Το ένδοξο μινωικό παρελθόν της Κρήτης, αλήθεια είναι ότι έχει επισκιάσει τις επόμενες ιστορικές περιόδους της, αν εξαιρέσουμε βέβαια το ενετικό παρελθόν της που δύσκολα κρύβεται εξαιτίας των μεγαλόπρεπων τειχών, που το καθιστούν ένα από τα καλύτερα σωζόμενα οχυρωματικά έργα ολόκληρης της Μεσογείου.

Για την Κρήτη της Πρώιμης αρχαϊκής ή Δαιδαλικής περιόδου – 7ος αι. π.Χ.- λίγα πράγματα είναι γνωστά στο ευρύ κοινό, ενώ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές περιόδους του νησιού, όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη πόλεων σε όλο το μήκος του.

Και λέγοντας πόλεις εννοούμε οργανωμένες κοινωνίες πολιτών με γραπτούς νόμους και κυβερνώντες, οι οποίες παρουσιάζουν μια πολύ οργανωμένη αρχιτεκτονική δομή, με κεντρικές αγορές και μεμονωμένους προβαλλόμενους ναούς που δεσπόζουν σε αυτές στους οποίους αναρτώνται, κατά τη συνήθη πρακτική, οι νόμοι της πόλης γραμμένοι  σε λίθινες επιγραφές. Ήδη από τον 8ο π.Χ. αιώνα από την Αξό της δυτικής Κρήτης, έως το Παλαίκαστρο της ανατολικής οι ανασκαφές μας έχουν αποκαλύψει πόλεις με εξελιγμένη αρχιτεκτονική δομή.

Στην κεντρική Κρήτη η Γόρτυνα με τον ναό της ακρόπολης και το μεγάλο ιερό της στους πρόποδες του λόφου και η Κνωσός με τα λαμπρά της νεκροταφεία, αποκαλύπτουν μια εξελιγμένη κοινωνία που υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες, η οποία αναπτύσσει μια ιδιαίτερη αισθητική.

Ο Δαίδαλος ως τεχνίτης αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Πλάτωνα του 5ου π.Χ. αιώνα της κλασικής περιόδου ως τον Παυσανία του 1ου μ.Χ. αιώνα. Είναι ο κατασκευαστής του λαβυρίνθου, του χοροστασίου της Αριάδνης, της αγελάδας της Πασιφάης, αλλά και ο κατασκευαστής των πρώτων αγαλμάτων ή ξοάνων, όπως λέγονταν τα πρώτα αγάλματα από ξύλινο πυρήνα και άκρα μέλη από διαφορετικά υλικά όπως ο πηλός, αλλά και ως πρώτος κατασκευαστής των λίθινων αγαλμάτων.

Τον τύπο των ξοάνων γνωρίζουμε από τα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου π.Χ. αιώνα όπου εικονίζονται μεγάλες γιορτές, όπως τα Παναθήναια, στα οποία ο ιερέας ή η ιέρεια κρατούν ξύλινα αγαλμάτια που καλύπτονται από το ιερό πέπλο της θεάς Αθηνάς.

Από την Κρήτη διαθέτουμε πολλά παραδείγματα μεγάλων πώρινων γλυπτών, κυρίως καθιστών γυναικείων μορφών με όμοια χαρακτηριστικά που τα εντάσσουν στο ίδιο  καλλιτεχνικό περιβάλλον. Πρόκειται για γυναικεία αγάλματα σε απόλυτα μετωπική στάση, με μαλλιά που πλαισιώνουν το πρόσωπο με κατακόρυφους ή οριζόντιους βοστρύχους, χέρια κολλημένα στα πλευρά και χιτώνα που καλύπτει τους ώμους, σαν κοντή εσάρπα ή επίβλημα, όπως λέγεται.

Ο λόγος που τα συγκεκριμένα αγάλματα κατασκευάζονταν από πωρόλιθο ήταν η έλλειψη κοιτασμάτων μαρμάρου στο νησί, σε αντίθεση με τους μεταγενέστερους κούρους και κόρες του 6ου π.Χ. αιώνα από την Αττική, την Πελοπόννησο και τα νησιά οι οποίοι κατασκευάζονταν από εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρο, κυρίως από την Πεντέλη, την Πάρο και τη Νάξο.

Η Κρήτη δεν ακολουθεί καλλιτεχνικά τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα για λόγους κυρίως πολιτικούς, αυτό όμως δεν μειώνει τη σημαντική της συνεισφορά στη γλυπτική του ελλαδικού χώρου, η οποία μαρτυρείται με τον πιο τρανταχτό τρόπο, μέσα από τον Δαίδαλο, τον ξακουστό κρητικό τεχνίτη, δάσκαλο των μετέπειτα καλλιτεχνών της κλασικής ελληνικής τέχνης.

 

* Η κ. Μαρία Κυρίμη είναι  αρχαιολόγος στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου