ΜΕΡΟΣ Α’
Αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται 79 χρόνια από τη συμμετοχή της V Μεραρχίας στην πρώτη γραμμή του μετώπου κατά τον ελληνοιταλικό πόλεμο.
Τον Οκτώβριο του 1940 η V Μεραρχία, με έδρα τα Χανιά, ήταν στρατιωτικός σχηματισμός του Ελληνικού Στρατού, υπεύθυνη για την άμυνα της Κρήτης.
Τη Μεραρχία συγκροτούσαν το 14ο Σύνταγμα Πεζικού (ΣΠ) Χανίων , το 44ο ΣΠ Ρεθύμνου, το 43ο ΣΠ Ηρακλείου και το V Σύνταγμα ορεινού πυροβολικού με έδρα τη Σούδα.
Μετά την τελευταία αναδιάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων, η Μεραρχία μετονομάστηκε σε 5η Ταξιαρχία Πεζικού, με διαφορετική επιχειρησιακή διάρθρωση, διατηρώντας τον τιμητικό τίτλο «V Μεραρχία Κρητών».
Το 1940 η Μεραρχία ανήκε στις εφεδρικές μονάδες του Ελληνικού Στρατού. Αρχικά προβλεπόταν η παραμονή της στο νησί για να το υπερασπιστεί από τις δυνάμεις του Άξονα.
Όμως, λόγω της επιτακτικής ανάγκης ενίσχυσης του Ελληνικού Στρατού αποφασίστηκε η μεταφορά της στο Αλβανικό μέτωπο.
Η απόφαση αυτή της ελληνικής κυβέρνησης, μετά από συνεννόηση με την Αγγλία, προκάλεσε δυσαρέσκεια στην Κρήτη, όπως και στους οπλίτες της Μεραρχίας.
Από 18 – 22 Νοεμβρίου η Μεραρχία μεταφέρθηκε από το Ηράκλειο και τη Σούδα, μέσω Αθηνών, στο Αμύνταιο Φλωρίνης, όπου έφτασε στις 29 Νοεμβρίου.
Μεταφέρθηκαν 566 αξιωματικοί, 18.662 οπλίτες, 687 υποζύγια και 81 οχήματα.
Οι καιρικές συνθήκες στην περιοχή ήταν διαφορετικές από εκείνες της Κρήτης. Η δυτική Μακεδονία και ολόκληρη η Αλβανία ήταν σκεπασμένες από χιόνι.
Η πεζοπορία από το Αμύνταιο μέχρι τα ελληνοαλβανικά σύνορα, περίπου 130 χιλιόμετρα, έγινε κάτω από αντίξοες συνθήκες: χιονοθύελλες, βροχές, δριμύ κρύο, ακατάλληλη ενδυμασία των ανδρών, ημερήσιες και νυχτερινές πορείες μέσα από δασώδεις και ελώδεις περιοχές, λασπωμένους δρόμους, συχνή έλλειψη τροφής και νερού, ανάπαυση και ύπνος σε αντίσκηνα στο ύπαιθρο.
Στις 13 Δεκεμβρίου η Μεραρχία μπήκε στην Αλβανία.
Στο εσωτερικό της Αλβανίας, οι συνθήκες ήταν ακόμη δυσκολότερες : το οδικό δίκτυο πρωτόγονο και λασπώδες, η τροφοδοσία ελλιπής, τα φορτωμένα με πυρομαχικά μουλάρια δυσκολεύονταν να προχωρήσουν. Σε πολλές δε περιπτώσεις κατέληγαν και οι στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι οι ίδιοι να μεταφέρουν τα πυρομαχικά.
Στις 18 Ιανουαρίου η Μεραρχία εντάχτηκε στο Β’ Σώμα Στρατού για να ενισχύσει τις μονάδες που πολεμούσαν στα στενά της Κλεισούρας.
Μέσω δεκάδων οικισμών, άλλοτε με φιλελληνικά αισθήματα και άλλοτε όχι, η Μεραρχία αφού πεζοπόρησε για περισσότερα από 200 χιλιόμετρα, στις 27 Ιανουαρίου 1941 έφτασε στην περιοχή της Κλεισούρας και στις νότιες παρυφές της οροσειράς τής Τρεμπεσίνας, όπου και στρατοπέδευσε.
Η οροσειρά της Τρεμπεσίνας βρίσκεται στη νότιο Αλβανία. Έχει μήκος 26 χιλιόμετρα και ύψος 1923 μέτρα. Εκτείνεται από νότο προς βορρά. Δυτικά της οροσειράς βρίσκεται το όρος Σεντέλι. Οι δύο οροσειρές σχηματίζουν βαθιά χαράδρα. Οι νότιες παρυφές της Τρεμπεσίνας και οι βόρειες του όρους Νεμέρτσικα σχηματίζουν τα στενά της Κλεισούρας, από όπου διέρχεται ο Αώος ποταμός.
Στην ανατολική είσοδο των στενών βρίσκεται η Κλεισούρα, ενώ μετά τη δυτική έξοδο των στενών το Τεπελένι.
Όταν τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου, η Μεραρχία στρατοπέδευσε στην περιοχή της Κλεισούρας και της Τρεμπεσίνας, ο Ελληνικός Στρατός είχε ήδη καταλάβει την Κορυτσά, το Πόγραδετς, την Πρεμετή, τους Αγίους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρα και την Κλεισούρα. Επόμενος στόχος ήταν η κατάληψη των οροσειρών της Τρεμπεσίνας και Σεντέλι. Η κατάληψη των οροσειρών θα δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες για την πτώση του Τεπελενίου και την προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς το λιμάνι του Αυλώνα, από όπου γινόταν η τροφοδοσία του ιταλικού στρατού.
Εν τω μεταξύ, αφενός ο χειμώνας είχε γίνει ακόμη δριμύτερος, με θερμοκρασίες που τη νύχτα άγγιζαν του 20 βαθμούς κάτω από το μηδέν, και αφετέρου ο ιταλικός στρατός είχε ενισχυθεί με νέες αξιόμαχες εφεδρείες και πολεμικό υλικό. Η ανάπτυξη της Μεραρχίας στην περιοχή έγινε αμέσως αντιληπτή από την ιταλική αεροπορία η οποία στις 28 Ιανουαρίου, βομβάρδισε επί δεκάωρο τις θέσεις της, ευτυχώς με μικρές απώλειες.
Με τους στρατιώτες κατάκοπους από τις πορείες, το 14ο ΣΠ Χανίων διατάχτηκε να επιτεθεί και να καταλάβει τα υψώματα 1620 και 1730 της χιονισμένης Τρεμπεσίνας.
Η επίθεση ξεκίνησε τα ξημερώματα της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου. Πλησιάζοντας προς τα υψώματα, η ανάβαση των ανδρών μετατράπηκε σε επίθεση με τις ξιφολόγχες, μάχες σώμα με σώμα, ακόμα και χρήση ατομικών μαχαιριών. Τα υψώματα κατελήφθησαν.
Μετά από ολιγόωρη ανάπαυση των ανδρών, τη νύχτα της 29ης προς την 30ην Ιανουαρίου, το Σύνταγμα εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της υψηλότερης κορυφής, 1923 μ., της Τρεμπεσίνας, την οποία και κατέλαβε τα ξημερώματα
Η κατάληψη των υψωμάτων, παρά τις μεγάλες απώλειες του Συντάγματος, 73 νεκροί και 136 τραυματίες, επίδρασε θετικά στην ψυχολογία της Μεραρχίας και γενικότερα του μαχόμενου στρατού στην Αλβανία.
Η 29η Ιανουαρίου θεωρείται η πρώτη συμμετοχή της Μεραρχίας στις πολεμικές επιχειρήσεις. Και ενώ το 14ο ΣΠ ολοκλήρωνε την κατάληψη των υψωμάτων, η ιταλική αεροπορία βομβάρδισε, για δεύτερη φορά, τμήματα και εγκαταστάσεις της Μεραρχίας προκαλώντας μεγάλες απώλειες σε άνδρες, υποζύγια και υλικά.
Στις 31 Ιανουαρίου όταν τέλειωσαν οι μάχες, ο Ελληνικός Στρατός κατείχε την ανατολική πλευρά και τις κορυφογραμμές της Τρεμπεσίνας, ενώ ο ιταλικός τη δυτική της πλευρά και ολόκληρη την οροσειρά Σεντέλι.
Τις επόμενες ημέρες, κάτω από ακραίες συνθήκες ψύχους, βροχής, χιονοπτώσεων, αεροπορικών βομβαρδισμών και κανονιοβολισμών, ελλιπέστατη τροφοδοσία, τα τρία συντάγματα της Μεραρχίας έλαβαν θέσεις εφόδου στις κορυφογραμμές της Τρεμπεσίνας.
Οι τομείς όπου το κάθε σύνταγμα θα εξαπέλυε την επίθεση του ήταν:
Το 14ο ΣΠ στο ύψωμα 1800 και στον αυχένα Μεντζκόρανη του όρους Σεντέλι.
Το 44ο ΣΠ Ρεθύμνου εναντίον των υψωμάτων 1647 Πούντα Νoρντ και 1269 του Σεντέλι.
Το 43ο ΣΠ Ηρακλείου εναντίον των οικισμών Άρτζας ντι Σόπρα και Άρτζας ντι Μετζο της δυτική πλευρά της Τρεμπεσίνας και των υψωμάτων Ανωνύμου, 1178 και 710 του Σεντέλι.
Τα ξημερώματα της Πέμπτης 13 Φεβρουαρίου, το 2ο τάγμα του 43ου ΣΠ Ηρακλείου, με διοικητή τον ταγματάρχη Ευάγγελο Κουρή επιτέθηκε εναντίον του οικισμού Άρτζα ντι Σόπρα, το 3ο εναντίον του οικισμού Άρτζα ντι Μέτζο, ενώ το 1ο παρέμεινε σε εφεδρεία, εκτός από τον 3ο λόχο, ο οποίος διετέθη στο τάγμα Κουρή που είχε τη δυσκολότερη αποστολή.
Οι ιταλικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν του δύο οικισμούς αιφνιδιάστηκαν και σύντομα περικυκλώθηκαν. Μετά από οδομαχίες και μάχες σώμα με σώμα κατελήφθησαν. Αμέσως μετά, ξεκίνησε η αναρρίχηση των ανδρών προς τα υψώματα.
Το κρύο, ο ισχυρός αέρας, το παχύ στρώμα χιονιού, τα πυκνά και αδιάκοπα πυρά των ιταλικών πολυβόλων και κανονιών καθιστούσαν την άνοδο των ανδρών προς τα υψώματα αργή, κοπιαστική, με μεγάλες απώλειες.
Παρ’ όλα αυτά, οι επιτιθέμενοι όλο και πλησίαζαν στις ιταλικές θέσεις. Λίγες δεκάδες μέτρα πριν από την κορυφή 1178, οι άνδρες του Τάγματος, προφυλαγμένοι πίσω από τους βράχους ανασυντάχτηκαν, πήραν τις τελευταίες οδηγίες και με την ξιφολόγχη στα όπλα έκαναν την τελική επίθεση. Η επίθεση ήταν αποφασιστική, επίμονη και βίαιη. Έπεσαν πολλοί, περισσότεροι όμως προχώρησαν και έφτασαν μέχρι τις θέσεις των Ιταλών. Γρήγορα η επίθεση μετατράπηκε σε μάχη σώμα με σώμα. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές μεγάλες. Αργά το απόγευμα οι άνδρες του Τάγματος ανέτρεψαν τους αμυνόμενους και κατέλαβαν τα υψώματα Ανώνυμο και 1178.
Τα ξημερώματα της 14ης Φεβρουαρίου, παρά το φοβερό κρύο και το δυνατό αέρα, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν επανειλημμένες αντεπιθέσεις εναντίον του 1178. Μία από αυτές οι Κρήτες δεν μπόρεσαν να την αποκρούσουν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το ύψωμα.
Μετά από τρεις αντεπιθέσεις, το Τάγμα κατέλαβε εκ νέου το ύψωμα. Συνολικά, το τριήμερο 13, 14 και 15 Φεβρουαρίου οι Ιταλοί εξαπέλυσαν δεκαπέντε αντεπιθέσεις εναντίον του υψώματος.
Όλες αποκρούστηκαν χάριν της αυτοθυσίας των ανδρών αλλά και της παρουσίας στο ύψωμα του διοικητή τους, ταγματάρχη Κουρή, και του υπολοχαγού Κάββου, οι οποίοι εμψύχωσαν τους άνδρες και συντόνισαν την άμυνα.
Εν τω μεταξύ, το 3ο τάγμα είχε καταλάβει το ύψωμα 710, ενώ το 1ο υπερασπίζονταν τους δυο οικισμούς, εμπόδιζε τις δυνάμεις των Ιταλών να κινηθούν προς τα υψώματα και τροφοδοτούσε με άνδρες το 2ο τάγμα.
Τα ξημερώματα της 13ης Φεβρουαρίου το 1ο και 2ο τάγμα του 44ου ΣΠ Ρεθύμνου εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον του υψώματος 1816 και των δυτικών πλαγιών της Τρεμπεσίνας. Εκτόπισαν τους Ιταλούς και κατέλαβαν θέσεις εφόδου προς τα απέναντι υψώματα 1260 και Πούντα Νορντ του όρους Σεντέλι.
Την επομένη, 14 Φεβρουαρίου, με χιονοθύελλα και το ιταλικό πυροβολικό να βάλλει αδιάκοπα εναντίον των επιτιθεμένων ανδρών, τα τάγματα του 44ο ΣΠ ξεκίνησαν τις επιθέσεις κατά των υψωμάτων: τo 3ο εναντίον του 1269, το 2ο εναντίον του 1647 Πούντα Νορντ στα βόρεια του όρους Σεντέλι. Επανειλημμένες φορές οι άνδρες του 44ου κατάλαβαν το ύψωμα Πούντα Νορντ, το οποίο λίγο μετά αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν, λόγω των ιταλικών αντεπιθέσεων. Παρά την υπεροχή του αντιπάλου σε οπλισμό και σε άνδρες, το Σύνταγμα ΄έδωσε πεισματώδεις μάχες, πολλές φορές σώμα με σώμα, και εντός τριών ημερών κατέλαβε οριστικά τα υψώματα.
Οι απώλειες των δύο Συνταγμάτων, μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου, όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη των υψωμάτων ανέρχονταν σε περίπου 200 νεκρούς, ενώ εκατοντάδες ήταν οι τραυματίες και οι παγόπληκτοι.
Στο 14ο ΣΠ είχε ανατεθεί η κατάληψη του αυχένα Μετζκόρανη και του υψώματος 1800. Η κατάληψη του αυχένα έγινε από κοινού με το 1ο τάγμα του 44ου.
Ως προς το ύψωμα 1800. Μετά από πληροφορίες ότι οι Ιταλοί είχαν συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό ανδρών και πυροβόλων, κρίθηκε ότι η ανάβαση προς το ύψωμα, ήταν προορισμένη να αποτύχει. Ευτυχώς αποφασίστηκε η αναβολή της επίθεσης και έτσι αποφεύχθηκε μια περιττή αιματοχυσία, όπως αποδείχτηκε λίγες μέρες αργότερα με την επίθεση της Ι Μεραρχίας.
Μετά τις μάχες για την κατάληψη των υψωμάτων, όπου οι Κρήτες μαχητές έγραψαν χρυσές σελίδες ανδρείας και δόξας, οι μονάδες της Μεραρχίας προχώρησαν στην αμυντική οργάνωση των κατεχομένων θέσεων, ενώ ταυτόχρονα μπήκαν σε κατάσταση επιχειρησιακής στασιμότητας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
* Ο Μιχάλης Παπαηλιάκης είναι Γεωπόνος- Συγγραφέας