Σύμφωνα με έρευνα της Παυλίνας Μωραΐτη, κοινωνιολόγου-εγκληματολόγου του Παντείου Πανεπιστημίου, “Οι θεωρητικές προσεγγίσεις στο έγκλημα της παιδεραστίας σχετίζονται κυρίως είτε με την ερμηνεία και την προσέγγιση της παιδοφιλίας ως ψυχικής διαταραχής, είτε με την παιδεραστία και την παράλληλη αιμομιξία είτε με την ανάλυση του φαινομένου της πορνογραφίας ανηλίκων στο διαδίκτυο”.
Όπως η ίδια σημειώνει, “η παρούσα έρευνα επιχειρεί να προσεγγίσει τις στάσεις απέναντι στην εγκληματική πράξη εκείνων που έχουν διαπράξει το έγκλημα της παιδεραστίας, έχουν καταδικαστεί για το έγκλημα αυτό και εκτίουν την ποινή τους σε δύο φυλακές της χώρας και συγκεκριμένα στα καταστήματα κράτησης Τρίπολης και Γρεβενών.
Αναλυτικότερα, όσον αφορά τη διεξαγωγή της έρευνας, λάβαμε ειδική άδεια, κατόπιν σχετική αίτησης, αφενός από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αφετέρου από τα ανωτέρω καταστήματα κράτησης”.
Οι συνεντεύξεις με 12 κρατούμενους πραγματοποιήθηκαν το 2016. Πρόκειται για ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί τελεσίδικα για το έγκλημα αυτό. Σύμφωνα με τα ερευνητικά πορίσματα, όπως αναφέρει η Παυλίνα Μωραΐτη, “οι δράστες δεν παραδέχονται εύκολα την εγκληματική τους πράξη, ενώ ορισμένοι αρνούνται εντελώς ότι έχουν διαπράξει το συγκεκριμένο έγκλημα ή χρησιμοποιούν “τεχνικές εξουδετέρωσης” για να ελαφρύνουν αυτό που θεωρούν ότι τους αποδίδεται και για το οποίο έχουν εν τέλει καταδικαστεί.
Συμβαίνει γενικά, οι εγκληματίες, σε αντίθεση με τα νομοταγή άτομα να αναγνωρίζουν την ύπαρξή των νόμων, ωστόσο όμως να μην αποδέχονται την ισχύ αυτών για τον εαυτό τους. Αναφορικά με τις τεχνικές εξουδετέρωσης, κατατάσσονται σε πέντε βασικές κατηγορίες: άρνηση της ευθύνης, άρνηση της βλάβης, άρνηση του θύματος, κατηγορία κατά των κατηγόρων και επίκληση ανώτερων αξιών.
“Είμαι άνθρωπος της Εκκλησίας”
Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι εγκληματίες αρνούνται την ευθύνη της πράξης τους και δεν την αναλαμβάνουν, αρνούνται τη βλάβη που έχουν προξενήσει στο θύμα ή δικαιολογούν την πράξη τους προσπαθώντας να την εκλογικεύσουν, κατηγορούν το θύμα για την παράνομη πράξη καθώς και εκείνους που τους κατηγορούν.
Πιστεύουν ότι έχουν πέσει «θύματα» πλεκτάνης ή δικαστικής πλάνης: «Δεν είχα προβλήματα οικογενειακά, δεν είχα πρόβλημα από σεξ. Ανωμαλία δεν έχω πάνω μου, ούτε χάπια έχω πάρει στη ζωή μου ποτέ, ούτε σε ψυχιατρική κλινική έχω πάει, πουθενά.
Άνθρωπος της δουλειάς είμαι και της εκκλησίας, τίποτα άλλο. Και απλά με τυλίξανε και με βάλανε μέσα και έφαγα 25 χρόνια».
Ορισμένα παραδείγματα είναι:
- «Κατηγορήθηκα για αγγίγματα και όχι για κάτι παραπάνω και «προσέξτε!» για πάνω από το παντελόνι. Δεν απομόνωσα ποτέ παιδί, δε γύμνωσα κάποιο παιδί, δε γύμνωσα κάποιο μέρος του σώματός μου, τίποτα από όλα αυτά».
- «Ένα βράδυ έπαθα υπερκόπωση και επειδή δεν μπορούσα πήγα στο σπίτι τους. Αυτή ήταν η οικογένεια με το άλλο το παιδί που με κατηγορούν για στοματικό έρωτα για μία φορά. […] Θέλησα να μείνω και παρακάλεσα λοιπόν τον νέο τον […] (ενν. το δεύτερο θύμα), δεν ήθελα… και με έτριψε».
- «Είμαι μέσα για τις κόρες μου, για βιασμό και στο δικαστήριο έπρεπε να τα πάρω όλα πάνω μου, γιατί αυτές ήταν μικρές τότε και δεν καταλάβαιναν […]. Οι ίδιες με κατηγόρησαν, γιατί έμεναν έγκυος από εμένα, γιατί κάναμε επαφή με τη θέλησή τους».
Δάσκαλοι, προπονητές, φίλοι, συγγενείς
Η κοινωνιολόγος-εγκληματολόγος επιπλέον υπογραμμίζει:
“Έχοντας τα δεδομένα που συλλέξαμε μέσα από τις 24 περιπτώσεις εγκλημάτων παιδεραστίας, επιχειρήσαμε να τα ερμηνεύσουμε καταλήγοντας σε ορισμένα συμπεράσματα.
Αρχικά, χωρίς να αποτελεί σκοπό της έρευνας, το προφίλ των εγκληματιών ήταν σε γενικές γραμμές τέτοιο ώστε να μην μπορούμε εύκολα να τους κατατάξουμε με βάση το κοινωνικο-δημογραφικό τους προφίλ.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι δράστες παιδεραστίας στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν τη διάπραξη του εγκλήματος, βρίσκονταν στον “οικείο χώρο” του παιδιού – θύματος, είτε με τη συγγενική μορφή, είτε με τη συμβουλευτική μορφή (δάσκαλος, προπονητής κ.ά.) είτε απλά με τη μορφή ενός οικογενειακού φίλου.
Με αυτόν τον τρόπο, ενώ ποτέ το θύμα δεν ήταν εντελώς άγνωστο για τον δράστη, ο ίδιος κατάφερνε να προσεγγίσει ευκολότερα το παιδί-θύμα ώσπου να εκπληρώσει τον σκοπό του.
Όταν ο δράστης θεωρούσε πως οι ευκαιρίες διάπραξης του εγκλήματος είναι κατάλληλες, τότε προέβαινε στις εγκληματικές του ενέργειες.
Δεύτερον, στις περισσότερες περιπτώσεις είδαμε ότι οι δράστες ισχυρίστηκαν πως ανατράφηκαν σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον και ότι ουδέποτε έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης: «Πάρα πολύ καλές σχέσεις με τους γονείς, ένα ήσυχο και ήρεμο περιβάλλον χωρίς εντάσεις. Ήρεμη παιδική ζωή, δεν υπήρξε κακοποίηση από το οικογενειακό περιβάλλον, εκτός από το ότι ήμουν αριστερόχειρας κι έτρωγα ξύλο για να γράψω με το δεξί».
Συνεπώς, η θεωρία για την επανάληψη της σεξουαλικής πράξης- κακοποίησης, από την πλευρά του δράστη πια και όχι του θύματος, δεν επαληθεύτηκε μέσα από τις περιπτώσεις που μελετήσαμε.
Τρίτον, μέσα από τα λεγόμενα των ίδιων των δραστών παιδεραστίας, δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις περισσότερες περιπτώσεις η έννοια της μετάνοιας, όχι από θρησκευτικής απόψεως, αλλά συνειδησιακά και βάσει της δικής τους ενσυναίσθησης και νοηματοδότησης της πράξης τους”.