Στην Τράπεζα Θεμάτων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) υπάρχουν μέχρι στιγμής αναρτημένες δεκατρείς εκφωνήσεις για τη Νεοελληνική Γλώσσα της Α΄ Λυκείου (σε άλλα μαθήματα είναι εκατοντάδες). Ακολουθούν μερικές γενικές παρατηρήσεις μου όσο πιο επιγραμματικά γίνεται, υπό το πρίσμα πάντα της σαφήνειας, της πραγματικότητας και της επιστημονικής αλήθειας:

  1. Στην παραγωγή γραπτού λόγου (θέμα 3) οκτώ φορές ζητείται το επικοινωνιακό πλαίσιο της ομιλίας, ενώπιον ακροατηρίου. Σε βασικές γραμμές και γενικά, αυτό σημαίνει ότι στην αρχή θα πρέπει να γίνει μια προσφώνηση και στο τέλος μια αποφώνηση. Σημαίνει ότι στον πρόλογο ο μαθητής θα πρέπει να αναφερθεί εν τάχει στην αφορμή της ομιλίας του. Να πει επίσης εξ αρχής δυο κουβέντες για τους κύριους άξονες, γύρω από τους οποίους θα κινηθεί και να το αιτιολογήσει, ώστε να βοηθήσει τον ακροατή να παραλάβει το μήνυμα και να το σημειώσει. Ύστερα, στον επίλογο θα κάνει μία σύντομη ανακεφαλαίωση, θα οδηγηθεί σε συμπεράσματα, θα ευχαριστήσει, θα προτείνει κάτι. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσει στην καρδιά του κυρίως κειμένου το βαρύ πυροβολικό του λόγου του (ανάπτυξη): τρόπους πειθούς και μέσα πειθούς για να πείσει.

1.2 Πόσες λέξεις χρειάζονται για μια ομιλία; Ξέρετε εσείς καμιά τέτοια ομιλία που να αρκείται σε 250-300 λέξεις, όπως ζητείται από τα παιδιά στις έξι από τις οκτώ περιπτώσεις; Ακόμα όμως και εάν γνωρίζετε, τι είδους ομιλία είναι αυτή; Βεβαίως και δεν είναι ομιλία. Παρέμβαση, άποψη είναι. Επομένως, εάν θέλουμε οπωσδήποτε να κρατήσουμε τον αριθμό των λέξεων -αριθμός που φαντάζομαι ότι προέκυψε για τεχνικούς λόγους σε όλες τις σχετικές ασκήσεις παραγωγής λόγου- αλλάζουμε την πραγματολογική και επικοινωνιακή μας απαίτηση, αναμορφώνοντας το ζητούμενο.

1.2.1 Έτσι για παράδειγμα, αντί στην εκφώνηση 11621 «αποφασίζεις να εκφωνήσεις ομιλία στο σχολείο σου (250-300 λέξεις), στο πλαίσιο Ημερίδας που διοργανώνει ο Σύλλογος Διδασκόντων, με θέμα «Επικοινωνία και Τεχνολογία», για να αναφέρεις τους λόγους που αλλοιώνουν στην εποχή μας τη διάθεση για διάλογο» προτιμάς αντί αυτού να γράφεις «… στο πλαίσιο Ημερίδας που διοργανώνει ο Σύλλογος Διδασκόντων του σχολείου σου, …, παίρνεις το λόγο και εκφράζεις την άποψή σου για τους λόγους που αποθαρρύνουν στην εποχή μας τη διάθεση για διάλογο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ότι γλυτώνεις μόνο από την περίεργη έκφραση «αλλοίωση της διάθεσης για διάλογο» αλλά και το κυριότερο ότι δεν αφήνεις μετέωρες υποθέσεις για το πώς κατάφερες με το έτσι θέλω να πάρεις από μόνος σου την απόφαση.

  1. Στην εκφώνηση 11616 ζητείται από τον μαθητή να εκφράσει τεκμηριωμένα τη γνώμη του «σχετικά με το αν η εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο πραγματοποιούνται αλλαγές στον γραπτό λόγο». Το ζητούμενο αυτοαναιρείται υπό το λογικό ερώτημα, εάν γινόντουσαν αλλαγές στο γραπτό λόγο και πριν από την ύπαρξη του διαδικτύου. Η απάντηση είναι βεβαίως προφανής. Δεν ανακαλύφθηκε τώρα ο τροχός. Ζητούμε λοιπόν από τον μαθητή να διευρύνει τη σκέψη του, ώστε να εκφράσει τεκμηριωμένα τη γνώμη του «σχετικά με το αν η εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου είναι ένας σοβαρός και σε ποιο βαθμό λόγος για τον οποίο πραγματοποιούνται αλλαγές στο γραπτό λόγο».
  2. Στην εκφώνηση 11619: «στο προσωπικό σου ιστολόγιο (blog) -και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που διάβασες- να παρουσιάσεις την προσωπική σου άποψη για την αξία και τις δυνατότητες που προσφέρει η Γλώσσα. (250-300 λέξεις)». Μάλιστα, αναφερόμαστε στο προσωπικό μπλογκ των μαθητών. Ας είμαστε ρεαλιστές, πόσοι μαθητές έχουν προσωπικό μπλογκ; Καλύτερα και εδώ η παλιά καλή συνταγή: στην εφημερίδα του σχολείου σου…
  3. Ένα πολύ σοβαρότερο ζήτημα θεωρώ ότι προκύπτει στην εκφώνηση 11625: «στο πλαίσιο της «Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας», αναλαμβάνεις να εκφωνήσεις μια ομιλία (προσχεδιασμένο προφορικό λόγο) απευθυνόμενος/η στη σχολική κοινότητα, προκειμένου να προβληματίσεις το ακροατήριο για τη φθορά της ελληνικής γλώσσας από την αυξανόμενη χρήση ξένων όρων…». Τι σημαίνει «φθορά» της ελληνικής γλώσσας; Φθείρεται η γλώσσα; Μόνον η Ελληνική φθείρεται;

4.1. Είναι γεγονός ότι τα περί «φθοράς» της Ελληνικής καλά κρατούν. Η αντίληψη αυτή βρίσκει πολλούς υποστηρικτές, οι οποίοι μέσα από μεμονωμένες προβολές που κάνουν στο γλωσσικό παρόν ανησυχούν για το μέλλον της γλώσσας μας, με δυσοίωνες προβλέψεις. Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι δεν φαίνεται να εκφράζουν την ίδια άποψη και για άλλες γλώσσες.

4.2. Ποιες είναι οι αιτίες αυτής της «φθοράς»; Κυρίως ο δανεισμός με περισσή ευκολία, λένε, ξένων όρων (πιο πολύ από την Αγγλική). Μια και ζούμε σε καιρούς πανδημίας, είναι όντως πολύ εύκολο να βρούμε πολλά τέτοια. Είναι και ο χώρος της τεχνολογίας, του αθλητισμού, της οικονομίας, του τουρισμού, της τηλεόρασης κλπ. Το θέμα του δανεισμού όμως αφορούσε, αφορά και θα αφορά όλες τις γλώσσες του κόσμου ανεξαρτήτως «μεγέθους».

4.2.1 Όλες οι γλώσσες δανείζονται και δανείζουν, ανάλογα με το βαθμό και τον τύπο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Στην πράξη, δεν υπάρχει αμιγής και παρθένα γλώσσα, παρά μόνον ως σύστημα αφαίρεσης στο μυαλό των ειδικών για ερευνητικούς λόγους. Όχι μόνον δεν έχουν όλες οι γλώσσες κοινά τα σημαινόμενα και ίδια τα υλικά για τα σημαίνοντα αλλά ούτε και θέλουν ταυτόσημες γλωσσικές κατασκευές, ούτε οδηγούνται με τον ίδιο τρόπο σε αυτές. Ο γλωσσικός δανεισμός είναι υγιές φαινόμενο.

4.2.2 Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα θέμα με το γλωσσικό δανεισμό; Βεβαίως και υπάρχει, στο σημείο που χρησιμοποιείται άκριτα και με επιδεικτικό παραγκωνισμό ιθαγενών λέξεων/φράσεων, χωρίς έστω να καταβάλλεται καμία προσπάθεια «εξελληνισμού». Θα μπορούσε δηλαδή, φερ’ ειπείν, να αποφεύγεται ο όρος «μπούτκαμπ» (boot camp, στο Μάστερσεφ ριάλιτι) και να λέγεται «πρόγραμμα εκπαίδευσης». Το πρόβλημα μάλιστα με τέτοιου είδους γλωσσικούς δανεισμούς είναι ότι παραβιάζουν τη μορφολογία της Ελληνικής. Δεν υπάρχει ουδέτερο που να τελειώνει σε «μπ». Πόσο θα αντέξουν τέτοιοι ξενισμοί; Πολύ λίγο. Γεγονός είναι επίσης ότι παλαιότερα υπήρχε μία εντονότερη γλωσσική μέριμνα. Για παράδειγμα, τα δανεισμένα «ρούχο», «λουλούδι», «σπίτι» προσαρμόστηκαν στους κανόνες της γλώσσας μας, όπως και τα «Λονδίνον», «Μαδρίτη». Σε τελευταία ανάλυση, ο βαθμός πολιτιστικής αντίστασης αντανακλάται στη γλώσσα. Η γλώσσα όμως δεν αντιστέκεται από μόνη της.

4.2.3 Καθήκον της πολιτείας πρέπει να είναι η συστηματική διδασκαλία της ελληνικής μορφολογίας και η πρακτική απαιτητική εξέτασή της, κάτι που δυστυχώς δεν γίνεται σήμερα. Ουσιαστικά, τα παιδιά μαθαίνουν φράσεις και λέξεις. Δεν κατανοούν το αποτέλεσμα των συνδυασμών ευρύτερων σημασιολογικών συστατικών, όταν είναι κάτω από το επίπεδο της λέξης. Είναι η αποτυχία της πολιτικής στο μάθημα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας. Δεν είναι αποτυχία της Ελληνικής, ούτε φθορά.

4.3 Ποτέ δεν ήταν η ελληνική γλώσσα πιο ισχυρή από όσο είναι σήμερα. Διδάσκεται συστηματικά, στην Ελληνική γράφεται από πολύ κόσμο πεζός και έμμετρος λόγος, καλλιεργείται η λογοτεχνία και το θέατρο, συγγράφονται επιστημονικά έργα, διαδίδεται με τον τρόπο της μέσω της τηλεόρασης, πάρα πολλά προγράμματα υπολογιστών είναι μεταφρασμένα και στα ελληνικά. Αυτό δεν είναι μία κατάσταση φθοράς.

  1. Η γλώσσα λοιπόν ως πρωτεϊκό σύστημα μεταμορφώνεται συνέχεια, έχει ποικιλίες προφορικού και γραπτού λόγου, είδη κειμένων, ειδικούς όρους κλπ. Δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς, αφού γλώσσα είναι ο ίδιος ο διαφορετικός κάθε φορά άνθρωπος και συνεπώς ολόκληρος ο πολύμορφος κόσμος του. Η αντίληψη περί φθοράς έχει καθαρά κοινωνική, πολιτιστικά αξιολογική διάσταση. Ειδικά για την Ελληνική, η προσκόλληση σε μία «άψογη» και «τέλεια» γραπτή γλώσσα του παρελθόντος, που επηρέασε μάλιστα καίρια τον παγκόσμιο πολιτισμό, οδηγεί αναγκαστικά στο να βιώνεται οποιαδήποτε σύγχρονη αλλαγή ως «φθορά» και αποτυχία. Το ίδιο όμως μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για την κλασική Ελληνική ως προς την ομηρική, όπως και για κάθε νεότερη μορφή γλώσσας. Η δε λεγόμενη καθαρεύουσα είναι «έκτρωμα» της γλώσσας των κλασικών. Οι παράδεισοι βρίσκονται πάντα πίσω μας. Πρόκειται περί ενός υφέρποντος νεοαττικισμού. Οι γλώσσες αλλάζουν, μεταβάλλονται, αναδομούνται και τελικά χάνονται, όταν δεν υπάρχουν πλέον οι φυσικοί ομιλητές τους. Δεν μας αφορά η περίπτωση.
  2. Με κέντρο τον μαθητή, η δημόσια τράπεζα θεμάτων είναι ένα καλό εργαλείο που για να επιτύχει χωρίς να γίνει φόβητρο πρέπει να έχει ως στόχο την παρακίνηση και την προσφορά βοήθειας, ώστε ο μαθητής μελετώντας να ξεκινά με «γκολ» ήδη από τα αποδυτήρια. Προϋπόθεση όμως απαράβατη είναι δύο συνθήκες: α) από τη μια σαφή, στοχευμένα, χωρίς υπερβολές, ρεαλιστικά θέματα που διατρέχουν ισότιμα την ύλη και από την άλλη β) ο αριθμός τους (ως θέμα χρόνου) να μη ξεπερνά ανά μάθημα τις μερικές δεκάδες.

*Ο Κώστας Ν. Κωνσταντίνου είναι διευθυντής του 2ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου

https://kostaskonstantinou.com