπη που βιώνεται ως η μόνη πηγή ευτυχίας και λύτρωσης μέσα στις αντιξοότητες της ζωής, πολύτιμη και για τις δύο πλευρές.

Το μυστικό είναι, ανεξάρτητα από την ηλικία του παιδιού, να σταματήσει ο γονιός να «απαντά» στις προκλήσεις του και να μην παρασύρεται σε μια κόντρα που δεν οδηγεί πουθενά, σε αυτόν το φαύλο κύκλο τού «Θα το κάνεις»-«Όχι, δεν θα το κάνω». Δεν ωφελεί το κήρυγμα, τα παρακάλια, οι ατέλειωτες συζητήσεις. Δεν έχει νόημα να εμπλακεί σε σύγκρουση με το παιδί όταν αυτό χάνει τον αυτοέλεγχο του, γιατί η πρακτική αυτή δεν οδηγεί σε λύση του προβλήματος.

Είναι προτιμότερο παραμείνει ψύχραιμος διατηρώντας τη νηφαλιότητα του. Όπως σε κάθε έκρυθμη κατάσταση, όταν ο ένας από τους δύο εμπλεκόμενους παραμείνει ψύχραιμος, η ένταση δε θα κρατήσει για πολύ.

Με αυτό τον τρόπο δίνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στο παιδί, ότι δεν μπορεί να τον χειριστεί. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά ασυναίσθητα χρησιμοποιούν χειριστικές μεθόδους και μία από αυτές σίγουρα είναι τα ξεσπάσματα θυμού και η αντιδραστική συμπεριφορά. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να επιβληθούν και να αναγκάσουν το γονιό να ασχοληθεί με αυτά και τις επιθυμίες τους.

Αν ο γονιός χάσει τον έλεγχο ή υποχωρήσει πραγματοποιώντας την επιθυμία του παιδιού, ουσιαστικά επιβραβεύει τη συμπεριφορά του και την ενισχύει με αποτέλεσμα το παιδί να την προσθέτει στο οπλοστάσιο του και να την επαναλαμβάνει σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση θεωρώντας την ένα αποτελεσματικό μέσο χειρισμού.

Οι επιθυμίες του παιδιού είναι καλό να ικανοποιούνται μόνο όταν ζητάει αυτό που θέλει με ηρεμία, ευγένεια και σεβασμό στα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. Με τον τρόπο αυτό το παιδί κατανοεί ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να επιτύχει αυτό που θέλει και εγκαταλείπει σταδιακά τις αρνητικές συμπεριφορές.

Αν το παιδί προσπαθήσει να χτυπήσει ή να κλωτσήσει το γονιό, εκείνος θα κάνει τις απαραίτητες κινήσεις για να αμυνθεί, χωρίς όμως να αγγίξει το παιδί και χωρίς φυσικά να ανταποδώσει το χτύπημα ή να υψώσει τη φωνή του.

Η διατήρηση της ψυχραιμίας από την πλευρά του γονιού, διδάσκει τα παιδιά με τρόπο βιωματικό πώς να διαχειρίζονται τις κρίσεις με το σωστό τρόπο και αργά ή γρήγορα θα υιοθετήσουν κι εκείνα την ίδια συμπεριφορά. Τα παιδιά διδάσκονται από τη συμπεριφορά των γονιών και πολύ λιγότερο από τις συμβουλές και το «μάλωμα». Άλλωστε τα τελευταία είναι εντελώς ακατάλληλα για τα αντιδραστικά παιδιά, καθώς φέρνουν σχεδόν πάντα το αντίθετο αποτέλεσμα.

Αφού η ένταση έχει περάσει, ο γονιός είναι καλό να δηλώσει στο παιδί  σε ήρεμο τόνο, ότι είναι δική του ευθύνη να διορθώσει την αρνητική συμπεριφορά του η οποία δεν πρόκειται να γίνει άλλο ανεκτή. Η ανάθεση ευθύνης στο παιδί είναι σημαντική στρατηγική γιατί μαθαίνει να σκέφτεται πάνω στις συνέπειες των πράξεων του και να μη μεταθέτει αλλού την ευθύνη.

* Η Γιάννα Χουρδάκη είναι Ψυχολόγος- Παιδοψυχολόγος