Δεν έμαθα ποτέ το γιατί, αλλά είχα πάντα μια ιδιαίτερη αδυναμία στο τελευταίο θρανίο! Από τότε που ήμουν μαθητής, θυμάμαι πως επιδίωκα να κάθομαι στην τελευταία θέση της τάξης μου.

Δεν το κατάφερνα βέβαια αυτό πάντα, γιατί κάποιες φορές δεν διαλέγαμε εμείς οι μαθητές τις θέσεις μας, αλλά μας έβαζαν εκεί που ήθελαν οι δάσκαλοί μας.

Συνήθως στις πίσω θέσεις ήθελαν τους πιο μεγαλόσωμους μαθητές για να μην κρύβουν τους μικρόσωμους, τους οποίους έβαζαν να κάθονται στα πρώτα θρανία.

Αν και δεν δικαιούμουν τη θέση όλες αυτές τις φορές λόγω αναστήματος, εντούτοις την διεκδικούσα με πάθος και στο τέλος τα κατάφερνα!

Έβρισκα πως είχε μια ιδιαίτερη γοητεία το τελευταίο θρανίο και ίσως γι’ αυτό περισσότερο να το αποζητούσα. Για άλλους μαθητές μπορεί να αποτελούσε μειονεκτική θέση, αλλά στη δική μου τη φαντασία ήταν σίγουρα προνομιακή! Είχα πανοραμική «θέα» από εκεί σε όλη την αίθουσα!

Έλεγχα όλες τις κινήσεις των συμμαθητών μου. Μπορούσα να βλέπω ποιοι παρακολουθούσαν το μάθημα, ποιοι ήταν ανήσυχοι, ποιοι αντιδρούσαν στα δικά μου πειράγματα και ποιοι με αποδοκίμαζαν. Δεν είχα βέβαια την καλύτερη θέα στον πίνακα, αλλά όταν ήθελα να δω κάτι, τεντωνόμουν και το έβλεπα.

Χάραζα πάνω σε αυτό το θρανίο, εκτός από το όνομα της αγαπημένης μου ομάδας, κι εκείνα τα τρελά φιλόδοξα σχέδια που έκανα για το μέλλον. Από το τελευταίο θρανίο «σαλπάριζα», με «καπετάνιο» τη φαντασία και  «λοστρόμο» το συναίσθημα, για όλα τα μακρινά εφηβικά μου «ταξίδια», στις ατέλειωτες περιπλανήσεις μου, ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.

Τα χρόνια περνούσαν, εγώ μεγάλωνα και η μοίρα με ήθελε να συνεχίζω να «ξοδεύω» τη ζωή μου μέσα στις σχολικές αίθουσες. Αυτή τη φορά πάντως από τη θέση του δασκάλου.

Μια πραγματικά προνομιακή θέση για όσους αγαπούν αυτό το λειτούργημα! Μια πολύ δύσκολη ιδιότητα, με τεράστιες ευθύνες, αλλά και με μια ιδιαίτερη, μοναδική γοητεία, που μόνο εκείνοι που τους επιφύλασσε η μοίρα ετούτη τη μεγάλη τιμή, να μπορούν να τη νιώσουν!

Τα χρόνια που ακολούθησαν, δεν κατάφεραν να «ξεθωριάσουν» ούτε τις μνήμες, ούτε την συμπάθεια που είχα από μικρός στο τελευταίο θρανίο. Ακόμα και σήμερα, μετά από 30 χρόνια επάνω στην έδρα, όταν μπαίνω σε μια αίθουσα, το βλέμμα μου πέφτει αυτόματα πρώτα απ’ όλα, στους μαθητές που κάθονται στα τελευταία θρανία.

Δεν είναι γιατί βλέπω τον εαυτό μου στη θέση τους, δεν είναι γιατί αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια, δεν είναι γιατί μου έχει μείνει κάποιο κουσούρι, από αυτά που μένουν συνήθως στους εκπαιδευτικούς και τους κάνει να φαίνονται γραφικοί στα μάτια των μαθητών τους.

Είναι γιατί πιστεύω πως εκεί βρίσκεται η αρχή της τάξης μου. Από εκεί ξεκινά και εκεί τελειώνει η τάξη μου. Όπως και από κάθε άλλο θρανίο άλλωστε. Το τελευταίο θρανίο οριοθετεί στο «χάρτη» της κάθε τάξης το σύνορό της, όπως το Καστελόριζο, η Γαύδος και οι υπόλοιπες εσχατιές της χώρας, οριοθετούν τα σύνορα της πατρίδας μας.

Εκεί, στο τελευταίο θρανίο κερδίζω ή χάνω  το μεγάλο στοίχημα που βάζω με τον εαυτό μου, κάθε φορά που μπαίνω σε μια τάξη για να διδάξω. Αν δεν μπορέσω να συγκινήσω τους μαθητές του τελευταίου θρανίου, η «παράσταση» που έδωσα έχει αποτύχει!

Νομίζω όμως πως, η εμμονή μου αυτή με το τελευταίο θρανίο,  έχει να κάνει σίγουρα και με την προσήλωσή μου στη φιλοσοφία της εκπαίδευσης, που αποσκοπεί στην  ισότιμη μόρφωση των μελών κάθε κοινωνίας, χωρίς διακρίσεις και περιορισμούς.

Ξέρω όμως πως όλα αυτά ακούγονται τουλάχιστον γραφικά σήμερα, σε μια κοινωνία που ευνοεί τις ανισότητες, σε μια ταξική κοινωνία που δεν δημιουργεί ίσες ευκαιρίες για τους πολίτες της, σε μια απρόθυμη Πολιτεία, που όχι μόνο αποδέχεται, αλλά και δεν διστάζει να δηλώνει κυνικά και απερίφραστα, ότι «μια κοινωνία χωρίς ανισότητες αποτελεί αυταπάτη».

Στο σύγχρονο Ελληνικό ταξικό σχολείο, στο «τελευταίο θρανίο» κάθονται τα παιδιά ενός «κατώτερου Θεού». Εκείνα τα φτωχά Ελληνόπουλα που δεν έχουν τις «προϋποθέσεις» που απαιτεί το «σύστημα» για να επιτύχουν, για να αριστεύσουν, για να διακριθούν!

Εκεί κάθονται τα παιδιά που δεν πάνε το απόγευμα στα φροντιστήρια. Εκεί βολεύονται οι μαθητές που δεν κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα. Εκεί μαθαίνουν γράμματα τα χωριατόπαιδα που δεν διαθέτουν την πολυτέλεια ενός ζεστού γραφείου με υπολογιστή και εκτυπωτή.

Εκεί ξαποσταίνουν οι μαθητές που δουλεύουν τις απογευματινές ώρες ή τις πρωινές οι βιοπαλαιστές των νυχτερινών σχολείων, για να μπορέσουν να τα φέρουν βόλτα…

Το χρήμα βέβαια δεν συνιστά την ικανή προϋπόθεση για να προοδεύσει κάποιος μαθητής σήμερα, αλλά αποτελεί σίγουρα την αναγκαία συνθήκη για να το επιτύχει!

Οι κοινωνικές ανισότητες, όπως είναι γνωστό, διευρύνονται σε περιόδους κρίσης. Έτσι έγινε και τώρα. Στην προσπάθεια του Υπουργείου Παιδείας να δημιουργήσει συνθήκες «εκπαίδευσης από απόσταση», έγιναν και πάλι ιδιαίτερα αισθητές αυτές οι ανισότητες.

Μπορεί μεν, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι να είχαν ανακαλύψει την Αμερική από τα προϊστορικά κιόλας χρόνια, σύμφωνα με νεότερες επιστημονικές έρευνες, αλλά  εμείς, οι σύγχρονοι απόγονοί τους, ανακαλύψαμε την «εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση» πριν από πέντε  μόλις εβδομάδες.  Ήταν βεβαίως «εξ’ αποστάσεως», αλλά δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι ήταν και «εκπαίδευση». Ζήσαμε πάντως ιστορικές στιγμές ως έθνος και ως κοινωνία. Υποκλιθήκαμε στο μεγαλείο της σύγχρονης τεχνολογίας! Οι πλατφόρμες του Webex, του Zoom, του eClass και του e-me, αποτέλεσαν σημείο συνάντησης των εκπαιδευτικών με τους μαθητές τους σε όλη τη χώρα. Μέσα από αυτές τις  πλατφόρμες οι εκπαιδευτικοί δημιούργησαν τις «ψηφιακές τους τάξεις», στις οποίες ο καθένας μαθητής, ενώ ήταν μόνος του στο σπίτι, βρέθηκε να συνυπάρχει μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές του και τον δάσκαλό τους, εντός των πλαισίων μιας μικρής οθόνης.

Στο «τελευταίο θρανίο» κάθονται και σήμερα οι μαθητές που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα του «ψηφιακού σχολείου». Ενός σχολείου που η ανάγκη το δημιούργησε. Δεν είναι πως δεν θέλουν να συμμετέχουν αυτά τα παιδιά, αλλά δεν μπορούν. Δεν έχουν τα μέσα που απαιτούνται. Δεν διαθέτουν τα χρήματα για να τα αποκτήσουν. Βλέπετε, αν και έχουμε καταφέρει να είμαστε όλοι ενωμένοι τούτες τις κρίσιμες ώρες, εξακολουθούμε να μην είμαστε πάλι ίσοι…

Όταν με το καλό τελειώσει αυτός ο εφιάλτης και γυρίσουμε ξανά πίσω στα σχολεία μας, δεν θα έχουν λυθεί βεβαίως και τα προβλήματα. Θα είναι εκεί και θα μας περιμένουν, όπως πάντα! Θα στέκονται μπροστά μας πεισματικά, για να μας θυμίζουν την διαχρονική απαξίωση της Πολιτείας στο Δημόσιο Σχολείο και την επιμονή της να μην επενδύει στο πιο ζωτικό και δημιουργικό κομμάτι της κοινωνίας.

Θα αντικρύσουμε σίγουρα ένα πολύ γνώριμο τοπίο εγκατάλειψης: Οι τάξεις μας δεν θα είναι ασφαλείς και «κλειδωμένες» σαν τις «ψηφιακές», αλλά θα είναι αυτές που χρόνια γνωρίζουμε. Θα πέφτουν δηλαδή σοβάδες από τα ταβάνια, θα βάζουν νερά οι αρμοί, θα μπαίνει κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και θα χτυπιούνται μανιωδώς οι χαλασμένες πόρτες.

Οι μαθητές μας, δεν θα βολεύονται τότε στις όποιες ανέσεις των σπιτιών τους, αλλά στις σπασμένες καρέκλες και τα διαλυμένα θρανία που δεν αντικαθίστανται πλέον, αφού ο Οργανισμός Σχολικών Κτηρίων «απεβίωσε» κι αυτός ο έρμος, κατά τα πέτρινα  χρόνια των μνημονίων.

Το τελευταίο θρανίο θα είναι κι εκείνο εκεί, στην ίδια πάντα θέση. Την τελευταία.

Μπορεί να είναι ταλαιπωρημένο, παλιό και ξεχαρβαλωμένο, όμως θα περιμένει υπομονετικά να «γραφτεί» ξανά πάνω του, ακόμα μια ιστορία νέων ανθρώπων.

Μια ιστορία, από αυτές που χαράσσονται βαθιά μέσα στη μνήμη και τις κουβαλάμε για πάντα μέσα μας, ως ανάμνηση από τα καλύτερά μας χρόνια!