Βασικό κίνητρο μου για μία πρώτη έρευνα στο θέμα, αποτέλεσε και το γεγονός ότι πουθενά στην ελληνική βιβλιογραφία δεν μπόρεσα να εντοπίσω οποιαδήποτε αναφορά για το παρελθόν αυτής της εικόνας. Ομολογώ ότι, η ιστορία της με εξέπληξε αλλά και με συγκίνησε ταυτόχρονα.
Ας ξεκινήσουμε όμως, από την αρχή. Ως γνωστόν, οι Οθωμανοί πολιορκούσαν το Ηράκλειο επί 22 χρόνια πριν το καταλάβουν (1647-1669). Μετά τις απέλπιδες προσπάθειες των Ενετών και του αρχιστράτηγου Φραντσέσκο Μοροζίνι για την υπεράσπιση της πόλης, οι Ενετοί ζήτησαν τη βοήθεια χριστιανικών κρατών της Ευρώπης για τη διάσωση της πόλης από τους αλλόθρησκους Οθωμανούς.
Με προτροπή του πάπα Κλήμη Η΄, στρατεύματα από διάφορα χριστιανικά κράτη και υπό παπική σημαία κατέφθαναν στο Ηράκλειο τα τελευταία έτη της πολιορκίας για την υπεράσπιση του. Ανταποκρινόμενος και ο αυστριακός αυτοκράτορας της τότε Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Λεοπόλδος ο Α΄, απέστειλε 2.400 στρατιώτες υπό την αρχηγία του στρατηγού Heinrich Ulrich von Kilmannsegg.
Τελικά, στις 4 Οκτωβρίου του 1669, ο τούρκος μέγας βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλή, μετά την επιτευχθείσα συμφωνία παράδοσης, εισέρχεται στο Ηράκλειο μετά από 465 χρόνια ενετικής κατοχής, βρίσκοντας μία ερειπωμένη πόλη με λιγότερους από δέκα κατοίκους. Γνωστή η ιστορία με τον Φραντσέσκο Μοροζίνι, ο οποίος αναχωρώντας, πήρε μαζί του, μεταξύ άλλων, την Τίμια Κάρα του Αγίου Τίτου (η οποία και επεστράφη στην εκκλησία του Αγίου Τίτου το 1966) και την εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας, που παραμένει μέχρι σήμερα στην εκκλησία της Σωτηρίας στη Βενετία (Santa Maria della Salute).
Κατά την αναχώρηση και των αυστριακών στρατευμάτων ένας ιερέας, έχοντας μαζί του και μία εικόνα της Παναγίας του Χάνδακα (Maria di Candia), παρακάλεσε τον στρατηγό Kilmannsegg να τον πάρει μαζί του στο πλοίο του, γιατί ήθελε να την μεταφέρει στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στη Βιέννη. Ζήτησε, μάλιστα, να φορτωθούν στο πλοίο και ξύλα από κυπαρίσσι, γιατί ο ιερέας ήθελε να δημιουργήσει ένα μικρό βωμό (μικρό παρεκκλήσι) με αυτά τα ξύλα στην εκκλησία και να τοποθετήσει πάνω τους την εικόνα.
Η Εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ (Michaelerkirche) είναι μια καθολική ενοριακή εκκλησία και βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Βιέννης, μπροστά ακριβώς από τα αυτοκρατορικά ανάκτορα Χόφμπουργκ (Hofburg) των Αψβούργων της Αυστροουγγαρίας. Αρχικά ήταν μοναστήρι, ενορία και νεκροταφείο. Ξεκίνησε να χτίζεται γύρω στο 1220 υπό τον Δούκα Λεοπόλδο τον 5ο των Μπάμπενμπεργκ (Babenberg), δυναστείας πριν από τους Αψβούργους, και αναφέρεται ως μία από τις τρεις παλαιότερες εκκλησίες της Βιέννης (μαζί με τον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου και την μονή της Παναγίας των Σκωτσέζων, Schottenstift).
Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ και είχε παραχωρηθεί από το 1626 μέχρι το 1923 στο μοναστικό τάγμα των Barnaditi (Βαρναδιτών) οι οποίοι αρχικά αποκαλούνταν οι ΄κληρικοί του Αγίου Παύλου’ και αργότερα ΄Βαρναβίτες΄, επειδή τους παραχωρήθηκε το παλιό μοναστήρι του Αγίου Βαρνάβα στο Μιλάνο, όπου και η κύρια έδρα τους. Από το 1923 μέχρι σήμερα η εκκλησία έχει παραχωρηθεί στο τάγμα των Σαλβατοριάνων (Salvatoriani).
Πέραν των ανωτέρω, η εκκλησία είναι ιδιαίτερα γνωστή, αφού εκεί εκτελέστηκε για πρώτη φορά στις 10 Δεκεμβρίου 1791 το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η αριστουργηματική αυτή μουσική σύνθεση πένθιμου θρήνου του αυστριακού μουσουργού. Γνωστή επίσης η εκκλησία για το επιχρυσωμένο μουσικό όργανο του Johann David Sieber (1714), που είναι το μεγαλύτερο μπαρόκ όργανο στη Βιέννη. Επίσης και για την κρύπτη της, στην οποία, χάρη στις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες, τα σώματα δεν αποσυντίθεντο αλλά μουμιοποιούνταν. Ήταν δε και η ενορία του αυτοκρατορικού δικαστηρίου.
Ο στρατηγός Kilmannsegg πήρε μαζί του τον ιερέα στο πλοίο του, το οποίο ονομαζόταν ΄’οι τρεις Μάγοι”, φόρτωσε τα κυπαρισσόξυλα και επέστρεψε στη Βιέννη μέσω Βενετίας. Ο ιερέας πέθανε στη διάρκεια του ταξιδιού και έτσι ο στρατηγός εκπλήρωσε την επιθυμία του, αλλά και δική του, την παράδοση της εικόνας στους Βαρναδίτες της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ το 1672. Δημιουργήθηκε ένα μικρός βωμός, με ξύλα από κυπαρίσσι και τοποθετήθηκε επάνω η εικόνα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1682, ο στρατηγός πέθανε και ενταφιάστηκε στη κρύπτη της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ.
Η εικόνα απέκτησε μεγάλη φήμη στην Βιέννη κατά την περίοδο της πανώλης που ενέσκηψε στην πόλη, περί τα τέλη του 1679. Σύμφωνα με σύντομο πόνημα της Ακαδημίας Επιστημών της Βιέννης για την εικόνα, μπορεί η εικόνα να ήταν θαυματουργή στην Κρήτη, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστή λόγω των θαυμάτων της και των ανθρώπων που βοήθησε κατά τη περίοδο της πανώλης, όταν δεκάδες χιλιάδες βιεννέζοι αποδεκατίστηκαν.
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του ιερέα της εκκλησίας Don Casimir Dembsky, ο οποίος προσβλήθηκε από την πανώλη φροντίζοντας ετοιμοθάνατους. Έσπευσε να ζητήσει τη βοήθεια της ’Maria di Candia’ και παρακαλώντας την Παναγία να τον θεραπεύσει, αποκοιμήθηκε επάνω στην εικόνα της. Τότε ονειρεύτηκε την Παναγία, που είχε την ίδια αμφίεση όπως και στην εικόνα, συνοδευόμενη από τον Άγιο Σεβαστιανό και τον Άγιο Ρόκκο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο ιερέας έλαβε εντολή από την Παναγία να απαγγείλει πέντε ψαλμούς του Άγιου της καθολικής εκκλησίας Σεραφείμ Μποναβεντούρα, οι οποίοι όλοι άρχιζαν με τη λέξη ΜΑΡΙΑ. Όταν ξύπνησε, ο ιερέας είχε θεραπευθεί.
Το 1782 σχεδιάστηκε από τον Jean-Baptiste d’ Avrange ο κεντρικός άγιος βωμός (κεντρικό Αλτάριο), στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ. Κατασκευάστηκε ένα μνημειώδες γλυπτό έργο, η πτώση Αγγέλων, από την οροφή της εκκλησίας μέχρι το πάτωμα. Μπροστά σ’ αυτό το έργο τοποθετήθηκε ως κυρίαρχο στοιχείο, η κρητική εικόνα της Maria di Candia, υποβασταζόμενη από Χερουβείμ και πλαισιούμενη από τους τέσσερις Ευαγγελιστές καθώς και από τους΄Αγιο Σεβαστιανό και Άγιο Ρόκκο, που θεωρούνται ως άγιοι προστάτες από την πανώλη. Κάτω από την εικόνα, βρίσκονται σε ειδική επιχρυσωμένη θήκη οι επτά σφραγίδες της αποκαλύψεως, ενώ η εικόνα περιβάλλεται από επίχρυσα ακτινωτά φωτοστέφανα και από κορώνα στο επάνω μέρος. Στην είσοδο του ιερού βωμού, δεξιά και αριστερά, στέκονται δύο Σεραφείμ ως φύλακες.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε βιβλίο του για τους ιερούς τόπους της Βιέννης ο σύγχρονος αυστριακός ιστορικός Wolfgang Bandion, η έννοια της εικόνας της Χάριτος “Maria di Candia” βρίσκει έκφραση κυρίως στον τόπο εγκατάστασής της. Είναι το κεντρικό τμήμα του υψηλού βωμού που σχεδιάστηκε από τον Jean Baptist d’Avrange και χαρακτηρίστηκε ως «το πιο όμορφο και ταυτόχρονα το τελευταίο μιας λαμπερής περιόδου του αυστριακού πολιτισμού».
Η εικόνα έχει φιλοτεχνηθεί σε ξύλο από κυπαρίσσι διαστάσεων ύψους 105 εκ., πλάτους 77 εκ. και πάχους 2,2 εκατοστών. Στο επάνω μέρος της εικόνας απεικονίζονται στα αρχαία ελληνικά τα γράμματα ΜΡ (Μήτηρ) δεξιά και ΘV (Θεού). Κάτω από τις συντομογραφίες αυτές αναγράφεται η λέξη ΟΔΗΓΗ-ΤΡΙΑ σε δύο μέρη, δεξιά και αριστερά, στο επάνω μέρος του προσώπου. Η Θεοτόκος εικονίζεται σε προτομή και κρατά με το αριστερό χέρι τον Ιησού.
Όλα τα συγγράμματα αφιερωμένα στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ αναφέρουν ότι η εικόνα προέρχεται από τον Χάνδακα, ενώ υπάρχουν και αναφορές ότι αγιογραφήθηκε περί το 1540 (Bandion), και αποτελεί έργο της κρητικής σχολής ζωγραφικής.
Η κρητική σχολή ζωγραφικής γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση την περίοδο 1527 έως 1630, όταν πάνω από 200 ζωγράφοι δημιουργούν και φιλοτεχνούν στον Χάνδακα των 20.000 κατοίκων, έχοντας την δική τους συντεχνία και δικό τους προστάτη Άγιο τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Η Κρητική Σχολή επηρεάστηκε από τους κωνσταντινοπολίτες ζωγράφους που κατέφυγαν στην Κρήτη μετά την Άλωση το 1453, αλλά και νωρίτερα περί τα τέλη του 14ου αιώνα, όταν επήλθε κάποια ειρήνευση από τοπικές επαναστάσεις του 13ο και 14ο αιώνα εναντίον των Ενετών.
Δέχθηκε επιρροές και από την Βενετία λόγω των παραγγελιών κυρίως για καθολικές εκκλησίες, αλλά και από τους Ιταλούς ζωγράφους που μετακινήθηκαν στην Κρήτη. Ετσι έχουμε κρητική, κρητο-βυζαντινή και κρητο-ενετική τέχνη, με πλειάδα γνωστών κρητικών ζωγράφων και με περίλαμπρα έργα τους στην Κρήτη και αλλού.
Είναι χαρακτηριστικές και οι ομαδικές παραγγελίες στο Ηράκλειο για φορητές εικόνες της Παναγίας από τους Ενετούς για τη Βενετία και άλλα μέρη της ενετικής κυριαρχίας. Ακόμη, Kρήτες που ως επί των πλείστον ζωγράφιζαν την Παναγία, κατέφθαναν στη Βενετία για να βρουν καλύτερη τύχη. Μάλιστα τους αποκαλούσαν και Μαντονιέρι από το ιταλικό όνομα της Παναγίας (Madonna).
Το έτος 1773 εκδόθηκε στη Βιέννη αναμνηστική εξιστόρηση της θαυματουργικής εικόνας της Μητέρας του Θεού από την Κρήτη (όπως αναφέρει ο τίτλος της) στον Ιωβηλαίο των 100 ετών από την έλευσή της στη εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στη Βιέννη, με την εικόνα να είναι αποτυπωμένη στην πρώτη σελίδα (φωτό). Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνεται η παπική βούλα του Πάπα Κλήμη 14ου, με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1773, η οποία αποδίδει στην εικόνα τον τίτλο της θαυματουργής. Βέβαια, στη συνείδηση των κατοίκων της πόλης της Βιέννης η εικόνα ήταν θαυματουργή σχεδόν από την εποχή την μεταφοράς της. Ο Πάπας εξέδωσε, επίσης, επιστολή χάριτος με την οποία όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί συγχωρούνταν από όλες τις αμαρτίες τους και απαλλάσσονταν από αφορισμούς και άλλες εκκλησιαστικές τιμωρίες, εάν επισκέπτονταν την εκκλησία και προσεύχονταν, μετανοούσαν και εξομολογούνταν κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για την 100η επέτειο, ήτοι από τις 17 έως 25 Ιουλίου.
Σχετικά με την εκκλησία στην οποία βρισκόταν η εικόνα στο Ηράκλειο, υπάρχει ένορκη μαρτυρία στις 4 Απριλίου 1680, του ιταλού Baltassar Olivicciani, που ήταν βοηθός του αυστριακού στρατηγού στο Ηράκλειο το 1669 και συνταξιδιώτης του ιερέα στο ταξίδι της επιστροφής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η εικόνα βρισκόταν στον Άγιο Νικόλαο των Τσαγγάρων (S. Nikolo de Ciangari che vuol dire Canzolari- που σημαίνει υποδηματοποιών) ο ίδιος την είχε επισκεφθεί πολλές φορές, γνώριζε ότι ήταν θαυματουργή και ακόμη ότι οι Έλληνες την αποκαλούσαν Οδηγήτρια. Σύμφωνα με μαρτυρία του, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους τούρκους, και σε ώρα λειτουργίας της εκκλησίας, η εικόνα έπεσε ξαφνικά από τον τοίχο, χωρίς καμία προφανή αιτία. Ήταν, τελικά μία προειδοποίηση για τους τούρκους που έσκαβαν υπόγεια στοά κάτω από την εκκλησία εκείνη την ώρα, με σκοπό να την ανατινάξουν. Αντέδρασαν οι πιστοί, κάλεσαν δυνάμεις και με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να τους εκδιώξουν πριν ολοκληρώσουν τα σχέδια τους. Η παράδοση αποδίδει, επίσης, την εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Τσαγγάρων να έχει βομβαρδιστεί και καεί από τους Οθωμανούς και την εικόνα να παραμένει ανέπαφη.
Επίσης, σε ένορκη μαρτυρία του ο Μητροπολίτης Παροναξίας Θεοφάνης Μαυροκορδάτος στις 22 Μαρτίου 1680, αναφέρει επίσης ότι η εικόνα βρισκόταν στην ίδια εκκλησία (S. Nicolai, Ciangari) και ότι προέρχεται από την αρχέτυπη εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας που φιλοτέχνησε ο Άγιος Λουκάς. Ευρισκόταν στο Ηράκλειο από τον Δεκέμβριο του 1668, και μάλιστα είχε παραμείνει κρυμμένος σε ασφαλές σημείο επί 47 μέρες για να γλυτώσει από τους βομβαρδισμούς των τούρκων, με τη βοήθεια του Nicolai Mazocopo presbyteri (πρεσβύτερος Νικόλαος Μαζοκόπος), όπως αναφέρει.
Ανωτέρω δύο μαρτυρίες περιέχονται σε προαναφερόμενο Ιωβηλαίο που εκδόθηκε το 1773, για τα 100 χρόνια από την μεταφορά της εικόνας από την Κρήτη.
Ενοριακός ναός Άγιος Νικόλαος των Καλλιγιέρηδων/Τσαγγάρων βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μητσοτάκη και Μονής Αγκαράθου στο Ηράκλειο, σε μικρή απόσταση από το ενετικό λιμάνι.. Σήμερα σώζονται τα θεμέλια του σε υπόγειο καταστήματος που υπάρχει σε ισόγειο πολυκατοικίας που έχει αναγερθεί σ εκείνο το σημείο (Λ. Σταρίδα, ΄Τα Θρησκευτικά μνημεία του Μεγάλου Κάστρου’, Ηράκλειο, 2016).
Η εικόνα παραμένει για 350 περίπου χρόνια (συγκεκριμένα 348) στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ, έχοντας ΄γνωρίσει΄ πολέμους, επαναστάσεις, βομβαρδισμούς, δυστυχίες και πανδημίες, στο Ηράκλειο και στη Βιέννη. Χιλιάδες Χριστιανοί προσέτρεχαν να ζητήσουν τη βοήθεια της, να αντλήσουν δυνάμεις, και να θεραπευτούν, τόσο σε ειρηνικές όσο και σε εμπόλεμες περιόδους.
Όμως για δύο χρόνια περίπου η πνευματική αυτή επαφή των πιστών με την εικόνα διεκόπη : Κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, το πρωί της 18ης Δεκεμβρίου 1975, η εικόνα είχε κλαπεί από την εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ !Αμέσως οι υποψίες στράφηκαν σε συλλέκτες έργων και μετά από επισταμένη έρευνα, οι διωκτικές αρχές της Βιέννης έλαβαν την πληροφορία στις αρχές του 1977 ότι πίνακες αξίας πολλών εκατομμυρίων επρόκειτο να πωληθούν στο ξενοδοχείο Hilton της πόλης. Τελικά συνελήφθησαν τέσσερα άτομα και ο ένας (Gerhard) ομολόγησε ότι οι κλεμμένοι θησαυροί τέχνης βρίσκονταν στην πόλη Vomp του Τυρόλου της Αυστρίας, μέσα σε ένα κελάρι μίας κατοικίας, σε απόσταση 450 χλμ. δυτικά της Βιέννης. Εκεί βρέθηκαν τότε γλυπτά και πίνακες που είχαν κλαπεί από διάφορες περιοχές, αξίας πάνω από 120 εκ. σελίνια. Η έκπληξη ήταν ότι κάτω από τους πίνακες βρέθηκε και η πολύτιμη εικόνα. Στη διάρκεια της δίκης για την υπόθεση που ολοκληρώθηκε στις 23.9.1977, εναντίον 16 κατηγορούμενων, ο πραγματογνώμων του δικαστηρίου εκτίμησε την εικόνα της ‘Maria di Candia’ ότι υπερβαίνει σε αξία τα 1,2 εκ. αυστριακά σελίνια ή 2,37 εκ. δραχμές. (βάση ισοτιμίας σελίνι/δραχμής το 1977).
Την 1η Μαΐου 1977 (φωτό) με μία μεγαλειώδη πομπή η εικόνα επέστρεψε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και επανατοποθετήθηκε στον κεντρικό βωμό της εκκλησίας. Χιλιάδες πλήθος κόσμου παρακολούθησε και ακολούθησε την πομπή, της οποίας ηγούνταν εκκλησιαστικές αρχές και αρχές της πόλης, μέσω της κεντρικότερης οδού της Βιέννης (Graben) και μπροστά από το άγαλμα της πανώλης που δεσπόζει στο κέντρο της οδού. Σύμφωνα με μαρτυρία του μακαριστού Μητροπολίτη Αυστρίας κυρού Μιχαήλ, η εικόνα επέστρεψε με τιμές, ανάλογες με αυτές αρχηγού κράτους και με στρατιωτικό άγημα.
Από τότε, και κάθε χρόνο, ολόκληρος ο μήνας Μάιος και ειδικά όλες οι Δευτέρες του μήνα είναι αφιερωμένες δεήσεις και προσευχές, στη θαυματουργή εικόνα.
Στην εικόνα αυτή ήταν αφιερωμένος Θεομητορικός ύμνος 8 στροφών τον 17ο αιώνα, ο οποίος εψάλλετο καθημερινά, πρωί και απόγευμα, και πριν από το κήρυγμα της εκκλησίας. Μεταφέρω σε μετάφραση, την τρίτη στροφή από τις οκτώ :
“Εκεί που η Κρήτη ανυψώνεται περήφανα,
με τις λεπτές καμπύλες της από τα ελληνικά τα κύματα,
εκεί που ο αρχαίος Χριστιανισμός αγωνίστηκε για πολύ καιρό,
και με ιερή αφοσίωση για τη Δόξα Σου;
Μέχρις ότου οι άγριοι βάρβαροι
κατέστρεψαν τον τόπο κατοικίας Σου
και σ΄ έφεραν σε μας εδώ στη Βιέννη.”
Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά εύχομαι σε όλους, με υγεία, τύχη και χαρές!
Βασικέςπηγές
– Gnadenbilde Mutter Gottes aus Candien, 1773
– Wladimir Sas-Zaloziecky, Das Gnadenmuttergottesbild der Michaelerkirche in Wien, 1951
-Gustav Bergmeier, Michaelerkirche Wien, Wien 2008,
-St. Michael 1288-1988, Historisches Museum der Stadt Wien,1988
-Wolfgang Johannes Bandion, Die heiligen Stätten der Stadt Wien. Herold, Wien 1989,
– εφημερίδα Wiener Zeitung, 5.7.2012
– εφημερίδα Wiener Kirchenzeitung, 1.5.1977
-Ν. Σταυριανίδη, Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του μεγάλου Κάστρου, 1979
-Δετοράκης Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, 1990
-Κρητική Σχολή Ζωγραφικής, Αφιέρωμα Επτά Ημέρες, 10.10.1993
* Ο Μιχάλης Βρεττάκης είναι οικονομικός και εμπορικός σύμβουλος Ελληνικής Πρεσβείας στη Βιέννη