Η έλευση της ιερής εικόνας στη Νέα Πάτρα (Υπάτη) με έναν άρχοντα της Προύσας καταμαρτυρείται στη σύγχρονη ονομασία της όμορης περιοχής ως Παναγία η Προυσιώτισσα κι εορτάζει στις 23 Αυγούστου (Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου). Κατά την Επανάσταση το 1824 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, νόθος γιος μοναχής ο ίδιος, εκείνος βρήκε καταφύγιο στη Μονή της Παναγίας στον Προυσό Ευρυτανίας και μάλιστα ως ανταπόδοση έντυσε την εικόνα με χρυσάφι κι ασήμι όπως είναι σήμερα.

Επί Εικονομαχίας (β΄ περίοδος) από την Προύσα της Μικράς Ασίας, η εικόνα Παναγία Οδηγητρία ως η επικρατούσα μορφή στην πολίτικη αγιογραφία δια χειρός του Λουκά του Ευαγγελιστή σύμφωνα με τη χριστιανική μας παράδοση, όπως σώζεται στην Ιερά Διήγησις, η βρεφοκρατούσα έρχεται στο Καρπενήσι μέσα στο φαράγγι του Τυμφρηστού (Βελούχι) ανάμεσα στις ορεινές κορυφές Καλλιακούδα και Χελιδόνα, πλάι στον ποταμό Καρπενησιώτη επί του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεόφιλου (829-842 μ.Χ.).

Προεπαναστατικά, οι ελληνορθόδοξοι ναυτικοί είχανε ερείσματα στη μεσογειακή λεκάνη είτε ως Οθωμανοί υπήκοοι επισήμως είτε ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων στη βαλκανική, καθώς όμως οι αρχές των λιμανιών ήθελαν όνομα για τα πλοία τους, χωρίς αυτό να απαιτείται εντός οθωμανικής αυτοκρατορίας, στα ευρωπαϊκά λιμάνια έδιναν κυρίως χριστιανικά ονόματα αγίων.

Η Παναγιά στον Προυσό απαντάται αρκετές φορές σε ελληνικές νηοπομπές στο Λιβόρνο από τους καπετάνιους Δημήτρη Αντωνόπουλο από την Κεφαλλονιά και το Γεώργιο Βούρβαχη από το Μεσολόγγι όταν η ελληνική ναυτιλία έδινε μία παράσταση ισχύος στις θάλασσες της γηραιάς ηπείρου ήδη από το 18ο αιώνα, οι Έλληνες ναυτικοί υπό οθωμανική σημαία βάφτιζαν τις φρεγάτες τους «Παναγία Προυσιώτισσα» (Λιβόρνο, 20 Απριλίου 1795) ώστε να διασχίζουνε πάντοτε τον πόντο με ασφάλεια.

Το μοναστήρι αποτελούν το καθολικό, ο ξενώνας, η βιβλιοθήκη όπου και το πλούσιο αρχείο της Μονής, το Μουσείο και αρκετά βοηθητικά κτίρια (αρχονταρίκι, τραπεζαρία, κελιά). Περιμετρικά του κυρίου συγκροτήματος υπάρχουν τρεις πύργοι, αρχικά σε χρήση για τη φύλαξη της εισόδου.

Το παρεκκλήσι της Μονής διασώζει τοιχογραφίες της μεσοβυζαντινής εποχής και βρίσκεται στο κοίλο ενός βράχου, άρα το καθολικό είναι κατ’ ουσίαν ένα μικρό σπήλαιο. Η ομορφιά της εκκλησίας αυτής αποτελεί συνάρτηση του φυσικού τοπίου μέσα στο φαράγγι των καρπενησιώτικων ορέων και της μεσαιωνικής ιστορίας του μοναστηριού ήδη από τους σκοτεινούς χρόνους της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Οι αγιογραφίες από την αρχή κτίσεως της Μονής με πρώτο μοναχό το Διονύσιο αποδεικνύουνε την ιστορία της οργανωμένης μοναστικής ζωής σε τρεις περιόδους, αρχικά από τον 9ο αιώνα με την εύρεση της ιερής εικόνας, στη συνέχεια κατά το 12ο αιώνα έως το 1587 και η τρίτη περίοδος από το 1755 και εξής οπότε η Μονή ανακαινίζεται. Οι αγιογράφοι ήτανε τοπικοί καλλιτέχνες από την Ευρυτανία όλοι και την ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης, το Πατρατζίκι όπως λεγότανε επί Οθωμανών.

Το μοναστήρι αποτελεί έναν πακτωλό διατήρησης της ιστορικής μνήμης με πλήθος κειμηλίων από την προεπαναστατική περίοδο του νέου ελληνισμού και εκκλησιαστικών επιγραφών από το 1518 κι εντεύθεν, αλλά ακόμα ένα πλούσιο σκευοφυλάκιο. Επί του πολέμου της εθνικής ανεξαρτησίας λειτουργούσε Σχολή του Γένους για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας. Τόπος θρησκευτικής κατάνυξης για όλους τους Έλληνες διασώζει βιβλία και περί τα 70 χειρόγραφα τόσο της κλασικής περιόδου όσο της νεότερης Ελλάδας αλλά φυσικά και της χριστιανοσύνης.

Στα σπουδαία χειρόγραφα συναντάμε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς Ξενοφώντα, Ισοκράτη και Πλούταρχο για τα κλασικά γράμματα σε μαθηματάρια από τη Σχολή και τα Υπομνήματα στον Αριστοτέλη από το Θεόφιλο Κορυδαλλέα, επίσης από τα νεότερα χρόνια τη «Φιλοσοφία» του Ευγένιου Βούλγαρη, τα έργα «Λογική» και «Επί Φυσικής» του Νικηφόρου Βλεμμύδη αλλά και το «Χρονικό της Αλώσεως» του Γεωργίου Φραντζή. Για τη χριστιανική γραμματεία υπάρχουν σε χειρόγραφα κείμενα των τριών ιεραρχών όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όλοι ασκητές και δάσκαλοι, ακόμη του Μέγα Αθανασίου, εκκλησιαστική σημειογραφία και νομοκανόνες. Επίσης, έντυπα βιβλία του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας (Ερμηνεία του Ευαγγελίου) και του Ιωάννη Δαμασκηνού (Άπαντα).

Η Ανωτέρα Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων ή Σχολή του Γένους ιδρύθηκε το 1820 από τον ηγούμενο της Μονής Κύριλλο Καστανοφύλλη (1775-1835) ο οποίος συνδεότανε με προσωπική φιλία με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ από την κοινή τους πορεία στην άγια χερσόνησο του Άθω. Ο ίδιος ήτανε μαθητής του Νικοδήμου από το Άγιο Όρος και η δεκαετή του θητεία ως ηγούμενος στην Προυσιώτισσα (1814-1824) έφερε το ιδιαίτερο στίγμα του ως προς την αναδιάρθρωση του χώρου ως τόπου προσκυνήματος, τα γράμματα και την προστασία των ιερών χειρογράφων. Δυστυχώς ο ίδιος έγινε αντικείμενο ζηλοφθονίας κι έτσι επέστρεψε στο Άγιο Όρος όπου κοιμήθηκε.

Ο δρόμος Καρπενήσι-Προυσός, ιδίως μετά το Μικρό Χωριό, πρόκειται για τα 20 πιο δύσκολα χιλιόμετρα του οδικού δικτύου της χώρας, ωστόσο το ονειρικό πράσινο και το απόκοσμο της ιερής περιοχής αποζημιώνουν κάθε επισκέπτη διαχρονικά.

Οι μελέτες του ντόπιου ιστοριοδίφη Πάνου Βασιλείου για την Ευρυτανία και τα Άγραφα εξαίρουνε την κατάνυξη της θείας περιοχής, όπως επίσης η ταξιδιωτική αφήγηση του Αλέξανδρου Πάλλη στο περιοδικό Νουμάς και έπειτα σε αυτόνομη έκδοση (1923, σήμερα διαθέσιμο στην Ανέμη) και η γοητευτική περιγραφή στους Ελληνικούς Ορίζοντες από το Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο το 1937, όταν έφτανε κανείς στο μοναστήρι με τα μουλάρια ή πεζοπορώντας.

Αφιερωμένη στην Κοίμηση της Παναγίας σε υψόμετρο 850 μέτρων, η Παναγία η Προυσιώτισσα με το Χριστό στην αγκαλιά ως σκέπη της Ορθοδοξίας με ένα ηρωικό χρυσοκέντητο πουκάμισο από τον Καραϊσκάκη, σήμερα να εκπληρώνει το τάμα της θείας χάρης και να μας καθοδηγεί με χριστιανικά πατήματα στην αγκαλιά μιας εγκόσμιας αυτοπραγμάτωσης.