Πολύ πρόσφατα με νόμο του κράτους ιδρύθηκε το ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ. στη θέση του ΤΕΙ Κρήτης. Σαν καθηγητής που για τριάντα επτά συναπτά χρόνια διακόνησα το ίδρυμα από όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης και όλες τις θέσεις διοίκησης, πλην εκείνης του προέδρου, βίωσα και είχα συμμετοχή στις εξελίξεις, που οδήγησαν στη μετεξέλιξη των αρχέγονων Κ.Α.Τ.Ε. σε ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ. Θα επιχειρήσω λοιπόν μέσα από αυτή την εμπειρία, μια αναφορά σε αυτή την ιστορική διαδρομή του ιδρύματος, με την ευθύνη και την αντικειμενικότητα που ο ρόλος μου ως δημόσιου λειτουργού μου επιβάλλει.
Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ στη χώρα μας μεταξύ των ετών 1948 – 1970, ήταν 7% ετησίως. Το κλίμα ευφορίας που επικρατούσε την εποχή εκείνη σχετικό με την εκβιομηχάνιση της χώρας και την προοπτική της αύξησης της απασχόλησης ιδιαίτερα εξειδικευμένων στελεχών, στο πλαίσιο μίας ραγδαία αναπτυσσόμενης οικονομίας, οδήγησε στην ανάγκη της δημιουργίας στελεχών μετά-δευτεροβάθμιας/τριτοβάθμιας μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, που θα στελέχωναν τις νέο-δημιουργούμενες θέσεις που απαιτούσαν υψηλές θεωρητικές γνώσεις και δεξιότητες. Έτσι, για την κάλυψη των παραπάνω αναγκών, επιλέχθηκε η δημιουργία των Κέντρων Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ), που υλοποιήθηκε με τον αναγκαστικό νόμο ΑΝ 652/1970. Ο σκοπός των ΚΑΤΕ, όπως αυτός παρουσιάσθηκε, ήταν η εκπαίδευση τεχνικών στελεχών ανώτερου επιπέδου, τα οποία θα συνέβαλλαν στην περαιτέρω προαγωγή της εθνικής οικονομίας. Πιο αναλυτικά και με μεγαλύτερη σαφήνεια προσδιορίζονταν οι στόχοι της δημιουργίας των ΚΑΤΕ στη σύμβαση δανεισμού, που υπογράφηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Διεθνούς Τράπεζας, για τη χρηματοδότηση του λεγόμενου Πρώτου Εκπαιδευτικού Σχεδίου (ΠΕΣ) του Υπουργείου Παιδείας, που περιελάμβανε και τα πέντε πρώτα ΚΑΤΕ (Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Λάρισας και Ηρακλείου).
Τα ΚΑΤΕ, όπως αναφερόταν τότε, στόχευαν στην κάλυψη των επιτακτικών αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό, στον τομέα της βιομηχανίας, γεωργίας, επιχειρήσεων και υγείας, στο πλαίσιο γενικών μεταρρυθμίσεων της εκπαίδευσης, ώστε να προσαρμοσθεί στις απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Για πρώτη φορά μάλιστα, επιχειρούνταν εκτιμήσεις όσον αφορά τις ανάγκες της αγοράς εργασίας για τους αποφοίτους των ΚΑΤΕ και γενικότερα της ανώτερης εκπαίδευσης. Οι απόφοιτοι αυτοί σύμφωνα με το Σχέδιο Προτύπου Μακροχρονίου Ανάπτυξης της Ελλάδας, που είχε εκπονήσει το Κέντρο Προγραμματισμού (& Οικονομικών) Ερευνών (ΚΕΠΕ), θα έπρεπε από 100.000 άτομα το 1971 να αυξηθούν σε 400.000 το 1987, γιατί όπως αναφερόταν, η εθνική οικονομία προβλεπόταν ότι θα είχε ανάγκη από 325.000 νέους πτυχιούχους ανώτερης επαγγελματικής εκπαίδευσης στην δεκαπενταετία 1972-1987.
Τα ΚΑΤΕ άρχισαν να λειτουργούν κάτω από πολιτικά, αντίξοες συνθήκες, εξ αιτίας του δικτατορικού καθεστώτος της εποχής εκείνης, και παρά τις προβλέψεις που αναφέρθηκαν, όσον αφορά την απορρόφηση των αποφοίτων τους, δεν κατέστη δυνατή η κοινωνική αποδοχή τους.
Μετά τη μεταπολίτευση και στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που ακολούθησε, το 1976-77 τα ΚΑΤΕ μετονομάσθηκαν σε Κέντρα Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕΕ) με τον Ν.576/77 «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Μέσης και Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ 102/Α’/13.4.1977), ο οποίος δημιούργησε για την εποχή εκείνη ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την ανώτερη τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.
Ο νόμος 576/77 είναι γεγονός ότι περιείχε τόσο θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία. Το κυριότερο θετικό στοιχείο ήταν ίσως ο χαρακτηρισμός της τεχνολογικής εκπαίδευσης ως τριτοβάθμιας. Αντίθετα, σημαντικά αρνητικά στοιχεία ήταν ότι τα ΚΑΤΕΕ δεν ήταν αυτοδιοικούμενα, όπως θα άρμοζε σε τριτοβάθμια ιδρύματα και ότι προέβλεπε μειωμένα προσόντα για τους καθηγητές (το διδακτορικό απλά συνεκτιμούνταν). Αυτό είχε σαν συνέπεια και όχι άδικα, τα ΚΑΤΕΕ να μην καταξιωθούν στις συνειδήσεις ούτε των υποψηφίων, αλλά ούτε και της κοινής γνώμης.
Η αδυναμία αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων επέτρεψε στην πολιτεία με τα δικά της κριτήρια που δεν είχαν βέβαια ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά, να ιδρύσουν άναρχα νέα ιδρύματα. Η ίδρυση νέων ΚΑΤΕΕ έγινε με κριτήριο αυτά να αποτελέσουν ένα μέσο ενίσχυσης διαφόρων επαρχιακών πόλεων και χωρίς βέβαια να έχει προηγηθεί κάποια διαδικασία σχεδιασμού της εκπαίδευσης ή έστω κάποιες έρευνες της αγοράς εργασίας σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Η ίδρυση λοιπόν χωρίς προγραμματισμό, όπως αναφέρθηκε, σειράς νέων ΚΑΤΕΕ, η αδυναμία προώθησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τους, η συνεχής παρέμβαση της Πολιτείας στους διορισμούς του εκπαιδευτικού προσωπικού, οδήγησαν τον θεσμό σε κρίση, ενώ η κοινή γνώμη εξακολουθούσε να τα αντιμετωπίζει ως ιδρύματα δεύτερης επιλογής.
Το πρώτο σημαντικό βήμα ουσιαστικής εξέλιξης του θεσμού έγινε το 1983 με το Νόμο 1404 με τον οποίο τα μέχρι τότε ΚΑΤΕΕ, μετεξελίσσονταν σε ΤΕΙ. Μια ουσιαστική αλλαγή που επέφερε αυτός ο νόμος, ήταν τα αυξημένα προσόντα που προέβλεπε για το εκπαιδευτικό προσωπικό. Από την έναρξη εφαρμογής του Νόμου 1404/83 και μετά, όλοι οι καθηγητές που προσλαμβάνονταν διέθεταν αυξημένα ακαδημαϊκά προσόντα, με απαραίτητο τον μεταπτυχιακό τίτλο. Με τον ίδιο νόμο δόθηκαν κίνητρα, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν πολλοί από τους υπηρετούντες καθηγητές και με εκπαιδευτικές άδειες απέκτησαν επιπλέον ακαδημαϊκούς τίτλους.
Η ολοκλήρωση της εξέλιξης του θεσμού έγινε το 2001 με τον Νόμο 2916 και την υπαγωγή των Ιδρυμάτων στην ενιαία ανώτατη εκπαίδευση, μαζί με τα πανεπιστήμια.
Με τον νόμο αυτό οριζόταν ότι πλέον η ανώτατη εκπαίδευση αποτελούνταν από δυο παράλληλους τομείς, τον πανεπιστημιακό, που περιελάμβανε τα πανεπιστήμια και τον τεχνολογικό, που περιελάμβανε τα ΤΕΙ. Τα πανεπιστήμια δίδουν έμφαση στην προαγωγή και ανάπτυξη της επιστήμης και την παραγωγή νέας γνώσης, τα δε τεχνολογικά ιδρύματα αποτελώντας τον συνδετικό κρίκο μεταξύ γνώσης και εφαρμογής, μεταφέρουν, χρησιμοποιούν και προάγουν τη σύγχρονη τεχνολογία στον χώρο των εφαρμογών.
Η διαρκής εξέλιξη του θεσμού της τεχνολογικής εκπαίδευσης, από το ‘83 και μετά, με αποκορύφωμα την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, είναι το αποτέλεσμα της διαπίστωσης εκ μέρους της Πολιτείας του ρόλου και του έργου που επιτελούσαν, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση σημαντικά συνέβαλε και η διαπίστωση μιας διαρκούς αποστασιοποίησης των πανεπιστημίων από την παραγωγή με αφετηρία τη δεκαετία του ‘80.
Ένα σημαντικό στοιχείο που ενίσχυε το ρόλο των ιδρυμάτων του τεχνολογικού τομέα, ήταν οι σύγχρονες και επίκαιρες ειδικότητες και τα ευέλικτα προγράμματα σπουδών, στοιχεία που απέρρεαν από τη διαρκή τάση προσαρμογής των ιδρυμάτων στην αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, έτσι ώστε οι απόφοιτοί τους όχι μόνο να είναι καλά καταρτισμένοι, αλλά και επίκαιροι και ανταγωνιστικοί.
Και ενώ έχουν γίνει τόσα πολλά στον χώρο της τεχνολογικής εκπαίδευσης, ένα μέρος της κοινωνίας, δυστυχώς, δεν εννοεί για διάφορους λόγους να αποσυνδέσει στη συνείδησή τους τα ΤΕΙ, από τα αρχέγονα ΚΑΤΕ. Δεν δέχεται, ή αγνοεί, ότι τα ΤΕΙ είχαν αναλάβει και έφεραν με επιτυχία σε πέρα, ένα τελείως διαφορετικό ρόλο, ότι διέθεταν σύγχρονα και επίκαιρα προγράμματα σπουδών, άρτια υλικοτεχνική υποδομή και εκπαιδευτικό προσωπικό με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα σε σύγχρονες ειδικότητες. Δεν δέχεται ή αγνοεί ότι τα ΤΕΙ ήταν μια άλλη πρόταση, μια άλλη διέξοδος των νέων για επαγγελματική αποκατάσταση, εξίσου σημαντική και σε πολλές περιπτώσεις πιο ελκυστική, εξαιτίας των επίκαιρων ειδικοτήτων, από αυτήν των πανεπιστημίων. Ειδικά για το ΤΕΙ Κρήτης αγνοεί ή δεν ξέρει ότι στις κατά καιρούς αξιολογήσεις μεταξύ των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατατάσσονταν στα πρώτα ιδρύματα μεταξύ των άλλων ΤΕΙ και σε υψηλότερη θέση από επτά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Αγνοεί ότι το ΤΕΙ Κρήτης διέθετε δυο σχολές, τη Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και τη Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας, μοναδικές σχολές ανώτατης εκπαίδευσης, μεταξύ όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κρήτης που έχουν άμεση σχέση με έναν από τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας του νησιού, τη γεωργία και την υγεία.
Η Πολιτεία, όμως, γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας τον ρόλο του ιδρύματος, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής της για την παιδεία, δημιούργησε στη θέση του το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο το οποίο έχει όλα τα εχέγγυα, κληρονομιά από το ΤΕΙ Κρήτης για να πάει την εκπαίδευση ακόμα πιο ψηλά. Γεννηθήτω.
*Ο Δρ. Κωνσταντίνος Σινάνης είναι ομότιμος καθηγητής ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ