ο ερευνητής του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών του ΕΛΚΕΘΕ, κ. Μανώλης Μανδαλάκης και οι λαγοκέφαλοι
«Απαιτούνται στοχευμένες δράσεις από ειδικούς επιστήμονες που θα αποσκοπούν στη συστηματική καταγραφή των πληθυσμών λαγοκέφαλου στις θάλασσες της Κρήτης και γενικότερα του νοτίου Αιγαίου», αναφέρει στην «Π» ο ερευνητής του ΙΘΑΒΒΥΚ, κ. Μανώλης Μανδαλάκης

Οι λαγοκέφαλοι ήρθαν για να μείνουν στην Κρήτη και οι επιστήμονες αναζητούν τρόπους αξιοποίησης του εισβολέα των θαλασσών μας.

«Προς το παρόν, οι θαλάσσιοι οργανισμοί αντιμετωπίζονται κυρίως ως πηγή τροφής, αλλά τα οφέλη που μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτούς είναι ανεξάντλητα. Για ένα παραπάνω λόγο λοιπόν, η προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και της βιοπικοιλότητας αξίζει τη μέγιστη προσοχή μας», τονίζει, σε συνέντευξή του στην «Π» ο ερευνητής του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών του ΕΛΚΕΘΕ, κ. Μανώλης Μανδαλάκης.

Τονίζει ότι «ακόμα και αν βρεθούν τρόποι αξιοποίησης του λαγοκέφαλου, θα χρειαστεί επιπλέον προσπάθεια για την τροποποίηση του παρόντος νομικού πλαισίου, καθώς η εμπορία τόσο του ίδιου του ψαριού όσο και των προϊόντων του απαγορεύεται από Ευρωπαϊκό κανονισμό ( Καν. 853/2004)».

Η συνέντευξη που παραχώρησε στην «Π» έχει ως εξής:

Την περσινή χρονιά ήταν παραπάνω από έντονη η παρουσία των λαγοκέφαλων στις θάλασσες της Κρήτης. Τι εικόνα έχουμε για το τι συμβαίνει φέτος;

«Όντως, το θέμα με τους λαγοκέφαλους έλαβε μεγάλες διαστάσεις το περσινό καλοκαίρι. Υπήρξαν πολλές θεάσεις από λουόμενους και αλιείς, ενώ μεγάλη προβολή δόθηκε στο ζήτημα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Φέτος, το πρόβλημα με τους λαγοκέφαλους δεν έχει πάρει μεγάλη δημοσιότητα και τα περιστατικά είναι περιορισμένα, αλλά θεωρώ ότι αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η κολύμβηση και οι αλιευτικές δραστηριότητες ήταν μέχρι πριν λίγο καιρό περιορισμένες λόγω της καραντίνας.

Ωστόσο θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι, αν και σημαντικές, οι αναφορές που γίνονται από απλούς πολίτες και βλέπουν το φως της δημοσιότητας δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια και αντικειμενικό τρόπο την ένταση του προβλήματος. Για αυτό το λόγο, απαιτούνται στοχευμένες δράσεις από ειδικούς επιστήμονες που θα αποσκοπούν στη συστηματική καταγραφή των πληθυσμών λαγοκέφαλου στις θάλασσες της Κρήτης και γενικότερα του νοτίου Αιγαίου.

Από όσο γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μέχρι και φέτος, καθώς τέτοιες ερευνητικές δράσεις είναι δαπανηρές και δεν είχαν υπάρξει κατάλληλοι πόροι χρηματοδότησης. Φέτος, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας 2014-2020 (ΕΠΑΛΘ) που υπάγεται στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων χρηματοδότησε τέσσερα ερευνητικά έργα που αναμένεται να καταγράψουν την υφιστάμενη  κατάσταση στις Ελληνικές θάλασσες, όχι μόνο για τον λαγοκέφαλο, αλλά και για άλλα Χωροκατακτητικά Ξένα Είδη (ΧΞΕ).

Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών (ΙΘΑΒΒΥΚ) συμμετέχει σε δύο από αυτά, όπου πέρα από την καταγραφή των πληθυσμών λαγοκέφαλου, θα πραγματοποιήσουμε μετρήσεις τετροδοτοξίνης σε δείγματα ιστών για να λάβουμε μια καλύτερη εικόνα σχετικά με την τοξικότητα/επικινδυνότητα του συγκεκριμένου είδους.

Επιστρέφοντας στο ερώτημα σας, δεν μπορώ να δώσω κάποια απάντηση βασισμένη σε απτά επιστημονικά δεδομένα, αλλά ελπίζω ότι θα μπορούμε να πούμε περισσότερα για την εξέλιξη του φαινομένου τα επόμενα χρόνια. Προς το παρόν, εκτιμώ ότι οι λαγοκέφαλοι παραμένουν στην Κρήτη και η παρουσία τους θα γίνει πιο αισθητή στη συνέχεια του καλοκαιριού».

Εδώ και χρόνια

Είχε ανακοινωθεί από φορείς, όπως η Αποκεντρωμένη Διοίκηση, ότι θα βοηθήσουν τους επιστήμονες στην καταπολέμηση των λαγοκέφαλων. Τελικά, τι έχει γίνει μέχρι σήμερα και τι κάνετε εσείς σε αυτή την κατεύθυνση;

«Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι το πρόβλημα με το λαγοκέφαλο προέκυψε την τελευταία πενταετία. Ωστόσο, η πρώτη εμφάνιση λαγοκέφαλου στην Κρήτη έγινε το 2005 και γνωρίζω ότι από το 2008 μέχρι σήμερα συνάδελφοι επιστήμονες προσπαθούσαν να πείσουν τοπικούς και εθνικούς φορείς ως προς την αναγκαιότητα χρηματοδότησης ερευνητικών δράσεων για τη μελέτη του φαινομένου και τη διερεύνηση μεθόδων καταπολέμησης.

Προσωπικά, ασχολούμαι με την τοξίνη του λαγοκέφαλου εδώ και τρία χρόνια, οπότε η πληροφόρηση μου για τις ενέργειες που έχουν γίνει σε τοπικό επίπεδο περιορίζεται στο πιο πρόσφατο παρελθόν. Τον Φεβρουάριο του 2019 συμμετείχα στην Ημερίδα με τίτλο «Το πρόβλημα των εισβολικών (λεσεψιανών) ειδών» που διοργάνωσε το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Κρήτης στην Ιεράπετρα και παρουσίασα την άποψη μου για τις πιθανές διεξόδους επίλυσης του ζητήματος και τις τεχνικές δυσκολίες.

Εκεί όλοι οι επιστήμονες ήρθαμε αντιμέτωποι με την απόγνωση και την αγανάκτηση των τοπικών αλιέων, οι οποίοι υφίστανται τις μεγαλύτερες οικονομικές επιπτώσεις από την εξάπλωση του λαγοκέφαλου. Τον Ιούνιο του 2019 πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις σχετικά με το ζήτημα τόσο στα γραφεία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, όσο και στην Περιφέρεια Κρήτης. Εκεί μαζί με άλλους εκπροσώπους του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών και του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου εξηγήσαμε την αναγκαιότητα της έρευνας σχετικά με την καταγραφή των πληθυσμών του λαγοκέφαλου.

Ενημερώνοντας τα στελέχη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση συνεισέφερε έτσι ώστε η έρευνα για τα ΧΞΕ να συμπεριληφθεί στις χρηματοδοτικές προτεραιότητες  του προγράμματος ΕΠΑΛΘ 2012-2014. Το ότι η στήριξη της έρευνας για τα ΧΞΕ προήλθε τελικά από εθνικούς παρά από περιφερειακούς πόρους είναι θετικό, καθώς καταδεικνύει το αυξημένο ενδιαφέρον της πολιτείας για ένα πρόβλημα που προς το παρόν περιορίζεται στο νότιο Αιγαίο και ιδιαίτερα την Κρήτη».

Πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτό το νέο “κάτοικο” των θαλασσών μας;

Δυστυχώς δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις και απαιτείται έρευνα για να αναπτύξουμε διεξόδους εκμετάλλευσης. Ο λαγοκέφαλος συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο τοξικά ψάρια του κόσμου και η αξιοποίηση του αποτελεί ένα περίπλοκο εγχείρημα με πολλές τεχνικές δυσκολίες.

Το βασικό πρόβλημα έγκειται στην παρουσία της τετροδοτοξίνης στους ιστούς του συγκεκριμένου ψαριού, η οποία είναι περίπου 1200 φορές πιο τοξική από το κυάνιο. Χωρίς την απομάκρυνση της συγκεκριμένης ουσίας, η ιχθυόμαζα λαγοκέφαλων είναι άχρηστη και απαιτείται καταστροφή της μέσω κοστοβόρων διαδικασιών διαχείρισης και αποτέφρωσης.

Σε πρώτη φάση θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις διαστάσεις του προβλήματος μετρώντας τα επίπεδα της τοξίνης τόσο σε άτομα με διαφορετικά χαρακτηριστικά (π.χ. φύλλο, μέγεθος), όσο και σε διαφορετικά μέρη του σώματος τους. Με αυτό τον τρόπο θα προσδιορίσουμε το τμήμα του πληθυσμού των λαγοκέφαλων και τα μέρη του σώματος τους με τη χαμηλότερη τοξικότητα και την υψηλότερη πιθανότητα αξιοποίησης.

Σε δεύτερη φάση, θα διερευνήσουμε κατά πόσο η κατεργασία της ιχθυόμαζας με ορισμένα απλά χημικά μπορεί να επιφέρει περαιτέρω μείωση ή ακόμα και συνολική απομάκρυνση της τοξίνης από την ιχθυόμαζα. Αν καταφέρουμε να βρούμε μια αποτελεσματική μέθοδο «αποτοξίνωσης» θα έχουμε κάνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά, καθώς η «καθαρή βιομάζα θα μπορεί να αξιοποιηθεί σε διάφορες εφαρμογές (π.χ. λιπάσματα υψηλής θρεπτικής αξίας, ιχθυάλευρα, ζωοτροφές).

Επίσης, συνεργάτες μας από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο θα προσπαθήσουν  να αναπτύξουν μέθοδο για την απομόνωση της τετροδοτοξίνης, η οποία από μόνη της φαίνεται να έχει ενδιαφέρουσες φαρμακευτικές εφαρμογές ως αναλγητικό και αναισθητικό. Πάντως, ακόμα και αν βρεθούν τρόποι αξιοποίησης του λαγοκέφαλου, θα χρειαστεί επιπλέον προσπάθεια για την τροποποίηση του παρόντος νομικού πλαισίου, καθώς η εμπορία τόσο του ίδιου του ψαριού όσο και των προιόντων του απαγορεύεται από Ευρωπαϊκό κανονισμό ( Καν. 853/2004). Υπάρχει πολύ δρόμο μπροστά μας.

 

 

Η ερευνητική ομάδα του κ. Μανδαλάκη εξετάζει τη δυνατότητα παράλληλης καλλιέργειας σπόγγων σε ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες με στόχο τον περιορισμό της οργανικής ρύπανσης και την ταυτόχρονη παραγωγή φυσικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
Η ερευνητική ομάδα του κ. Μανδαλάκη εξετάζει τη δυνατότητα παράλληλης καλλιέργειας σπόγγων σε ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες με στόχο τον περιορισμό της οργανικής ρύπανσης και την ταυτόχρονη παραγωγή φυσικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας

 

Η αξιοποίηση των σπόγγων

Μεταξύ άλλων, αξιοποιείτε τους σπόγγους. Πώς ακριβώς μπορούν να μας βοηθήσουν;

«Οι σπόγγοι είναι από τους πιο ενδιαφέροντες θαλάσσιους οργανισμούς.

Τρέφονται φιλτράροντας το σωματιδιακό υλικό που αιωρείται στη θάλασσα (π.χ βακτήρια, φυτοπλαγκτονικούς οργανισμούς), αλλά και ενώσεις που υπάρχουν σε διαλυτή μορφή συμπεριλαμβανομένων των οργανικών ρύπων.

Ένα κιλό από ορισμένα είδη σπόγγων μπορεί να φιλτράρει έως και 24,000 λίτρα νερού την ημέρα. Είναι από τις πιο δυνατές «σκούπες απορρόφησης» στη θάλασσα.

Από την άλλη μεριά, οι σπόγγοι είναι γνωστό ότι παράγουν διάφορες βιοδραστικές ουσίες με χρήσιμες ιδιότητες, όπως αντιοξειδωτική/αντιβακτηριακή δράση.

Επομένως, η έρευνα σχετικά με τα εκχυλίσματα σπόγγων και την αξιοποίηση τους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κάποια άλλα είδη έχουν ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια αξιοποίησης καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σπόγγοι μπάνιου και αποτελούν από μόνα τους ένα προϊόν υψηλής αξίας.

Σε συνεργασία με τον ερευνητή Αθανάσιο Νταϊλιάνη, υλοποιούμε στο ΙΘΑΒΒΥΚ ένα τριετές ερευνητικό πρόγραμμα όπου εξετάζουμε τη δυνατότητα παράλληλης καλλιέργειας σπόγγων σε ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες με στόχο τον περιορισμό της οργανικής ρύπανσης και την ταυτόχρονη παραγωγή φυσικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Στην ουσία, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τοπικά είδη θαλάσσιων σπόγγων με βέλτιστα χαρακτηριστικά ως προς τη φυσική αφθονία, την καλλιεργησιμότητα/βιωσιμότητα, τη «βιο-παραγωγική» απόδοση και τη «καθαριστική» ικανότητα τους στα νερά της Κρήτης. Το πρόγραμμα SPINAQUA χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) και από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ)».

Τελικά, οι δυνατότητες που μας δίνουν τα θαλάσσια είδη είναι ανεξάντλητες; Ποιο ποσοστό έχουμε καταφέρει να αξιοποιήσουμε,  θεωρείτε;

«Ο αριθμός των μικροοργανισμών και των ανώτερων οργανισμών που ζουν στη θάλασσα είναι τεράστιος. Ιδιαίτερα η Μεσόγειος και ειδικά οι ελληνικές θάλασσες διαθέτουν ένα από τα υψηλότερα επίπεδα βιοποικιλότητας στον κόσμο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των οργανισμών έχει μελετηθεί μόνο ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, αλλά η γενετική και χημική ποικιλότητα σε αυτούς παραμένει σχετικά ανεξερεύνητη.

Επομένως, γνωρίζουμε ελάχιστα σχετικά με τις βιοδραστικές ενώσεις, τα ένζυμα, τη θρεπτική αξία ή άλλες ωφέλιμες ιδιότητες που μπορούν να προσφέρουν τα διάφορα είδη. Προς το παρόν, οι θαλάσσιοι οργανισμοί αντιμετωπίζονται κυρίως ως πηγή τροφής, αλλά τα οφέλη που μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτούς είναι ανεξάντλητα. Για ένα παραπάνω λόγο λοιπόν η προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και της βιοπικοιλότητας αξίζει τη μέγιστη προσοχή μας».