Ο καπετάνιος των Σουλιωτών, Μάρκος Μπότσαρης, κατέκτησε την αγάπη και θαυμασμό των Ελλήνων και Φιλελλήνων για τον ηρωισμό του, την ανδρεία του και τους αγώνες του για την απελευθέρωση της Ελλάδος.
Επικές οι μάχες που έδωσε στην Ήπειρο (Σούλι, Κομπότι, Πέτα, Βογόρτσα, Κομψάδες και άλλες), στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, στρατηγός της Δυτικής Ελλάδος, σκοτώθηκε στη μάχη του Κεφαλόβρυσου στο Καρπενήσι το 1823, σε ηλικία 33 ετών. Κέρδισε πολλές μάχες με πολύ λιγότερους μαχητές χάρη στα τεχνάσματά του και τη στρατιωτική του ευφυΐα.
Με προπομπό τη σημαία του (των Μποτσαραίων) που απεικόνιζε το σταυρό με τον δρακοντοκτόνο Άγιο Γεώργιο και περιβαλλόμενη από τις λέξεις Ελευθερία-Πατρίς-Θρησκεία, έγινε ο φόβος και τρόμος των Τούρκων στο Σούλι και την Ήπειρο και καθιερώθηκε ως ο αετός της Σαμονίβας (αετός των Σουλιωτών). Άδολος και αγνός αγωνιστής, αποποιήθηκε ακόμη και τον βαθμό του στρατηγού που του είχε απονεμηθεί, προκειμένου να διατηρήσει ενωμένα τα ελληνικά στρατεύματα.
Εξυμνήθηκε για την ανδρεία και την αυταπάρνηση του όσο λίγοι αγωνιστές. Ο Ιταλός διάσημος ζωγράφος Ludovico Lipparini, σε πίνακά του, απεικονίζει τον θάνατο του Μπότσαρη που κοσμεί σήμερα το Δημοτικό Μουσείο της Τεργέστης. Ποιήματα προς τιμή του έγραψαν ο αμερικανός ποιητής Fitz-Greene Halleck, ο Ελβετός Juste Olivi, ενώ ο Βίκτωρ Ουγκώ τον εξυμνεί και ως «τρισαγιασμένο» στην ποιητική του συλλογή ’Τα Ανατολίτικα’ (les Orientales). Πορτρέτο του έχει φιλοτεχνήσει ο ιταλός Τζιοβάνι Μπότζι ενώ ο γερμανός Πέτερ φος Ες (Peter von Hess) αποτύπωσε, επίσης, σε έργο του τη στιγμή του θανάτου του Μπότσαρη. Όπως μάλιστα γράφτηκε, η χρονιά του θανάτου του έχασε την Άνοιξη της…
Ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ περιγράφει την πομπή του νεκρού Μπότσαρη στο Μεσολόγγι, στην οποία προηγούνταν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι, τα άλογα των συλληφθέντων αξιωματικών και 54 σημαίες εχθρών. Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ποίημα, και σε κάποιον στίχο του παρομοίασε τη συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με τη συρροή των Τρώων στη ταφή του Έκτορα.
Ο δε τάφος του στο Μεσολόγγι είναι φιλοτεχνημένος από τον Γάλλο γλύπτη David d’Angers. Ακόμη, ο Λόρδων Βύρων, τον Ιανουάριο του 1824, δακρυσμένος ορκίστηκε στον τάφο του ότι θα δώσει ακόμη και τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδος.
Ο Ζακυνθινός μουσουργός Παύλος Καρρέρ συνέθεσε το 1958 την όπερα ’Μάρκος Μπότσαρης’, από την οποία ιδιαίτερα δημοφιλής είναι η άρια του Μάρκου “Εγέρασα, μωρές παιδιά”, γνωστή και ως “Γερο-Δήμος‘.
Προς τιμήν του ακόμη, στο Παρίσι από το 1880 υπάρχει οδός με το όνομα του, ενώ από το 1911 σταθμός του μετρό των Παρισίων φέρει το όνομα του (Botsaris) -συγκεκριμένα η γραμμή 7 στο 19ο διαμέρισμα της πόλης.
Μπορεί ο Μάρκος Μπότσαρης να κατέκτησε τον θαυμασμό όλων των Ελλήνων και Φιλελλήνων, η κόρη του όμως, η Κατερίνα Μπότσαρη κατέκτησε με την ομορφιά της τις καρδιές των ευγενών της Ευρώπης στα μέσα του 19ου αιώνα, κι έγινε το σύμβολο ομορφιάς της εποχής!
Γεννήθηκε το 1818 στα Γιάννινα και νήπιο αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Ανταλλάχτηκε με Τούρκους αιχμαλώτους και ο πατέρας της την έστειλε μαζί με τα άλλα τρία παιδιά του και τη μητέρα της στη Ανκόνα της Ιταλίας, όπου, με τη βοήθεια της εκεί ελληνικής κοινότητας και της ελληνικής εκκλησίας, κατάφεραν να επιζήσουν και να μάθει η Κατερίνα τα πρώτα της γράμματα.
Eκεί ήταν που την αποκάλεσαν πρώτη φορά και Ρόζα, επειδή ήταν γελαστή και όμορφη σαν λουλούδι, σαν μισάνοικτο μπουμπούκι από τριαντάφυλλο, όπως γράφτηκε. Στα μέσα της επανάστασης επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν στη αγγλοκρατούμενη τότε Κέρκυρα κι αργότερα στη Ζάκυνθο, όπου είχε ως δάσκαλο τον Γεώργιο Τερτσέτη (τον μετέπειτα ήρωα δικαστή στη δίκη του Κολοκοτρώνη).
Τέλη της δεκαετίας του 1820 επέστρεψε κι έμεινε στο Μεσολόγγι και λίγο αργότερα στην Αθήνα, στην Πλάκα. Ο Αμερικανός παπάς Χιλλ ζήτησε και την πήρε στο μόλις ιδρυθέν σχολείο του στην Πλάκα τιμής ένεκεν χωρίς δίδακτρα, ως κόρη του ήρωα Μπότσαρη. Στο σχολείο αυτό φοιτούσε με κορίτσια πλουσίων οικογενειών της τότε Αθήνας. Δασκάλα της στα γαλλικά και η Δούκισσα ντε Μαρμπουά (της Πλακεντίας).
Ευγενής και ευπροσήγορη, κοινωνική, καλλιεργημένη, γλωσσομαθής και πανέμορφη, κόρη του ήρωα της επανάστασης, που στο πρόσωπο της πολλοί έβλεπαν την αρχαία Ελλάδα, προσελήφθη από τη βασίλισσα Αμαλία ως η πρώτη Ελληνίδα Κυρία επί των Τιμών, και ως μέλος της βασιλικής αυλής ακολουθούσε την Αμαλία σε όλα τα ταξίδια της στο εξωτερικό και στην Ελλάδα.
Σε ένα από αυτά, το 1841, στο Μόναχο, στη διάρκεια επίσκεψης στον Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α’, ο Γερμανός ζωγράφος Γιόζεφ Στίλερ φιλοτέχνησε το πορτρέτο της το οποίο τοποθετήθηκε στην ‘Πινακοθήκη των Καλλονών’ στο ανάκτορο του Νύμφενμπουργκ στο Μόναχο, όπου εκτίθενται οι πίνακες με τις 36 ομορφότερες γυναίκες της εποχής! Το πρόσωπο της εν συνεχεία αποτυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντικειμένων, όπως σε κοσμήματα, μαντήλια, σερβίτσια από πορσελάνη και σε άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης.
Το ίδιο και αντίγραφα του πορτρέτου της και από άλλους πίνακες της, που ακόμη και σήμερα διακινούνται από εμπόρους τέχνης και παλαιών αντικειμένων, δημιουργώντας έναν θρύλο γύρω από την ομορφιά της και το όνομα της οικογένειάς της.
Χωρίς έπαρση και αλαζονεία, ως κόρη ήρωα της επανάστασης, πανέμορφη και πρώτη Kυρία των Τιμών με βιώματα από αιχμαλωσίες, εξορίες και κακουχίες και με δύσκολα παιδικά χρόνια, ορφανή από πατέρα σε ηλικία πέντε ετών, διατήρησε, διαχειρίστηκε και τίμησε τη βαριά κληρονομιά του πατέρα της.
Έζησε από κοντά όλες τις σημαντικές εξελίξεις του νεοσύστατου κράτους στην Αθήνα. Έτρεξε κι αυτή τον Φεβρουάριο του 1830 μαζί με τους Αθηναίους στον αρχαίο ναό του Ηφαίστου στο Θησείο, όπου βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Ακαμάτη, όταν κτυπούσαν οι καμπάνες για την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους. Στην ίδια εκκλησία έγινε και η δοξολογία της άφιξης του Όθωνα στην Αθήνα.
Έβλεπε την Αθήνα να μετατρέπεται σε μεγαλούπολη όταν έγινε πρωτεύουσα του κράτους το 1834, την ανάπτυξη των δομών και υποδομών του νέου κράτους, τη χάραξη και διάνοιξη νέων δρόμων, όπως και τις τιμές των οικοπέδων να ανεβαίνουν στα ύψη. Γέμισε και με μάστορες η Αθήνα, χτίστες από την Ανάφη, μαρμαράδες από την Τήνο, πηγαδάδες από τη Νάξο.
Πλούσιος και διορατικός Έλληνας της διασποράς, ο Σταμάτης Δεκόζης Βούρος από τη Βιέννη, πέραν του συνεταιρισμού του με τον Γεώργιο Σταύρου για την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας, αγόρασε μεγάλες εκτάσεις γης και, μεταξύ των άλλων, έκτισε το μέγαρο Δεκόζη Βούρου στην οδό Σταδίου, το οποίο και αποτέλεσε την πρώτη κατοικία/παλάτι του Όθωνα, όταν παντρεύτηκε την Αμαλία. Σ΄ αυτό το μέρος διέμεινε για 6 χρόνια μέχρι να κατασκευαστεί το παλάτι του (σημερινή Βουλή), και εκεί προσελήφθη ως πρώτη Ελληνίδα Κυρία επί των Τιμών η Κατερίνα Μπότσαρη.
Μάλιστα, για τις ανάγκες της κατοικίας διαμορφώθηκε κήπος που σήμερα είναι η πλατεία Κλαυθμώνος.
Έζησε όλες τις σημαντικές στιγμές της περιόδου του Όθωνα εκ των έσω, αλλά και ως αστή Αθηναία, την αντιβασιλεία, την απόλυτη και τη συνταγματική μοναρχία, την επανάσταση του 1843, τη γέννηση της μεγάλης ιδέας με τους αυτόχθονες και ετερόχθονες του Κωλέττη, τα σκιαδικά (αντιπαράθεση φοιτητών για το ντόπια ψάθινα καπέλα της Σίφνου αντί των εισαγομένων-σκιάδια).
Την υπόθεση Πατσίφικο και τα Παρκερικά, την εμπλοκή της χώρας στον κριμαϊκό πόλεμο με το ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδος και την κατάληψη του Πειραιά από μικτά γαλλο-βρετανικά στρατεύματα, τα επαναστατικά κινήματα εναντίον του Όθωνα αλλά και την βεβήλωση του τάφου του πατέρα της με την καταστροφή του αγάλματος «Παιδούλα της Ελλάδος» που στόλιζε τον τάφο, επειδή ο αδελφός της Δημήτριος ήταν υπουργός Στρατιωτικών την περίοδο των εξεγέρσεων εναντίον του Όθωνα.
O Όθωνας, γεννημένος στο Σάλτσμπουργκ της σημερινής Αυστρίας το 1815, ήταν μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερός της. Παρά τις καλές προθέσεις και την αγάπη του για την Ελλάδα, ο συγκεντρωτισμός και η αναποφασιστικότητά του σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε και οι ραδιουργίες ξένων χωρών, προκάλεσαν επαναστατικά κινήματα στη χώρα και τελικά οδήγησαν στην έξωσή του και της Αμαλίας το 1862.
Η Κατερίνα παντρεύτηκε τον Φαναριώτη ευγενή και στρατιωτικό Γεώργιο Καρατζά, απέκτησαν τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων τα δύο πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Γάμος αταίριαστος με τον αυστηρό και αυταρχικό Φαναριώτη. Ο θάνατος των παιδιών της την οδήγησε σε μελαγχολία και πέθανε σε ηλικία 57 ετών τον Ιανουάριο του 1875. Το ίδιο έτος πέθανε και η Αμαλία, που κατά σύμπτωση είχαν γεννηθεί και την ίδια χρονιά (1818). Η επίσημη ενδυμασία που χρησιμοποιούσε την εποχή που ζούσε στην βασιλική αυλή της Αμαλίας φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Ελλάδος.
Βιβλίο για τη ζωή της έγραψε η Κατερίνα Αγραφιώτη, από το οποίο πλείστα στοιχεία από τα παραπάνω αντλούνται από την έκδοση αυτή. H φωτογραφία της επίσης είναι ευγενική παραχώρηση από το αρχείο του μουσείου Νύμφενμπουργκ (www.schloss-nymphenburg.de).
Το 1856 προς τιμήν της ένα τριαντάφυλλο με έντονο λευκό χρώμα που καλλιεργήθηκε στη Δαμασκό πήρε το όνομα της (Rose Botzaris). Έτσι το όνομα της έμεινε στην αιωνιότητα συνδεδεμένο με την ομορφιά της, την αγνότητα του χαρακτήρα της και του ηρωικού ονόματος του πατέρα της.